Του Νίκου Παπαδογιάννη
Βιολογικά, ο Γιάννης Διακογιάννης είχε την ηλικία του Μουντιάλ: γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1931, πέντε μήνες και μία εβδομάδα μετά τον τελικό του Μοντεβίδεο, όπου η οικοδέσποινα Ουρουγουάη κατέκτησε στο «Σεντενάριο» τον πρώτο παγκόσμιο τίτλο. Παρά ένα εξάμηνο, δηλαδή, ο κύριος Γιάννης θα είχε ζήσει όλα τα Μουντιάλ της Ιστορίας, μαζί και αυτό που θα τελειώσει λίγες ώρες μετά το κατευόδιό του.
Δημοσιογραφικά, ο Γιάννης Διακογιάννης είχε την ηλικία της ελληνικής τηλεόρασης : ετών 56 και κάτι. Όπως διαβάζω στο μνημειώδες βιβλίο του πρώτου διευθυντή προγράμματος Γιώργου Κάρτερ, ο εκλιπών ήταν ο ένας από τους έξι παρουσιαστές ειδήσεων στο παρθενικό πρόγραμμα της …τότε ΕΡΤ, που αρχικά εξέπεμψε ως Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας: Φρέντυ Γερμανός, Δημοσθένης Μαρκίδης, Ιάσων Μοσχοβίτης, Βασίλης Παπαθανασόπουλος, Κώστας Σισμάνης, Γιάννης Διακογιάννης. Μαζί τους δούλεψαν περίπου 30 άνθρωποι, ενώ σε μία φωτογραφία διακρίνω και τον αγλαό Αλέξη Κωστάλα.
Το πρώτο «καλησπέρα» της Ελένης Κυπραίου ακούστηκε στις 6 το απόγευμα της 23ης Φεβρουαρίου 1966 και φυσικά οι δέκτες στην Ελλάδα ήταν ελάχιστοι (1200-1500, σύμφωνα με υπολογισμούς της εποχής). Το πρόγραμμα της πρώτης βραδιάς ήταν το εξής:
18.30: Διεθνή επίκαιρα
18.45: Για σας, κυρία μου
19.00: Αυστραλία (ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ)
19.25: Ο Άγγλος γλύπτης Χένρι Μουρ
19.55: Παίζει η ορχήστρα του Ανρύ Λεκά
20.15: «Ο κλέφτης», βραζιλιάνικη ταινία μικρού μήκος
20.30: Τέλος προγράμματος
Το ίδιο καλοκαίρι ο κύριος Γιάννης περιέγραψε 11-12 αγώνες από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας, σε μαγνητοσκοπημένες μεταδόσεις από μπομπίνες του BBC, που έρχονταν χέρι με χέρι από το αεροδρόμιο, ενώ η εκπομπή που αργότερα μετονομάστηκε σε «Αθλητική Κυριακή» πρωτοβγήκε στον αέρα τον χειμώνα του 1966-67. Ουσιαστικά, η βουτιά της ΕΙΡ(Τ) στα βαθιά νερά έγινε το 1969, όταν μέσω της «Ευρωβιζιόν» έκανε την παραγωγή του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στίβου, από το Στάδιο Καραϊσκάκη. Ο Γιάννης Διακογιάννης αγαπούσε πολύ τον στίβο και τον θεωρούσε βασιλιά των σπορ, πολύ περισσότερο από το ποδόσφαιρο.
Στις 17 Νοεμβρίου 1976, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή να μεταδοθεί ένας ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ Ιταλίας-Αγγλίας, προκριματικά του Μουντιάλ του 1978, στις 4.30 το απόγευμα, την ώρα της πορείας για την τρίτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Η κίνηση θεωρήθηκε προκλητική για το πολιτικό κλίμα της εποχής και ο πρώτος που αντέδρασε ήταν ο διευθυντής προγράμματος, και σκηνοθέτης, Ροβήρος Μανθούλης. «Εάν περιγράψεις αυτόν τον αγώνα, θα αμαυρώσεις το όνομά σου», είπε στον Διακογιάννη.
