Επιλογή Σελίδας

Του Πολύδωρου Παπαδόπουλου

Πελέ, Μαραντόνα ή Μέσι; Ο «Βασιλιάς» θα μείνει για πάντα στην κουβέντα για το αν είναι ο κορυφαίος όλων, ωστόσο αυτοί που τον λάτρεψαν ξέρουν πως αυτός ο παίκτης έπαιξε ποδόσφαιρο με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Χάρη στον Πελέ το ποδόσφαιρο είναι το ομορφότερο παιχνίδι. Ηταν αυτός που άλλαξε την ιστορία του αθλήματος.

Έχουν περάσει 51 χρόνια από τότε που έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι για τη Βραζιλία. Μόνο ένα κλάσμα της μυθικής του καριέρας έχει διασωθεί σε video. Η συντριπτική πλειοψηφία από εμάς δεν τον είδαμε ποτέ να παίζει ζωντανά. Και έτσι ως επί το πλείστον, η ιδιοφυΐα του Πελέ υπάρχει σε μεγάλο βαθμό αφηρημένα: κάτι για το οποίο ακούσαμε ή διαβάσαμε αντί για κάτι που είδαμε, ένα κληροδοτημένο γεγονός παρά μια βιωμένη εμπειρία, ένα επεξεργασμένο προϊόν.

Η κληρονομιά του μοναδική, ο Πελέ ήταν το ίδιο το ποδόσφαιρο. Και σε αυτές τις λίγες εικόνες, όταν ξεγλιστράει από τους αντιπάλους λες και ήταν πάντα σε υψηλότερο επίπεδο νοημοσύνης. Ο Πελέ έκανε τον κόσμο χαρούμενο, έζησε όπως του άξιζε να ζήσει: με τη μπάλα στα πόδια του. Και στα πόδια του Πελέ, η μπάλα ήταν ευτυχισμένη!

image

Ετσι ήρθε στη ζωή ο «Βασιλιάς»

Ένα ποδοσφαιρικό γκολ είναι ένα τέλος. Τερματίζει μια επιθετική κίνηση. Τα Παγκόσμια Κύπελλα έχουν επίσης ένα τέλος. Είναι η στιγμή που στέφεις τον πρωταθλητή! Ίσως η ζωή να είναι το ταξίδι και όχι ο προορισμός και για τον Πελέ το ποδόσφαιρο και τα γκολ ήταν ό,τι καλύτερο του συνέβη. Πριν όμως ζήσουμε τις στιγμές που τον έκαναν «Βασιλιά», πρέπει να μάθουμε τη ζωή του Εντσον, του ανθρώπου που έδωσε στο άθλημα τη μορφή του, σε αυτόν που άλλαξε για πάντα τους κανόνες.

Στις αγροτικές περιοχές της Βραζιλίας και τα χωριά το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν κάτι άγνωστο. Υπήρχε μια πόλη που ονομαζόταν Τρες Κορασόες, που δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα για πολλά χρόνια. Ακόμα και στα τέλη της δεκαετίας του 1930, αν ήθελες φως, άναβες ένα κερί ή μια λάμπα αερίου.

Ενα κορίτσι στο Τρες Κορασόες ονομαζόταν Σελέστε. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Ο μπαμπάς της οδηγούσε ένα μεγάλο ξύλινο βαγόνι, όπου μετέφερε ξύλα ή φορτία για τους ανθρώπους. Το Τρες Κορασόες δεν είχε ρεύμα, αλλά όπως τα περισσότερα μέρη στη Βραζιλία, είχε μια μικρή τοπική ομάδα ποδοσφαίρου. Μια ημιεπαγγελματική ομάδα. Οι παίκτες της έπαιρναν λίγα χρήματα. Δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνο με αυτά. Στα 15 της χρόνια η Σελέστ γνώρισε έναν παίκτη, τον Ζοάο, πιο γνωστό ως Ντοντίνιο!

Ο Ντοντίνιο έκανε τη στρατιωτική του θητεία σε αυτή την πόλη και παράλληλα, έπαιζε μπάλα στην ομάδα. Ηταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερός της. Οι ποδοσφαιριστές είχαν μια αναξιόπιστη φήμη. Ηταν ανεύθυνοι, παρορμητικοί, έφευγαν από την πόλη χωρίς προειδοποίηση… Ο Ντοντίνιο δεν ήταν όμως σε αυτή την κατηγορία. Αγάπησε την Σελέστε κι έπειτα από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Στα 16 της, ήταν ήδη έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Όταν γεννήθηκε ο Πελέ, έρχονταν τα μηχανήματα στο Τρες Κορασόες για να φέρουν το ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτοί ήταν οι γονείς του. Αυτή είναι η γέννησή του πιο λαμπρού αστέρα.

image

Γυάλιζε παπούτσια και φλέρταρε με τον θάνατο

Μέσα σε λίγα χρόνια η Σελέστε έχει τρία παιδιά και ο Ντοντίνιο τους μεταφέρει από τη μια πόλη στην άλλη, μιας και άλλαζε ομάδες για να εξοικονομήσει χρήματα. Ενας εργατικός άνθρωπος, αλλά όχι ακριβοπληρωμένος. Η γυναίκα του κατηγορεί το ποδόσφαιρο για τα σοβαρά προβλήματα της οικογένειας. Είναι αποφασισμένη ότι τα παιδιά της πρέπει να μορφωθούν. Είναι αποφασισμένη ότι δεν θα γίνουν ποδοσφαιριστές, όπως ο μπαμπάς τους.

