Του Νίκου Παπαδογιάννη
Προσέξτε καλά τη φωτογραφία που διάλεξα για να στολίσω το κείμενο. Είναι από μία φάση που έγινε γύρω στο 12ο λεπτό, αλλά μαρτυρά όλη την αλήθεια της βραδιάς στην Κωνσταντινούπολη. Όταν η Φενέρ προηγήθηκε με 26-15, βγάζοντας αιφνιδιασμούς με τον Ντόρσεϊ και ανανεώνοντας επιθέσεις με τον Μότλεϊ, ο Ολυμπιακός χρειαζόταν απεγνωσμένα μία ένεση πάθους. Κάποιον που να φωνάξει «ως εδώ και μη παρέκει».
Ο Πιερ αστόχησε και η μπάλα έπεσε σε ένα σημείο όπου τη διεκδίκησαν 3-4 παίκτες, όλοι τους ψηλότεροι και πιο δυνατοί από τον Κώστα Σλούκα. Όταν όμως ολοκληρώθηκε το κορ-α-κορ, αναδύθηκε μέσα από τα κορμιά ένα πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο με μάτια που γυάλιζαν, σαν αγρίμι που πάλευε με τα όρνεα για την τελευταία μπουκιά φαγητό. Ήταν του Σλούκα, που ακόμη δεν είχε ξεκινήσει το κρεσέντο του.
Στα χείλη του, το «έτσι θέλω» έγινε «μπορώ». Το «δεν πειράζει» έγινε «πειράζει και παραπειράζει». Το «lose» έγινε «refuse to lose», το 2-1 μασκαρεύτηκε σε 1-2. Από ένα ριμπάουντ. Μία μονομαχία που κερδήθηκε ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς. Με μούσκουλα που ο 33χρονος Σλούκας δεν ήξερε ότι είχε.
Το ένθεο μένος του Σλούκα ήταν μεταδοτικό. Στο δίλεπτο που ακολούθησε, ο άτολμος Μπλακ σταμάτησε τον Γκούντουριτς στην περιφέρεια. Ο κρύος Πίτερς έκρυψε τον ορίζοντα της «σβούρας» Έντουαρντς. Ο ακοίμητος Λαρεντζάκης κράτησε τον Μότλεϊ μακριά από το καλάθι και ζήτησε από τον Μπαρτζώκα να μείνει στο παρκέ μολονότι φορτωμένος με φάουλ.
Το αμυντικά ευάλωτο second unit διεπρεψε σε όλα και δέχθηκε μόλις 14 πόντους στη β’ περίοδο, ενώ στην άλλη άκρη βομβάρδισε με 23 (Σλούκας 13, Μπλακ 4, Πίτερς 4). Με όλους τους βασικούς του στον πάγκο, ο Ολυμπιακός πέρασε το πρώτο τεστ προσωπικότητας με άριστα, πάνω που το γήπεδο μίκραινε.
Μέσα στο ηφαίστειο, ο Κώστας Σλούκας ένιωθε σαν να βρισκόταν στο σπίτι του με πυτζάμες, με παντούφλες, με κράνος και με παλάσκες. Να που έπιασε τόπο η πενταετία που φόρεσε τα κιτρινόμαυρα της Φενέρμπαχτσε υπό τις οδηγίες του Ομπράντοβιτς. Τις επόμενες μέρες μπορεί οι δυό τους να ταξιδέψουν παρέα για το Βελιγράδι…
Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Το τέλος ήρθε στο τέλος, όταν ο Σλούκας έγινε Πρίντεζης και Τζόρτζεβιτς μαζί, σε μία Πόλη όπου τα buzzer beater ξεκινούν από χρυσά χέρια και καταλήγουν στο καλάθι σαν να είναι η μπάλα τηλεκατευθυνόμενη.
«Ένας μεγάλος παίκτης έβαλε ένα μεγάλο τρίποντο», υποκλίθηκε ο Σάσα Βεζένκοβ, ένας μεγάλος παίκτης που έβαλε δύο μεγάλα τρίποντα λίγο νωρίτερα, σε ματς όπου τίποτε δεν του πήγαινε σωστά. «Μη με μπλέκετε με τέτοιες κουβέντες εμένα», είπε ο Σλούκας και απομακρύνθηκε. «Σε λάθος αποδυτήρια πηγαίνεις!», του φώναξε κάποιος. Έξις δευτέρα φύσις, δεν λένε;
Ο Σλούκας έχει ακούσει τα σχολιανά του μέσα στη χρονιά από τους φωστήρες, τους παντογνώστες, τους δοκησίσοφους και τους ποδοσφαιρόπληκτους του διαδικτύου. Ο «υπερτιμημένος», ο «παλαίμαχος», ο μπήξας, ο δείξας. Από αύριο, θα κυκλοφορεί με το dvd του τρίτου αγώνα με τη Φενέρ στην κωλότσεπη και θα το τρίβει στα μούτρα όποιου μπερδεύει τα γένια με τα χτένια.
Ποιος να τολμήσει πια να ισχυριστεί ότι ο Σλούκας υποκλίθηκε στον πανδαμάτορα; Οι 25 πόντοι στο ματς της χρονιάς είναι το δεύτερο καλύτερο ρεκόρ της καριέρας του, όπως και το 34 στο PIR. Το νικητήριο καλάθι του θα τοποθετηθεί στην ανθολογία του ευρωπαϊκού μπάσκετ και θα μείνει εκεί για πάντα, ιδίως αν ο Ολυμπιακός βρει τρόπο να πετύχει άλλες τρεις νίκες στο υπόλοιπο της ευρωπαϊκής σεζόν.
Τα τρίποντά του έκρυψαν την αφλογιστία των Κάνααν, Γουόκαπ, Παπανικολάου, ΜακΚίσικ, που όλοι μαζί σούταραν 0/11. Η διαύγεια με την οποία διάβαζε την τουρκική άμυνα μέσα από αμέτρητα κορμιά και αξιοποιούσε τους ψηλούς (ιδίως τον Μπλακ) θύμισε ηλεκτρονικό υπολογιστή από αυτούς που φτιάχτηκαν για να νικάνε τους Κασπάροφ και του Καρπόφ.
Τηρουμένων των αναλογιών, ήταν, πιστεύω, η μεγαλύτερη βραδιά της πολύκροτης καριέρας ενός παιδιού που κατέκτησε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο του σε ηλικία 22 ετών στην ίδια Κωνσταντινούπολη. Στο πρόσωπό του εξιλεώθηκαν όλοι όσοι υστέρησαν απόψε: ο Γουόκαπ για την αλα-Φασούλα γκάφα που οδήγησε στο παρ’ ολίγον νικητήριο καλάθι του Γκούντουριτς 3,9 δευτερόλεπτα πριν το τέλος, ο Παπανικολάου που έχασε πολλές άμυνες και ακόμα περισσότερα σουτ, ο νικημένος από τον Τζεκίρι Φαλ, ο Βεζένκοβ που αναγκάστηκε να ζητήσει αλλαγή για να σταματήσει τα αίρμπολ, ο αόρατος Κάνααν, ο ΜακΚίσικ που χρειάστηκε 30 λεπτά για να γεμίσει τη μπαταρία του, όλοι.
«Ένας μεγάλος παίκτης έβαλε ένα μεγάλο τρίποντο». Πράγματι. Όλα, όμως, ξεκίνησαν, από ένα μεγάλο ριμπάουντ.
Πηγή: Gazzetta