Του Μιχάλη Τσόχου
Εχουν περάσει περίπου έξι μήνες από εκείνο το βράδυ (ξημέρωμα σχεδόν έφτασε όταν τελειώσαμε) που στο τηλέφωνο ο Θοδωρής Ζαγοράκης μου έλεγε ότι θα κατέβει για υποψήφιος πρόεδρος στη ΕΠΟ.
Θυμάμαι στο άκουσμα της πρόθεσής του να του λέω μόνο ένα πράγμα. «Γιατί;». Μία συζήτηση σχεδόν τριών ωρών που άκουγα από τον icon του 2004 να μου λέει «αν δεν τα καταφέρω κι εγώ τότε ποιος;» και εμένα να μην βρίσκω ούτε μία στις 100 πιθανότητες να τα καταφέρει…
Ρωτούσα θυμάμαι: «Θοδωρή θα μπορείς να επιλέξεις εσύ τέσσερις, πέντε ανθρώπους για το διοικητικό συμβούλιο, θα μπορείς να έχεις δίπλα σου, ένα δύο τρία παιδιά που εμπιστεύεσαι εσύ, είτε από την ομάδα του Euro, είτε τεχνοκράτες που θα έχετε από κοινού τη δύναμη να αποφασίζετε;»
Πίστευε πως θα μπορούσε, το επιχείρησε, αλλά ούτε να το ακούσουν δεν θέλησαν.
«Θοδωρή θα μπορείς να βάλεις στη θέση του CEO έναν τεχνοκράτη που θα τρέξει ένα σωρό ζητήματα που δεν μπορείς εσύ;»
Το δοκίμασε, αλλά δεν τον άφησαν…
«Θοδωρή έχεις τις εγγυήσεις ότι θα μπορέσεις να ασχοληθείς με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο που τόσο πολύ το θες, χωρίς να πρέπει να παίρνεις την έγκριση από τον κάθε βλαχοπρόεδρο και τον κάθε σύμβουλο;»
Νομίζω την ξέρετε την απάντηση και σε αυτό το ερώτημα…
Ο Θοδωρής έχει και τα στραβά του, αλλά έχει και τα πολλά καλά του, ειδικά όταν μιλάμε για το ποδόσφαιρο και πως το βλέπει. Ο Θοδωρής ήθελε Κύπελλο Ελλάδας σαν αυτό της Αγγλίας και υποχρέωση από τα κανάλια έστω και συμβολικά να δείχνουν ματς και από το τελευταίο χωριό, όταν ξεκινά η διοργάνωση.
Ο Θοδωρής πίεσε αφόρητα, Υπουργούς, παράγοντες, να φύγει η διαιτησία από την ΕΠΟ, να μην έχει καμία εμπλοκή με την ομοσπονδία. «Να πάει στη Σούπερ Λιγκ ρε φιλαράκι. Δικό τους πρόβλημα είναι, ας το λύσουν αυτοί, τι αφορά την Ομοσπονδία ο δικός τους πόλεμος…» μου έλεγε.