Το 1944, όταν ο Έντσον είναι σχεδόν 4 ετών, πήρε για πρώτη φορά το τρένο. Προσέφεραν στον μπαμπά του μια καλή δουλειά. Μια ομάδα στο Μπαουρού του πρότεινε εκτός από αξιοπρεπή μισθό και μια θέση σε δημόσια υπηρεσία. Ηταν δυνητικά μια διέξοδος από τη φτώχεια και ένα τέλος στον φόβο της Σελέστε. Ο Έντσον μαγεύτηκε από το τρένο. Παρακολουθούσε το τοπίο να τον προσπερνά, άνοιγε τα μεγάλα παράθυρα και έσκυβε προς τα έξω για να νιώσει τον αέρα να τρέχει πάνω του. Έγερνε επικίνδυνα που παραλίγο να πέσει έξω από το τρένο, αλλά ο Ντοντίνιο τον άρπαξε πριν συμβεί κάτι άσχημο.

Ωστόσο, όταν έφτασαν στο Μπαουρού τα νέα ήταν άσχημα. Ο ιδιοκτήτης είχε αλλάξει, και μπορεί η πρόταση να ίσχυε, αλλά η θέση στο Δημόσιο ήταν εκτός συμβολαίου. Επιστροφή στη φτώχεια και στη μουρμούρα της Σελέστε.

Η πενταμελής οικογένεια στριμώχτηκε σε ένα μικρό σπίτι, η οροφή είχε διαρροές, ενώ πολλές φορές το δείπνο είχε μόνο ψωμί και μπανάνα.

Όταν ο Έντσον έγινε 7 ετών, συγκέντρωσε αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσει ένα σετ γυαλίσματος παπουτσιών. Η δική του μάχη για επιβίωση είχε αρχίσει. Ο ίδιος, χωρίς παπούτσια γυάλιζε ασταμάτητα τα υποδήματα άλλων για να φέρει επιπλέον χρήματα.

Όταν σταματούσε το γυάλισμα έπαιζε μπάλα στο δρόμο. Ζωηρός, ενθουσιώδης, αλλά και ελαφρώς ανήσυχος, κάτι που πήρε από τη μητέρα του. Του άρεσε να φλερτάρει με τον κίνδυνο, άλλωστε, θα μπορούσε να είχε πέσει από το τρένο. Ηταν τυχερός όταν στο ποτάμι πίσω από τις γραμμές του τρένου έπεσε ένας υπάλληλος του σιδηρόδρομου για να τον σώσει. Η τύχη ήταν σύμμαχος του Εντσον, αφού αν δεν ήταν η μητέρα του να τον… παρασύρει στο σπίτι για να διαβάσει, θα είχε θαφτεί ζωντανός κάτω από τα χώματα έπειτα από μια σφοδρή καταιγίδα.

Εκείνο το βράδυ είδε να βγάζουν το άψυχο σώμα ενός φίλου του από τη σπηλιά, την οποία είχαν κάνει κρυψώνα. Αισθανόταν ένοχος, κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνος για τον εγκλωβισμό του φίλου του. Συχνά ένιωθε λίγο ένοχος για πράγματα που έκανε. Σκεφτόταν πολύ την αμαρτία και τις συνέπειες. Ήταν ένας πιστός Καθολικός. Μαζί με τους φίλους του έκλεβε μάνγκο από τους κήπους, μιας και η πείνα ήταν κακός σύμβουλος. Ο Εντσον φοβόταν το σκοτάδι για πολλά χρόνια μετά την κατάρρευση της κρυψώνας τους.

image

Ο νεκρός πιλότος έβαλε τέλος στο όνειρό του!

Η παρακάτω ιστορία θυμίζει σε πολλά σημεία την αγαπημένη ταινία εκατομμυρίων ανθρώπων, το «stand by me». Μόνο που ο Εντσον και η παρέα του έζησαν κάτι ανάλογο το 1940 στην πόλη Μπαουρού. Μια ομάδα αγοριών άρχισε την πορεία της για να δει ένα πτώμα.

Το πτώμα ανήκε σε πιλότο. Έναν πιλότο που έχασε τη ζωή του όταν συνετρίβη το αεροπλάνο του. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν αεροπλάνο, ήταν ανεμόπτερο. Ναι, ένα μικρό αεροπλάνο χωρίς κινητήρα που αν δε σεβαστείς τη βαρύτητα, τότε, μοιραία θα το πληρώσεις. Αυτή η παρέα, ηλικίας 8,9,19 ετών, αυτή η φτωχή παρέα που φορούσε πουκάμισα από λινάτσα και περπατούσε ξυπόλητη στο χώμα άκουσε πως ένας πιλότος σκοτώθηκε.

