Επιλογή Σελίδας



Έχετε ομαδάρα, σας θαύμασα, αν και δεν το είδα το ματς…»

Ο Νίκος Παπαδογιάννης θυμάται μία σχεδόν πριβέ συνάντηση με τον Μάικλ Τζόρνταν, πριν από 13 χρόνια στο Μιλάνο.

Το βλέμμα με τους μαγνήτες

Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, ποντάρω ότι, από όλους τους περιώνυμους, επιφανείς και λαοπρόβλητους αθλητικούς συντάκτες της γενιάς μου, έχω μάλλον τις λιγότερες συμμετοχές σε γραφεία Τύπου, πτήσεις τσάρτερ, διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχεία, βραβεύσεις, παρασημοφορήσεις και διαφημιστικά ταξίδια.

Αυτό δεν είναι κακό. Αντιθέτως, το φέρω ως γαλόνι και τίτλο τιμής. Ο καθένας γράφει την ιστορία του και ορισμένοι τη γράφουν με πιο καθαρά γράμματα από άλλους.

Μου αρκεί η έξωθεν καλή μαρτυρία της πιάτσας, των δασκάλων μου, των (καλών) συναδέλφων μου και όσων φιλάθλων αρνούνται τα έγχρωμα γυαλιά.

Και αν κάποιος γλοιώδης οσφυοκάμπτης τολμήσει να ισχυριστεί ποτέ ότι του ζήτησα ή μου έδωσε χαρτζιλίκι, οποιασδήποτε μορφής, οποιασδήποτε γλίτσας γλοιώδης, θα το θεωρήσω κομπλιμέντο και παράσημο.

Όταν σε λοιδορεί σκάρτος, είναι σαν να επαινεί καλός.

Ουφ, τον είπα τον καημό μου και ξεθύμανα. Είμαι βέβαιος ότι κάτι διαφορετικό ξεκινούσα να γράψω σε αυτό το εδάφιο, αλλά συγχύστηκα και το ξέχασα.

A, ναι, ο Τζόρνταν. Όχι κάποιος φέικ Τζόρνταν της ψωροκώσταινας ή των αρειμάνιων Μπαλκανίων, αλλά ο πραγματικός Τζόρνταν.

Εκείνη την πρόσκληση, τη σπάνια και ουρανοκατέβατη, την αποδέχθηκα δίχως δισταγμούς και περιστροφές. Αφορούσε άλλωστε επαγγελματικό ταξίδι και όχι τουρισμό στο Ντουόμο ή ψώνια στη Βία Βιτόριο Εμανουέλε.

Επίσης, έφερε στο υστερόγραφό της ένα δέλεαρ που δεν γεννήθηκε μπασκετάνθρωπος ικανός να το περιφρονήσει. Συνάντηση με τον Μάικλ Τζόρνταν. Τον αληθινό. Την αυτού μεγαλειότητα.

Ήταν κάτι σαν ευρωπαϊκό AllStar Game νεότητας, μέσα στο κατακαλόκαιρο, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Θα έπαιζε και ένας Έλληνας, ο Ζήσης Σαρικόπουλος, αλλά ούτε αυτό είχε σημασία.

Η εμποροπανήγυρις έφερε τη σφραγίδα εταιρίας αθλητικών ειδών, αυτής που φαντάζεστε, αλλά δεν είχε την παραμικρή σημασία. Μου χάρισαν ένα ζευγάρι παπούτσια τα οποία πάσαρα με περίτεχνη ασίστ σε ένα Ιταλόπουλο που έλαμψε από χαρά, αλλά δεν είχε σημασία.

«Μετά το τέλος του αγώνα, θα έχετε 20 λεπτά στην αίθουσα συνεντεύξεων, με τον Μάικλ Τζόρνταν και ολιγομελή ομάδα ξένων δημοσιογράφων», έγραφε το ραβασάκι που μου έδωσαν οι Ιταλοί στο ημίχρονο.

Αυτό ναι, είχε σημασία. Τεράστια σημασία.

Θα πήγαινα και με δικά μου έξοδα στο απαίσιο Μιλάνο, για αυτό το εικοσάλεπτο. Και περπατώντας, στην ανάγκη. Ιδίως αν φορούσα και καινούρια αθλητικά παπούτσια.

Η γιορτή γινόταν σε ένα μικρό γυμναστήριο πίσω από το Σαν Σίρο και το δωμάτιο των συνεντεύξεων ήταν ένα μικροσκοπικό ανήλιαγο καμαράκι, φτυστό με την αίθουσα Τύπου του Σπόρτιγκ, αλλά χωρίς τα τρόπαια.