Ο Θοδωρής πάλεψε και κατάφερε με τα χίλια ζόρια να γίνει εντελώς ανεξάρτητη από την ΕΠΟ η αθλητική δικαιοσύνη. Να μην ορίζει η ίδια τους δικαστές, να μην έχει καμία σχέση με αυτούς, τον διορισμό τους, την επιλογή τους, τις αποφάσεις τους. Και παρά ταύτα τη λέζα για το -6 του Αρη αυτός την έφαγε…
Ο Θοδωρής Ζαγοράκης με τα στραβά του και τα καλά του, άντεξε 165 ημέρες. Ούτε ώρα παραπάνω. Τώρα πολλοί είναι αυτοί που ελπίζουν ότι θα βγει και θα μιλήσει, θα εξηγήσει, θα αποκαλύψει. Θα έπρεπε να το κάνει αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν θα το κάνει, όχι μόνο γιατί σπάνια μιλάει, αλλά γιατί θα σεβαστεί αυτούς τους ελάχιστους που τον βοήθησαν σε αυτή την προσπάθεια. Θα αρκεστεί σε αυτά τα ολίγα που μας έγραψε στην ανακοίνωση της παραίτησής του, αλλά νομίζω είναι και αυτά ενδεικτικά.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αντέχει τον Θοδωρή και κανέναν Θοδωρή. Το ελληνικό ποδόσφαιρο αντέχει μόνο ρουφιάνους, υπαλλήλους που θα λένε πάντα και σε όλα «ναι». Δεν ξέρω πότε αυτό θα αλλάξει, δεν ξέρω αν θα αλλάξει. Δεν ξέρω κι’ αν ο Θοδωρής Ζαγοράκης ήταν ο καταλληλότερος για αυτή τη θέση, ίσως και όχι, ξέρω όμως ότι ήταν ο πιο κατάλληλος από όλους όσοι εμφανίστηκαν όσα χρόνια θυμάμαι. Και όλοι όσοι διαφωνείτε, θα δείτε τι θα ακολουθήσει, θα δείτε τον επόμενο και τον μεθεπόμενο πρόεδρο και θα διαπιστώσετε τι εννοώ;
Οι παίκτες ψήφισαν Φαν’τ Σχιπ
Οσο για την Εθνική ομάδα, νομίζω ότι οι αναλύσεις και οι συγκρίσεις ανάμεσα στα ματς με Κόσοβο και Σουηδία περισσεύουν. Αν πιστεύει κανείς ότι παίξαμε καλύτερο ποδόσφαιρο κόντρα στην Σουηδία και πήραμε τη νίκη, επειδή τρίτος στόπερ ήταν ο Χατζηδιάκος και όχι ο Γιαννούλης σηκώνω τα χέρια ψηλά. Αλλωστε το πρόβλημα δεν ήταν στην άμυνα. Με την Σουηδία η Εθνική αμύνθηκε λιγότερο αποτελεσματικά. Και γκολ δεχτήκαμε και καθαρές ευκαιρίες για γκολ (δύο δοκάρια και χαμένα τετ α τετ) μας έκαναν οι Σουηδοί και σημαντικές επεμβάσεις χρειάστηκε να κάνει ο Βλαχοδήμος, ο οποίος κόντρα στο Κόσοβο ήταν σχεδόν θεατής.
Το σύστημα ήταν ακριβώς το ίδιο και στα δύο ματς, τα πρόσωπα επίσης, οι επιλογές του ομοσπονδιακού τεχνικού πανομοιότυπες, ο τρόπος ανάπτυξης καρμπόν. Το μόνο που άλλαξε ήταν η διάθεση, το πάθος, η ενέργεια που έβγαλαν στο χόρτο οι ποδοσφαιριστές. Και επειδή δεν πιστεύω ότι κάποιος μπορεί να νομίζει ότι οι παίκτες δεν είχαν διάθεση να νικήσουν το Κόσοβο, αλλά είχαν για να το κάνουν με την Σουηδία, για εμένα η μεταμόρφωση οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ελληνες διεθνείς αντιλήφθηκαν ότι ο Φαν’τ Σχιπ παίζει το τελευταίο του χαρτί. Οι παίκτες θέλησαν να τον κρατήσουν, διότι τον εμπιστεύονται, τον εκτιμούν και έπαιξαν και για αυτόν, ή ακόμη κι’ αν προτιμάτε πρωτίστως για αυτόν. Δεν φάνηκε μόνο στις προσπάθειές τους, αλλά και στους πανηγυρισμούς τους, και στο ξέσπασμά τους στο 2-0, όταν πήγαν όλοι σε αυτόν. Φάνηκε όμως και στις δηλώσεις τους…
Μαγκιά τους, αρκεί στην Γεωργία να το θυμηθούν ξανά. Να βγάλουν το ίδιο πάθος, την ίδια ένταση, την ίδια ενέργεια, την ίδια διάθεση για νίκη.
Πηγή: Gazzetta