Νέο που ταρακούνησε τα παιδιά, αφού θέλησαν να το βρουν πρώτα. Η ομάδα πήγε πρώτα στο σημείο όπου συνέβη το δυστύχημα. Είδαν τα συντρίμμια. Όμως το πτώμα βρισκόταν ήδη στο νεκροτομείο. Πως μπήκαν μέσα; Μόνο αυτά ξέρουν, άλλωστε, ήξεραν καλά πως να τρυπώνουν στους κήπους και να αρπάζουν μάνγκο. Ο Εντσον ήταν ο αρχηγός τους. Επιθυμούσε να δει από κοντά έναν πιλότο γιατί το όνειρό του ήταν να πετάξει.

Του άρεσε ό,τι είχε να κάνει με τα αεροπλάνα και τα ανεμόπτερα και τους ανθρώπους που τα πετούν. Παρατούσε συχνά το σχολείο για να πλησιάσει στην αερολέσχη της πόλης. Δεν ήταν καλός μαθητής, από μικρή ηλικία ήθελε να το παρατήσει. Το μυαλό του ταξίδευε διαρκώς και ο δάσκαλος για να τον τιμωρήσει τον έβαζε να γονατίσει πάνω σε ένα σωρό αποξηραμένα φασόλια. Αυτά μάτωναν. Πολλές φορές όμως ο δάσκαλος του τη χάριζε, μιας ήταν συμπαθητικό παιδί. Είχε μια πραγματικά γοητευτική τρελή ενέργεια. Εκανε πολλά σχέδια. Πολλά ανόητα σχέδια. Στους φίλους του άρεσε να συμβαδίζουν με ό,τι έκανε ή σκεφτόταν.

Είχε εξομολογηθεί στον πατέρα του πως ήθελε να γίνει πιλότος και ο Ντοντίνιο του είχε πει πως έπρεπε να είναι πολύ πιο σοβαρός με το σχολείο. Ετσι, ο Έντσον έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.

Ο Έντσον και οι φίλοι του διέσχισαν την πόλη των 52.000 κατοίκων προς το νεκροτομείο. Εφτασαν τη στιγμή της νεκροψίας. Βρήκαν ένα σάπιο παράθυρο στο οποίο μπορούσαν να στριμωχτούν και μέσα από αυτό να κατασκοπεύσουν τους γιατρούς να κόβουν τον νεκρό πιλότο.

Ο Εντσον έβλεπε το πρώτο του νεκρό σώμα! Ωστόσο, όταν το αίμα εκτοξεύθηκε στο πάτωμα, ο μικρός… φρίκαρε. Η ανήσυχη πλευρά του ξύπνησε, έβλεπε πολλούς εφιάλτες. Μερικές φορές υπνοβατούσε. Εβλεπε τον νεκρό πιλότο στα όνειρά του και ξυπνούσε τρομαγμένος.

Και κάπως έτσι ο Έντσον εγκατέλειψε την ιδέα να γίνει πιλότος.

image

Εκλεβε φιστίκια για μια μπάλα

Του άρεσε να βλέπει τον μπαμπά του να παίζει ποδόσφαιρο. Ο Ντοντίνιο ήταν ένας ταλαντούχος επιθετικός, όμως οι τραυματισμοί στο γόνατο τον ταλαιπωρούσαν αρκετά. Ηταν απολύτως συναρπαστικό για τον Έντσον να βρίσκεται στο γήπεδο, να βλέπει τον μπαμπά του να σκοράρει. Ηξερε ότι η μαμά του αποδοκιμάζει το ποδόσφαιρο, αλλά όταν παρακολουθούσε τον αγαπημένο του πατέρα κυριευόταν από πάθος. Μέχρι και καυγά είχε αρχίσει, όταν άκουσε κάποιον να βρίζει τον Ντοντίνιο. Πήρε ένα τούβλο και απειλούσε να του το πετάξει.

Αυτός και οι φίλοι του έπαιζαν ποδόσφαιρο στους δρόμους και στις αυλές της πόλης. Επαιζαν ξυπόλητοι επειδή δεν μπορούν να αγοράσουν παπούτσια. Επίσης δεν μπορούν να αγοράσουν μια μπάλα. Επρεπε να γεμίσουν χαρτί ή κουρέλια μια κάλτσα και να παίξουν με αυτή. Εκλεβαν κάλτσες από απλωμένες μπουγάδες και προσπαθούσαν να φτιάξουν την τέλεια μπάλα.

Μετά το περιστατικό με τον νεκρό πιλότο, ο Έντσον έχει λιγότερο κίνητρο στο σχολείο. Δεν ονειρευόταν πια να πετάει, ενώ είχε έναν πολύ αυστηρό δάσκαλο, ο οποίος, τον τιμωρούσε σκληρά. Έτσι, αφιέρωνε περισσότερο χρόνο παίζοντας ποδόσφαιρο. Το λάτρευε το ποδόσφαιρο. Και ήταν καλός σε αυτό. Ο Ντοντίνιο τον βοήθησε με την τεχνική του, που ήταν και το μεγάλο του πλεονέκτημα.