Ήμασταν, πράγματι, δεκαπέντε νοματαίοι, από διάφορα μήκη και πλάτη της Ευρώπης. Δεν χωρούσαν περισσότεροι.

«Its so hot», παραπονέθηκε ο γηραιός Ισραηλινός συνάδελφος Νόα Κλίγκερ, που καθόταν δίπλα μου, και ανασήκωσε το μανίκι για να φανεί το τατουάζ από το Άουσβιτς. «……..», απάντησα, εύγλωττα.

Καθόμασταν στη δεύτερη σειρά, πίσω από έναν Πολωνό κύκλωπα που μύριζε μπύρα δύο ημερών και ρούχα τριών. Εγώ φορούσα τα κυριακάτικά μου. Δεν συμβαίνει δα κάθε μέρα, να σε κάνει δεκτό στην αυλή του ο βασιλεύς των βασιλέων.

Όταν μπήκε στο δωμάτιο ο Τζόρνταν, στολισμένος με το χαμόγελο του ανθρώπου που περνάει όλη του τη ζωή περικυκλωμένος από κόσμο και παίζει τα πλήθη στα δάχτυλα, το κινητό μου ξέφυγε από τα χέρια, διέσχισε μία εναέρια τροχιά πάνω από τα κεφάλια των άλλων αποσβολωμένων και κόλλησε στο μέτωπο της αυτού αερικότητος.

Το υποψιαζόμουν ότι εκπέμπει ζωώδη μαγνητισμό, ο Μιχαλάκης, αλλά αυτό πια καταντούσε γελοίο.

Το ατύχημα δεν ενόχλησε ούτε εμένα ούτε εκείνον. Αφ’ ενός, ο Τζόρνταν είναι άτρωτος. Αφ’ ετέρου, δεν χρειαζόμουν τηλέφωνο και μάλιστα αρχαίας τεχνολογίας για να απαθανατίσω τη συνύπαρξή μας.

Είχα κουβαλήσει μαζί μου φωτογραφική μηχανή, κάμερα χειρός και μία πρωτοποριακή μέθοδο με παραμορφωτικά καθρεφτάκια, που υποσχόταν να με μεταφέρει εικονικά στο πλευρό του.

Άφησα λοιπόν τον ματρακά κολλημένο στο κούτελο του Τζόρνταν μέχρι να κοπάσουν τα μαγνητικά κύματα και άρχισα να μετράω τις γωνίες, για να βγάλω αυτό που δέκα χρόνια αργότερα η διεθνής κοινότητα, της σαχλαμάρας, θα ονόμαζε «σέλφι».

Θα πρέπει να σας υπενθυμίσω, ότι στα μέσα της δεκαετίας των μηδενικών δεν είχε ακόμη εφευρεθεί το έξυπνο κινητό με τις διαστημικές κάμερες και τις ανακούρκουδες λήψεις.

Για να βγάλει κάποιος σέλφι, με ερασιτεχνική  φωτογραφική μηχανή όπως αυτή που είχα αγοράσει μερικούς μήνες νωρίτερα στο Τόκυο (όπου οι υπάλληλοι γελούσαν ασταμάτητα επί 40 λεπτά όταν τόλμησα να ρωτήσω εάν πουλούσαν ακόμη αναλογικές), έπρεπε να απλώσει το χέρι προς τα πίσω όσο γινόταν περισσότερο, να γυρίσει μεταβολή, να ρυθμίσει το φόκους με προσευχές και να συνθέσει καλλιτεχνικό κάδρο, χωρίς να κόψει το κεφάλι τού από πίσω ή το δικό του.

Δηλαδή, σχεδόν στην τύχη.

Όταν μάλιστα ο από πίσω βρίσκεται σε βάθος 6-7 μέτρων και δεν έχει την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά, σηκώνει και η τύχη τα χέρια ψηλά. «Είπαμε, είμαι τυφλή και θεά, αλλά αυτό που μου ζητάτε πάει πολύ».

Προσθέστε στην εξίσωση του Μιλάνου τον κακό φωτισμό της αίθουσας, την απαγόρευση των φωτογραφήσεων, τα περιφρονητικά βλέμματα των συναδέλφων που κατάλαβαν αυτοστιγμή τι σκάρωνα, το περιφρονητικό βλέμμα του Τζόρνταν που κατάλαβε αυτοστιγμή τι σκάρωνα, το τρεμάμενο εξαιτίας του μαγνητικού πεδίου χέρι μου και τον ουχί ευκαταφρόνητο όγκο του Πολωνού μέθυσου και θα καταλάβετε για ποιον λόγο εγκατέλειψα την προσπάθεια.

Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα αερικότης. Δεν ήταν γραφτό της μοίρας, να αποκτήσω φωτογραφικό ενθύμιο του συγχρωτισμού μου με το υπέρτατο ον της καλαθοσφαίρισης. Ούτε της κάμερας ήταν γραφτό.