Ο κύριος Γιάννης συμφώνησε αμέσως και ζήτησε εξαίρεση από τη διοίκηση της ΕΙΡΤ «για λόγους επαγγελματικούς», όπως είπε. Την περιγραφή χρεώθηκε ο Γιάννης Συνοδινός. «Αρχικά είχα δεχθεί, χωρίς να σκεφτώ τι μέρα ήταν ο αγώνας. Τώρα εξαφανίζομαι και το απόγιομα θα είμαι στην πορεία», είπε ο Διακογιάννης στον Γιώργο Κάρτερ. Ο αγώνας μεταδόθηκε κανονικά «για να ικανοποιηθούν οι φίλαθλοι τηλεθεατές». Οι εφημερίδες το χαρακτήρισαν μέγιστη ασέβεια στη μνήμη των νεκρών του Πολυτεχνείου, αφού οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές. Ο Γιάννης Διακογιάννης δεν ήταν καν αριστερός.
Πρωτογνώρισα τον Γιάννη Διακογιάννη την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 1997 στο στούντιο του Σπορ FM, όπου κατηφορίσαμε μαζί με τον Μιχάλη Τσόχο για να συνοδεύσουμε με εξ αποστάσεως αφιέρωμα την ιστορική συναυλία που το ίδιο βράδυ έδιναν οι U2 στη Θεσσαλονίκη. Από το ξεκίνημα κιόλας του σταθμού, ο Διακογιάννης είχε ωριαία εκπομπή τα απογεύματα της Παρασκευής (6-7 μ.μ.), όπου δεν μιλούσε για αθλητισμό, παρά μόνο για τραγούδι. Κυρίως γαλλικό, αλλά όχι μόνο. Τους δίσκους, βινυλίου φυσικά, τους έφερνε ο ίδιος από το σπίτι του. Και δεν μιλούσε ποτέ «πάνω» στο τραγούδι. Εκείνη τη μέρα είχε, θυμάμαι, αφιέρωμα στον αγαπημένο του Ζιλμπέρ Μπεκό, που ακόμη ζούσε.
Μπαίνοντας στο στούντιο για να τον καλησπερίσω και να τον χαιρετήσω με τρεμάμενο χέρι περίμενα να τον δω σκυμμένο πάνω από ένα βουνό σημειώσεων. Αλλιώς που τις ήξερε αυτές τις απίθανες λεπτομέρειες που έλεγε –με εκείνη την εμβληματική βελούδινη φωνή- για τα τραγούδια, τους ερμηνευτές, τους συνθέτες, τους στιχουργούς, και τις δεκαετίες που προηγήθηκαν;
Και όμως, όχι. Δεν είχε μπροστά του ούτε ένα χαρτί! Σας ορκίζομαι, ούτε ένα! Τα ήξερε όλα απ’ έξω και ανακατωτά και απνευστί! Όχι για τον Πελέ και τον Μαραντόνα και τον Ζιντάν, αλλά για τον Ζιλμπέρ Μπεκό, τον Σαρλ Αζναβούρ, την Πιαφ, τον Μισέλ Σαρντού και τους άλλους ημίθεους του γαλλικού σανσόν. Ο Γιάννης Διακογιάννης είχε βαθύτατη κουλτούρα, γαλατική ευγένεια κληροδοτημένη από τη Γαλλίδα μητέρα του και μία ευγένεια που έβγαινε από τα έγκατα της ύπαρξής του. «Ζαννώ» ήταν το παρατσούκλι του. Εγώ τον έλεγα «κύριο Γιάννη».
Μου τηλεφωνούσε συχνά, στο γραφείο μου στην Ελευθεροτυπία, τον καιρό που έκανα περιγραφές ποδοσφαιρικών αγώνων της Nova. Συνήθως για καλοπροαίρετες παρατηρήσεις και για κουβεντολόι σχετικά με την προφορά των ξένων ονομάτων. Ποτέ δεν καταλήξαμε, αν το σωστό είναι «Μπερμπάτοφ» ή «Μπέρμπατοφ».
Για να δανειστώ μία κουβέντα του φίλου Δημήτρη Καρύδα: ντρεπόμουν να του πω ότι έκανα την ίδια δουλειά με εκείνον.
Την ίδια περίπου εποχή, ο Γιάννης Διακογιάννης ταξίδευε συχνά με την ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού, προσκεκλημένος του Παύλου Γιαννακόπουλου. Ήταν ο ίδιος «πράσινος», αλλά σε πολύ ήπιους τόνους και ασφαλώς αποστασιοποιημένος από το οπαδιλίκι. Μοιραστήκαμε άφθονη κουβέντα για το μπάσκετ (που του άρεσε και μάλιστα είχε παίξει νέος, στο Παγκράτι), αλλά και κάμποσο καλό κόκκινο κρασί.