Ωστόσο, υπήρχαν κάποια μειονεκτήματα του να είσαι γιος του ποδοσφαιριστή. Κάθε φορά που ένα άλλο παιδί της γειτονιάς κλωτσούσε μια μπάλα στο παράθυρο κάποιου και έφευγε τρέχοντας, ο ιδιοκτήτης του παραθύρου ερχόταν πάντα στο σπίτι του Ντοντίνιο και της Σελέστε κατηγορώντας τον Έντσον.

Μια μέρα αποφάσισε να δημιουργήσει μια ποδοσφαιρική ομάδα για τους φίλους του. Πραγματικά ωραία ιδέα! Το πρόβλημα: Δεν είχαν μπάλα, δεν είχαν φανέλες και επίσης δεν είχαν χρήματα.

Έτσι, επινόησαν ένα σχέδιο με δύο άξονες για τη συγκέντρωση κεφαλαίων. Μάζευαν αυτοκόλλητα ποδοσφαίρου, προσπαθώντας να συμπληρώσουν τα άλμπουμ και να τα ανταλλάξουν με εξοπλισμό. Είχαν ως στόχο να κλέψουν φιστίκια από εμπορευματικά τρένα και να τα πουλήσουν έξω από τον τοπικό κινηματογράφο. Ναι, είχαν επινοήσει σχέδιο ληστείας φιστικιών!

Ο Έντσον ήταν ένα από τα αγόρια που μπήκαν κρυφά στο βαγόνι του τρένου. Ηταν τρομοκρατημένος. Τα φιστίκια έρχονταν σε μεγάλα τσουβάλια. Τα αγόρια έκοψαν τα σακιά και άφησαν τα φιστίκια να χυθούν στα μπολ και στα κόσκινα που έφεραν για να τα κρατήσουν. Ξέφυγαν κρυφά. Μια τεράστια επιτυχία. Εψησαν τα φιστίκια, τα πούλησαν στους κινηματογραφόφιλους και πήραν εμφανίσεις.

Παράλληλα, αντάλλαξαν τα άλμπουμ τους με μια μπάλα. Δεν έμειναν εκεί… Επέστρεψαν να κλέψουν κι άλλα φιστίκια, όμως κάποιος τους εντόπισε. Εκεί ίσως ο Εντσον να αισθάνθηκε για τα καλά το ένστικτο της επιβίωσης. Ετρεξε σαν ένα μεγάλο φορ και σώθηκε. Ηταν η τελευταία φορά που τόλμησε κάτι ανάλογο. Ο στόχος δεν είχε επιτευχθεί απόλυτα, μιας και τους έλειπαν τα παπούτσια. Οι «ξυπόλυτοι» ήταν το παρατσούκλι τους και άρχισαν να παίζουν με άλλες ομάδες.

image

Πελέ, ένα νέο αστέρι γεννιέται!

Μιλώντας για παρατσούκλια. Εκείνη την εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι φίλοι του Έντσον του έδωσαν ένα παρατσούκλι. Το παρατσούκλι είναι μια ανόητη λέξη. Κανείς δεν είναι σίγουρος από πού προέρχεται ή τι σημαίνει, αν σημαίνει κάτι.

Και ο Έντσον το μισούσε. Ηταν περήφανος που πήρε το όνομά του από τον Τόμας Έντισον. Του άρεσε το πραγματικό του όνομα!

Είχε αποβληθεί από το σχολείο επειδή γρονθοκόπησε ένα παιδί που τον αποκαλούσε με το παρατσούκλι. Ολοι σταμάτησαν να τον λένε με το πραγματικό του όνομα.

Μια μέρα, ο δήμαρχος του Μπαουρού έκανε μια συναρπαστική ανακοίνωση. Ξεκινούσε ένα νέο τουρνουά για συλλόγους νέων. Οι «ξυπόλυτοι» ήθελαν απεγνωσμένα να παίξουν σε αυτό το τουρνουά. Αλλά δεν μπορούσαν. Γιατί; Γιατί οι κανόνες τόνιζαν ότι έπρεπε να έχεις παπούτσια για να παίξεις.

Τρία από τα αγόρια της ομάδας ήταν αδέρφια. Ο μπαμπάς τους ήταν πωλητής. Κέρδιζε αρκετά καλά χρήματα σε σύγκριση με τους περισσότερους γονείς των παιδιών. Και επιτέλους συμφώνησε να αγοράσει ποδοσφαιρικά παπούτσια για όλα τα παιδιά, με δύο όρους. Ο πρώτος ήταν να είναι σοβαροί ακόμα και στην προπόνησή τους. Ο δεύτερος ήταν πως έπρεπε να αλλάξουν το παρατσούκλι σε κάτι πιο… όμορφο. Πήραν τα παπούτσια κι έγιναν… Amériquinha.

Άρχισαν να προπονούνται και στην αρχή, δεν είναι σίγουροι αν τους αρέσει να παίζουν με παπούτσια. Τα παπούτσια ήταν εξαιρετικά άβολα! Τα παιδιά αισθάνονται αδέξια. Νιώθουν περίεργα. Αλλά μπαίνουν στο τουρνουά ούτως ή άλλως, και αποδείχθηκε πως ήταν πραγματικά καλοί. Εφτασαν στον τελικό, στο μεγάλο στάδιο της πόλης, εκεί όπου αγωνιζόταν ο Ντοντίνιο. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν εκεί να τους παρακολουθήσουν.