Όσο για τα καθρεφτάκια, αντί να φέρουν εμένα στο πλευρό του Τζόρνταν απαθανάτισαν μία Ιταλίδα ταξιθέτρια να φτιάχνει το τσουλούφι της και δίπλα της τον Πολωνό, να περιδρομιάζει στα μουλωχτά ένα λουκάνικο.

Κατόρθωσα, τουλάχιστον, να ανοίξω διάλογο μαζί του. Με τον Τζόρνταν, όχι με τον Πολωνό. Αυτό δεν υπήρχε πιθανότητα να το διαπραγματευτώ.

Μόλις με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα, μου μούδιασε την ύπαρξη. Ένιωσα σαν ταπετσαρία, όπως ο Μπράιον Ράσελ ή ο Κρεγκ Ίλο πριν από καλάθι που κρίνει τίτλο στο ΝΒΑ.

Έπειτα, εκείνος χαμογέλασε γοητευτικά και με έκανε να αισθανθώ σαν τη Χουανίτα Τζόρνταν, αλλά πριν το διαζύγιο.

Η ερώτησή μου, σχετική με τον θρίαμβο της Εθνικής Ελλάδας επί των ΗΠΑ, μερικούς μήνες νωρίτερα στο Τόκυο (τη μέρα που αγόρασα τη φωτογραφική μηχανή από κατάστημα της Ακιχάμπαρα), βρήκε τον αποδέκτη σαν έτοιμο από καιρό.

Στο μυαλό κυρίαρχων αρσενικών όπως εκείνο που καθόταν απέναντί μου, πίσω από το κοκκινωπό κρανίο του Πολωνού, τέτοιου είδους συζητήσεις έχουν πάντοτε τον ίδιο, βουβό παρονομαστή: «Εάν ήμουν εγώ στην ομάδα, φίλε μου, σιγά που θα χάναμε από τα πατριωτάκια σου».

Ο Τζόρνταν ίσιωσε το υπέρκομψο γκρι μάο πουκάμισο των 1500 δολαρίων, έγειρε το κεφάλι ώστε να αστράψει το διαμαντένιο σκουλαρίκι του και μου χάρισε μία μεστή, πεντάλεπτη ανάλυση όσων έγιναν στη Σαϊτάμα.

«Μια ομάδα πρέπει να βρίσκει τρόπο να παίρνει το μάξιμουμ από το ατομικό ταλέντο των παικτών της», «είναι ασυγχώρητο να υποτιμάς τον αντίπαλο», «η Ελλάδα μας δίδαξε ότι όλα είναι πιθανά όταν έχεις σχέδιο και αυτοπεποίθηση» και τα τοιαύτα.

Μουσική, στα αυτιά του δημοσιογράφου.

Κατόπιν παραδέχθηκε ότι δεν είχε δει το ματς, αλλά αυτό ήταν ασήμαντη λεπτομέρεια. Ο λόγος του Τζόρνταν είναι θέσφατο, με ανοιχτή ή με κλειστή τηλεόραση.

Εάν το επιθυμούσε διακαώς, διέθετε το ειδικό βάρος για να διατάξει ακόμα και επανάληψη του αγώνα, ώστε να παίξει ο ίδιος, στα 43 του, και να τα λιανίσει, τα πατριωτάκια μου.

Έγραψα χαρτί και καλαμάρι το αποκλειστικό ρεπορτάζ στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και λίγες μέρες αργότερα το είδα να αναδημοσιεύεται σε άλλο Μέσο, με άλλα λόγια, με άλλο όνομα, με άλλα αντ’ άλλων.

«Συναντήσαμε τον Τζόρνταν στο Μιλάνο και μας μίλησε για τον θρίαμβο της Εθνικής επί των ΗΠΑ», ψευδόταν ανερυθρίαστα ο συνάδελφος. Αλλά ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος που ταξίδεψε στο Μιλάνο ήταν η  αφεντομουτσουνάρα μου.

Ποιος μου φταίει, που δεν είχα φωτογραφικά πειστήρια; Την επόμενη φορά, θα φέρω μαζί μου προσωπικό φωτογράφο και εικονολήπτη.

Και μια πιατέλα κοψίδια, για να δωροδοκήσω τον Πολωνό και να καθίσω εγώ πρώτο τραπέζι πίστα.

  • To παραπάνω κείμενο είναι από το βιβλίο μου «Ο Νίκος Λείπει», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books. Μπορείτε να το βρείτε εδώ ή, από Δευτέρα, στα βιβλιοπωλεία.

πηγή: gazzetta.gr