Κανείς δεν θα προφέρει ποτέ τη φράση «μποζολέ νουβώ», beaujolais nouveau, όπως ο μπον βιβέρ Γιάννης Διακογιάννης. Ο ήρωάς του δεν ήταν ο Πελέ, αλλά ο Ραϊμόν Κοπά. Η αγαπημένη του ομάδα δεν ήταν ούτε ο Παναθηναϊκός ούτε η Ρεάλ, αλλά η Σεντ Ετιέν. Η Γαλλία του θα κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, την Κυριακή στη Ντόχα. Διότι έτσι πρέπει.
Κάποτε ο κύριος Γιάννης με παίνεψε για τη δουλειά μου και έψαχνα τρόπο να κλείσω τη στιγμή σε ένα μικρό μπουκάλι, για να το ανοίγω και να τη γεύομαι κάθε φορά που πτοούμαι. Τον διάδοχό του τον είχε αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Χαράλαμπου Τσιριμονάκη, ο οποίος απεβίωσε χτυπημένος από το λεύκωμα Χότζκινς στα 30 του χρόνια.
Θα θυμάμαι για πάντα πώς ένιωσα ακούγοντας από τα χείλη του Διακογιάννη τον αποθεωτικό και σπαραχτικό επικήδειο προς τον Χαράλαμπο, εκείνο το παγερό μεσημέρι το 2003 στην Κηφισιά. Ήθελα, τότε, να βρίσκομαι εγώ μέσα στο κουτί και να «ακούω» αυτά τα λόγια από τον Γιάννη Διακογιάννη. Ελπίζω να μου συγχωρήσετε την απρέπεια. To καταγράφω για να γίνει κατανοητή η ειδική βαρύτητα του ανδρός.
Ο χαλκέντερος και μειλίχιος Γιάννης Διακογιάννης ήταν ένας τιτάνας της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, ξεκινώντας μάλιστα από το μηδέν και δίχως τα δεκανίκια του ίντερνετ και συνολικά της τεχνολογίας. Προσοχή, δεν διακρίθηκε στο κυνήγι της είδησης ούτε ήταν δημοσιογράφος του καλού κειμένου, όπως π.χ. ο Συρίγος. Άλλος ήταν πάντοτε ο ρόλος του: σπήκερ και παρουσιαστής.
Οι πολυάριθμες αρετές του ήταν καμωμένες για το γυαλί και για το μικρόφωνο, περισσότερο της τηλεόρασης παρά του ραδιοφώνου: το φλέγμα, το χιούμορ, ο ρυθμός, η ωραία φωνή, η εκφορά του λόγου, το μέτρο, το παιχνίδισμα, η προετοιμασία, η ετοιμολογία, τα ωραία ελληνικά, η γνώση του αντικειμένου, η καίρια χρήση των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Προσωπικά πιστεύω ότι το Μουντιάλ του 1982 στην Ισπανία, με τα γκολ των Ρόσι, Ταρντέλι, Αλτομπέλι στον τελικό κόντρα στα ρομπότ της Γερμανίας, ήταν η κορυφαία στιγμή της καριέρας του, εάν μιλάμε για ποδόσφαιρο και όχι για στίβο.
Κανένας από όσους γαλουχηθήκαμε με τις περιγραφές του δεν μπόρεσε ποτέ να τον πλησιάσει. Ούτε στο ποδόσφαιρο ούτε στον στίβο. Την πρώτη μετάδοση της ζωής μου, την ξεκίνησα τιμής ένεκεν με τη φράση: «Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι». Μέχρι σήμερα διακρίνω τις μανιέρες της περιγραφής του Διακογιάννη στη δουλειά τη δική μου και όλων, σχεδόν, των συναδέλφων.
Στην κηδεία του, θα είμαστε όλοι εκεί, για να αποχαιρετήσουμε τον δάσκαλό μας και να τιμήσουμε τη μνήμη του, με απέραντη αγάπη και ευγνωμοσύνη. Στην άλλη άκρη του δρόμου, θα τον περιμένει η λατρεμένη του Ρίκα. Ο πρόωρος θάνατός της, σε ηλικία μόλις 56 ετών, ήταν ένα πλήγμα βαρύ και αβάσταχτο, για τον κύριο Γιάννη. Μακάρι να ξαναβρεθούν σήμερα, οι δυό τους, σε κάποιον καλύτερο κόσμο.
Πηγή: Gazzetta