Η ομάδα του Εντσον πήρε την κούπα, με τον ίδιο να κάνει απίθανα πράγματα, να αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ. Το πλήθος τον αποθέωσε με το παρατσούκλι που μισούσε. Ωστόσο, ο ίδιος σκέφτηκε πως τελικά το… «Πελέ» δεν ήταν τόσο κακό!

image

Η υπόσχεση στον πατέρα του

Υπάρχει μια ερώτηση που δεν μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια. Είναι κάτι που όλοι θέλουμε να πούμε, αλλά ποτέ δεν εκφράζεται με τις σωστές λέξεις. «Γιατί το ποδόσφαιρο μας φέρνει τόση χαρά;», «Από πού προέρχεται αυτό το συναίσθημα;», «Πώς αυτή η δραστηριότητα, το να βλέπεις ανθρώπους να παίζουν μια μπάλα με τα πόδια τους αγγίζει ένα τόσο βαθύ και ισχυρό ρεύμα ευτυχίας»; Η χαρά δεν είναι το μόνο πράγμα που μας φέρνει το ποδόσφαιρο. Δεν είναι το μόνο δυνατό συναίσθημα.

Υπάρχει και η απογοήτευση. Ο Θυμός. Η Συντροφικότητα, ίσως. Η Ανησυχία. Η Ελπίδα. Υπάρχει η δυστυχία. Όταν η Βραζιλία έχασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου ανδρών του 1950 – την πρώτη φορά που φιλοξένησε ποτέ το τουρνουά, ο Έντσον είδε τον πατέρα του να κλαίει για πρώτη φορά. Ο ίδιος ο Έντσον έκλαψε. Ξέσπασε σε λυγμούς.

Πήγε στο δωμάτιό του, όπου υπήρχε μια φωτογραφία του Ιησού στον τοίχο, και έκλαψε και ρώτησε τον Ιησού γιατί τιμωρήθηκε έτσι η Βραζιλία. Το ποδόσφαιρο προκαλεί πολλά έντονα συναισθήματα. Αλλά η χαρά είναι ο στόχος. Η χαρά είναι αυτό που χτίζει όλο το υπόλοιπο. Πάνω στις προσευχές και τα δάκρυα, ο Πελέ έδωσε μια υπόσχεση σε αυτόν, τον πατέρα του «Μια μέρα θα κερδίσω το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα».

image

Όταν ο Πελέ αντίκρισε πρώτη φορά τον Ατλαντικό!

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η ζωή δίνει στον Εντσον Αράντες ντο Νασιμέντο την πρώτη μεγάλη ευκαιρία. Η Μπαουρού τον παίρνει στην ομάδα Νέων και η μοίρα είναι έτοιμη να τον σημαδέψει. Ο πατέρας του έχει αποσυρθεί και η καημένη η Σελέστε καταλαβαίνει πως δεν θα απαλλαγεί ποτέ από το να έχει ένα μέλος της οικογένειας που παίζει ποδόσφαιρο για τη Μπαουρού. Πρώτα ο Ντοντίνιο, τώρα ο Έντσον. Εντσον; Μέχρι το 1953, σχεδόν κανείς δεν τον αποκαλεί με το πραγματικό του όνομα. Είναι ο Πελέ.

Στην ομάδα έχει προπονητή τον Βαλντεμπάρ ντε Μπρίτο, πρώην επιθετικό της εθνικής Βραζιλίας. Ο Πελέ οδηγεί τη Μπαουρού σε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα Νέων. Του προσφέρεται η ευκαιρία να παίξει σε μεγαλύτερη ομάδα στο Ρίο. Ο Ντοντίνιο πιστεύει ότι είναι μια μεγάλη ευκαιρία, αλλά η Σελέστε δε θέλει ούτε να ακούσει πως ο μικρός της γιος θα πάει μόνος του σε μια μεγάλη πόλη. Και εκτός αυτού, δεν θα είναι ποδοσφαιριστής. θα έχει σταθερή δουλειά. Θα είναι δάσκαλος.

Η διαφορά είναι πως έβγαζε λεφτά παίζοντας ποδόσφαιρο. Είχε μισθό από την ομάδα. Σε ένα σημαντικό τουρνουά, σκοράρει το νικητήριο γκολ και οι οπαδοί της ομάδας εισέβαλλαν στον αγωνιστικό χώρο και του πετούσαν κέρματα. Τότε, ήταν δείγμα ευγνωμοσύνης. Ηταν τόσο περήφανος που μπορούσε να πάρει όλα αυτά τα νομίσματα και να τα δώσει στη μητέρα του.

Το 1956, όταν ο Πελέ ήταν 15 ετών και ο Βαλντεμάρ ντε Μπρίτο τον πήγε για δοκιμή στη Σάντος. Ένα μεγάλο κλαμπ, αλλά όχι τόσο μακριά όσο το Ρίο. Η Σελέστε συμφώνησε και τον άφησε να φύγει.

To βράδυ πριν φύγει δεν κοιμήθηκε. Κοιτούσε ξανά και ξανά τα αυτοκόλλητα με τους παίκτες της ομάδας, ώστε να μπορέσει να τους γνωρίσει από κοντά. Θα ήταν τόσο καλός για να παίξει μαζί τους;

O Πελέ αντίκρισε τον Ατλαντικό ωκεανό. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του θάλασσα. Είχε ακούσει ότι το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό και αναρωτήθηκε αν είναι αλήθεια. Ο Πελέ ήταν το ίδιο ευφάνταστο, ελαφρώς αγχωτικό παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπαουρού. Πάντα στη ζωή του υπήρχε αυτός ο συνδυασμός διασκεδαστικής αταξίας και επίπονου άγχους. Ηθελε, να ξεφύγει με κάτι, αλλά επιθυμούσε επίσης να είναι καλός άνθρωπος, ενώ πίστευε στην τιμωρία αν δεν έκανε αυτό που έπρεπε.

Ηθελε να κλέψει μάνγκο, αλλά η κλοπή μάνγκο ήταν αμαρτία. Ηθελε να κολυμπήσει στο ποτάμι, αλλά τα ρεύματα μπορούσαν να τον πνίξουν. Ηθελε να αποφύγει τα μαθήματά του του και να παίξει στο κρησφύγετό του στη σπηλιά, αλλά αυτές πλημμυρίζουν και το έδαφος υποχωρεί. Ηθελε να πετάξει, αλλά η βαρύτητα μπορούσε να ήταν μοιραία, όπως συνέβη με τον πιλότο του ανεμόπτερου.

Επαιξε τον πρώτο του αγώνα για τους μεγάλους της Σάντος σε ηλικία 15 ετών, στις 7 Σεπτεμβρίου 1956. Πέτυχε ένα γκολ. Την επόμενη χρονιά, σε ηλικία 16 ετών, είναι βασικός και παίρνει τον τίτλο του πρώτου σκόρερ. Μόλις ένα χρόνο μετά την υπογραφή του πρώτου του επαγγελματικού συμβολαίου, κλήθηκε στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας.

Πέτυχε ένα γκολ στο πρώτο του παιχνίδι, και έγινε ο νεότερος παίκτης που σκόραρε ποτέ για τη Βραζιλία – ένα ρεκόρ που δεν άλλαξε ποτέ. Δεν ήταν αέρινος όπως ο Κρόιφ, ο Ροναλντίνιο. Ο Πελέ ήταν το αντίθετο. Ηταν σαν ένα γλυπτό φτιαγμένο από κάποιο σπάνιο στοιχείο – φαίνεται μικρό, αλλά όταν προσπαθείς να το σηκώσεις, ζυγίζει 600 κιλά. Είναι συμπαγής. Ο Πελέ σκόραρε σχεδόν σε κάθε παιχνίδι που έπαιζε όταν ήταν ακόμα, κυριολεκτικά, παιδί.

image

1958

Kι έφτασε η στιγμή της δόξας, η στιγμή για την οποία η μοίρα είχε αποφασίσει. Το 1958, σε ηλικία 17 ετών, ο Πελέ έπαιξε στο πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο. Δύο χρόνια νωρίτερα, κρατούσε αυτοκόλλητα για να δει πως είναι οι παίκτες της ομάδας. Δυο χρόνια νωρίτερα, είχε γονατίσει στην παραλία του Σάο Πάουλο για να δοκιμάσει το θαλασσινό νερό και να μάθει αν ήταν πραγματικά αλμυρό. Και το 1958 έφτασε η στιγμή που διέσχιζε τον ωκεανό για να παίξει κόντρα στους καλύτερους παίκτες του κόσμου.

Από πολλές απόψεις ήταν ακόμα το ίδιο παιδί. Οι ίδιοι εφιάλτες. Ο ίδιος φόβος για το σκοτάδι. Ηταν ενθουσιασμένος για το ταξίδι γιατί —για πρώτη φορά στη ζωή του— μπορούσε να πετάξει με αεροπλάνο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 διεξήχθη στη Σουηδία. Ηταν ένα μεγάλο ταξίδι.

Σταμάτησαν πρώτα στη Ρώμη για να παίξουν δύο φιλικά με ιταλικές ομάδες. Επιθυμία του Πελέ ήταν να πάει στο Βατικανό, όπου βρέθηκε στη Θεία Λειτουργία.

Πέταξε πάνω από τις Ελβετικές Άλπεις. Λάτρεψε αμέσως τη Σουηδία. Όλα ήταν τόσο καλά οργανωμένα. Το ξενοδοχείο ήταν τόσο άνετο – αυτή η μικρή νότα σχολαστικότητας του βγήκε και πάλι στην επιφάνεια. Όταν η ομάδα βγήκε για χορό, συνάντησε μια κοπέλα, την Ilena, με μπλε μάτια και ξανθά μαλλιά. Είχαν ένα μικρό ειδύλλιο… Το να είναι στο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν πολύ διασκεδαστικό.

Ενας τραυματισμός στο γόνατο τον ταλαιπωρούσε. Προσπαθούσε με μια επώδυνη θεραπεία που περιλάμβανε ζεστές πετσέτες να σώσει την κατάσταση. Αλλά ο γιατρός τον κράτησε εκτός του πρώτου αγώνα της Βραζιλίας, με την Αυστρία, και του δεύτερου αγώνα, με την Αγγλία.

Πριν από τον τρίτο αγώνα, κόντρα στην ΕΣΣΔ, κατάφερε να προπονηθεί. Ο Πελέ και ο σπουδαίος Γκαρίντσα, παίζουν και οι δύο με τους αναπληρωματικός στο διπλό και κάνουν απίθανα πράγματα.

Το τρίτο παιχνίδι ήταν απέναντι στους Σοβιετικούς και οι συνθέσεις έχουν το όνομα του Πελέ. Οι αντίπαλοι ήταν ένα από τα φαβορί του τουρνουά και όταν ο Πελέ βγήκε στο γήπεδο, σοκαρίστηκε από το πόσο μεγάλοι ήταν. Το εναρκτήριο σφύριγμα σηματοδοτεί αμέσως κι ένα απίθανο ρεκόρ, μιας και έγινε επίσημα ο νεότερος παίκτης που είχε παίξει ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο.

Η Βραζιλία επικράτησε 2-0 και ο Πελέ έδωσε μια ασίστ. Η νίκη έφερε τη Σελεσάο στα προημιτελικά. Αλλά ο Πελέ ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του γιατί ένα σουτ βρήκε στο δοκάρι, έχασε μερικές ευκαιρίες και θεώρησε ότι έπρεπε να είχε σκοράρει.

Στα προημιτελικά η Βραζιλία κέρδισε την Ουαλία με 1-0. Ο Πελέ πέτυχε το νικητήριο γκολ. Ηταν λιγότερο θυμωμένος με τον εαυτό του. Στα ημιτελικά, η Βραζιλία διέλυσε τη Γαλλία με 5-2 και ο Πελέ πέτυχε χατ τρικ. Πλέον, δεν ήταν θυμωμένος με κανέναν.

Βραζιλία εναντίον Σουηδίας στον τελικό. Στις 29 Ιουνίου 1958 ο κόσμος μάθαινε για το «διαμάντι» της Σελεσάο. Η μέρα πάντως δεν ήταν λαμπερή, αντίθετα, ήταν σκοτεινή, συννεφιασμένη. Ο Πελέ ήταν 17 ετών, 249 ημερών. Λίγο πριν τον αγώνα μια… μίνι κρίση ήρθε να προσθέσει άγχος στην ομάδα. Επειδή η Βραζιλία και η Σουηδία φορούσαν τα περίφημα κίτρινα, μιας από αυτές θα έπρεπε να αλλάξει χρώματα. Με λίγα λόγια, ήταν η Βραζιλία.

Τι χρώμα θα φορούσαν όμως; Κάποιος είπε λευκό. Οι παίκτες αντέδρασαν τρομοκρατημένοι επειδή η Βραζιλία φορούσε τα λευκά στο κρίσιμο ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950, τον οποίο έχασε από την Ουρουγουάη— αυτή ήταν η μέρα που ο Πελέ είδε τον πατέρα του να κλαίει με λυγμούς.

Η Βραζιλία δεν μπορούσε να φορέσει λευκά. Έτσι, ορισμένοι άνθρωποι της ομάδας βγήκαν έξω να αγοράσουν 22 μπλε μπλουζάκια και να ράψουν τα σήματα της Βραζιλίας. Τα κατάφεραν.

Κατά τη διάρκεια των ύμνων, ο Πελέ σκεφτόταν μόνο τον πατέρα του «Δεν πρόκειται να τον απογοητεύσω». Έναρξη. Η Σουηδία σκόραρε σχεδόν αμέσως, με τον Λίντχολμ. Πέντε λεπτά αργότερα, η Βραζιλία με τον Βαβά έφερε το ματς στα ίσα. Ξανά ο Βαβά και 2-1 η Σελεσάο στο ημίχρονο.

Στο 55’ ο Πελέ βρέθηκε στο σημείο του πέναλτι, στενά μαρκαρισμένος, ωστόσο υποδέχθηκε τρομερά την πάσα του Σάντος, κοντρόλαρε με το στήθος, άφησε τη μπάλα να χτυπήσει μια φορά κάτω και με απίθανο τελείωμα πέτυχε το 3-1. Είναι αυτό που λέμε, πως το ποδόσφαιρο μπορεί να σε κάνει πολύ χαρούμενο και ο Πελέ είναι αυτός που έχει προσφέρει την περισσότερη χαρά. Και τι δεν είδαν οι ποδοσφαιρόφιλοι από τον Πελέ;

Ηταν χαρισματικός, λάτρευε να οργανώνει ληστείες φιστικιών. Του άρεσε να το σκάει κρυφά από το σχολείο. Του άρεσε να κάνει πάντα τη διασκεδαστική επιλογή. Αλλά είχε και αυτή την πλευρά που φόβου μήπως κάνει λάθος. Φόβος μην πληγωθεί ή τιμωρηθεί. Ε, λοιπόν στη Σουηδία τα έκανε όλα τέλεια.

image

Βίωσε το παιχνίδι, όπως κανένας άλλος!

Ενας από τους λόγους που ο Πελέ χαιρόταν τόσο πολύ είναι ότι βίωσε το παιχνίδι ως ένα μέρος όπου μπορούσε να εκφράσει την αληθινή του φύση χωρίς φόβο. Αυτή η επιθυμία του αντανακλούσε στον κόσμο και ανταποκρινόταν σε αυτή κάθε φορά που έβαζε γκολ.

Κακά τα ψέματα, δέχθηκε έντονη κριτική πως υπήρξε άνθρωπος του συστήματος, πως αγαπούσε τα ρήματα πάρα πολύ. Αλλα πρέπει να καταλάβουμε όλοι πως ήταν… προγραμματισμένος. Θυμηθείτε πως μεγάλωσε. Ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε χωρίς τίποτα σε ένα σπίτι όπου το νερό έμπαινε από τη στέγη όταν έβρεχε. Ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε με έναν μπαμπά που αγαπούσε το ποδόσφαιρο και μια μαμά που πίστευε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει μια σταθερή ζωή. Ξυπόλητος, με πουκάμισο από λινάτσα…

Ήταν τόσο περήφανος την ημέρα που οι οπαδοί της Μπαουρού του πέταξαν κέρματα επειδή μπορούσε να πάρει αυτά τα χρήματα στο σπίτι στη μητέρα του. Πως περίμενε λοιπόν ο κόσμος αυτό το παιδί να έχει την ίδια στάση απέναντι στα χρήματα και την ακεραιότητα που έχουν άλλοι; Σκόραρε ξανά στον τελικό, διαμόρφωσε το 5-2 και ο 17χρονος Πελέ έκανε τον πατέρα του τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου. Στο τελευταίο σφύριγμα, εκεί που όλα είχαν τελειώσει, ο Πελέ λιποθύμησε μπροστά στο τέρμα. Πόση χαρά να αντέξει ο μικρός… Ο Γκαρίντσα έτρεξε, του σήκωσε τα πόδια για να υπάρξει καλύτερη κυκλοφορία του αίματος. Όταν ξύπνησε, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι πως θέλει να μιλήσει στους γονείς του. «Πρέπει να το πω στον πατέρα μου. Πρέπει να το πω στον πατέρα μου» ψέλλιζε…

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Πελέ κατέκτησε συνολικά τρία Μουντιάλ. Ο Πελέ έγινε, ο πιο διάσημος άνθρωπος στον πλανήτη. Ο Πελέ έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος αθλητής στον κόσμο, αλλά και ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που γνωρίζουν και αγαπούν άνθρωποι που δεν έχουν δει ούτε δευτερόλεπτο ποδόσφαιρο στη ζωή τους.

Αλλά το σύγχρονο παιχνίδι ποδοσφαίρου είναι φτιαγμένο στην εικόνα του. Και η ιστορία της αρχής του Πελέ είναι, από πολλές απόψεις, η ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου και του παιχνιδιού όπως το ξέρουμε.

Η Εθνική Βραζιλίας ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι έπεφταν στα γόνατα για να φιλήσουν το έδαφος όπου περπάτησε. Ο ίδιος δεν έπαιξε ποτέ στην Ευρώπη. Πολλοί μεγάλοι σύλλογοι προσπάθησαν να τον αποκτήσουν, αλλά η Βραζιλία ψήφισε νόμο που τον ανακήρυξε εθνικό θησαυρό, ώστε να τον εμποδίσει να φύγει. Αποσύρθηκε το 1977 μετά από μια θητεία με τη Νιου Γιορκ Κόσμος.

Το τέλος μιας μυθικής καριέρας τον έκανε πιο άνετο, άρχισε να εφησυχάζει, έγινε πολύ φιλικός με τον Σεπ Μπλάτερ, άρχισε να αποκαλεί τον εαυτό του Μπετόβεν του ποδοσφαίρου. Δεν είχε άδικο…

Από εδώ και στο εξής, όταν παρακολουθείτε ένα μεγάλο ματς, αφιερώστε μια στιγμή για να υπενθυμίσετε στον εαυτό σας, πως ένα μικρό αγόρι που πήρε το όνομά του από τον Τόμας Έντισον, έπαιζε ξυπόλυτο στο δρόμο με τους φίλους του, κλωτσούσε μια μπάλα από κουρέλια, αποφάσισε να πάει να δει έναν νεκρό, έκανε το ποδόσφαιρο το λαοφιλέστερο άθλημα στον πλανήτη.

Σκεφτείτε τον με τα χέρια του ακουμπισμένα στο βρώμικο τζάμι έξω από το παράθυρο του νεκροτομείου ή φανταστείτε τον στην παραλία, να βλέπει τον ωκεανό για πρώτη φορά. Ο Βασιλιάς ήρθε στη Γη ξυπόλητος, με μια λινάτσα για πουκάμισο, έζησε το όνειρο και πέρασε για πάντα στην αιωνιότητα. Καλό ταξίδι Εντσον…

Πηγή: Gazzetta