Ήταν μια υπόθεση σε αυτό το ντέρμπι, προτού διεξαχθεί, σχετικά με την πιθανότητα ο Ραζβάν Λουτσέσκου να επιλέξει μια τακτική όμοια με αυτή του αντιπάλου του, του Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ για να αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό στην Τούμπα.
Είχε διαβάσει ότι ο Ολυμπιακός είχε δυσκολευτεί πολύ απέναντι σε ομάδες που δεν έχτιζαν με κοντινές πάσες τις επιθέσεις τους και εκτίμησε ότι αυτή ήταν, στην δεδομένη στιγμή, η καλύτερη επιλογή για τη δική του ομάδα. Άφησε στην άκρη την επιδίωξη να κυκλοφορήσει την μπάλα στο δικό του μισό του τερέν και να ψάξει μέσα από μεγάλες κατοχές την καλύτερη οργάνωση στο δεύτερο στάδιο επιθετικής ανάπτυξης, και αποφάσισε να παίξει με μεγάλες μεταβιβάσεις.
Σε αυτό το ντέρμπι ο Κοτάρσκι έκανε περισσότερες μεγάλες μεταβιβάσεις (10) από τον Τζολάκη (6), και ο ΠΑΟΚ έκανε περισσότερες (73) μακρινές πάσες από τον Ολυμπιακό (56), κάτι που είχε ως συνέπεια να κάνει το χαμηλότερο εντός έδρας ρεκόρ διάρκειας των κατοχών – δηλαδή άλλαζε τις λιγότερες πάσες ανά κατοχή μπάλας.
Αυτό, το τελευταίο ήταν και ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της διαφοράς στην απόδοση των δύο ομάδων. Ο Ολυμπιακός μολονότι κράτησε πολύ λιγότερο την μπάλα κατάφερε να κάνει πιο ποιοτική κατοχή. Και γι’ αυτό κατάφερε να δημιουργήσει περισσότερες ευκαιρίες (12 τελικές ο ΠΑΟΚ, 16 ο Ολυμπιακός), να βρει περισσότερες φορές την εστία (33% ακρίβεια στα σουτ ο ΠΑΟΚ, 56,25% ο Ολυμπιακός) και τελικά να δημιουργήσει μεγαλύτερης αξίας ευκαιρίες (xGoals 1.96) από τον ΠΑΟΚ (xGoals 1.3).
Πώς τα κατάφερε ο Ολυμπιακός; Η κύρια εξήγηση κρύβεται πίσω από την διαφορά στην ένταση ανάμεσα στις δύο ομάδες. Ο Ολυμπιακός, μια ομάδα που κέρδισε 20 παραπάνω μονομαχίες (117) από τον ΠΑΟΚ (97) πίεσε πολύ τους αντιπάλους του κάθε φορά που έφταναν με την μπάλα στο μεσαίο τρίτο και στο επιθετικό τρίτο του γηπέδου. Με άλλα λόγια οι παίκτες του ΠΑΟΚ δεν βρήκαν ποτέ την άνεση χώρου και χρόνου που είχαν ο Ζέλσον Μαρτίνς και ο Τσικίνιο για να συνεργαστούν στην επίθεση που έφερε το γκολ του Κωστούλα, ή – ακόμη περισσότερο – ο Μαρτίνς προτού κάνει την ασίστ στον Ελ Καμπί για το δεύτερο γκολ του Ολυμπιακού. Οι παίκτες του ΠΑΟΚ σχεδόν πάντα είχαν έναν αντίπαλο να τους ενοχλεί σε κάθε επαφή με την μπάλα, ενώ αντίθετα ο Ολυμπιακός είχε τον τρόπο να βρει τις στιγμές του για να ξεφύγει από την πίεση.
Πώς τις βρήκε τις στιγμές ο Ολυμπιακός; Τις βρήκε επειδή είχε μια καλή ιδέα και επέμεινε σε αυτή. Ήθελε να φέρει την μπάλα στα πόδια του Ζέλσον Μαρτίνς με την προσδοκία ότι ο Ντεσπόντοφ – ένας αδύναμος κρίκος στην αμυντική λειτουργία – θα αφήσει μόνο τον Ότο σε κάποιες από τις φορές που o Πορτογάλος θα γινόταν κάτοχος της μπάλας και ότι θα κάνει το ίδιο και ο Μπακαγιόκο. Ο Μαρτίνς πήρε 19 πάσες και αυτές ήταν αρκετές για να δημιουργήσει 2 γκολ (1 με “δεύτερη ασίστ” και 1 με ασίστ) και να πετύχει 1.
Στην απέναντι πλευρά ο Λουτσέσκου δεν είχε μια αντίστοιχα καλή ιδέα. Ή τουλάχιστον αυτό έδειξε η εικόνα του παιχνιδιού. Ο ΠΑΟΚ δεν φανέρωσε κάποιο αποτελεσματικό μοτίβο στην επιθετική ανάπτυξη, με εξαίρεση κάποιες στιγμές που η κυκλοφορία της μπάλας του επέτρεψε να τοποθετηθεί καλά στην επίθεση και να δώσει την ευκαιρία στον Τάισον να βρεθεί αντιμέτωπος με έναν και όχι περισσότερους αντιπάλους.
Αυτή είναι, μέσες άκρες, η ιστορία του ντέρμπι σε σχέση με την διαφορά στην ποιότητα της απόδοσης. Ο Ολυμπιακός είχε ένα game plan όμοιο με την πεπατημένη του στον καιρό του Μεντιλίμπαρ και μαζί είχε και καλή επιλογή προσώπων για να υπηρετήσουν το πλάνο. Ο ΠΑΟΚ είχε την ιδέα να αλλάξει τον τρόπο του παιχνιδιού του προκειμένου να καταργήσει το βασικό πλεονέκτημα του Ολυμπιακού που είναι η αποτελεσματική πίεση και η καλή επιθετική μετάβαση.
Θυσίασε την καλή κυκλοφορία της μπάλας (το 74,94% στην ακρίβεια στις μεταβιβάσεις είναι το χαμηλότερο ποσοστό στην Τούμπα, και δεύτερο χαμηλότερο μετά το 74,29% στη Νέα Φιλαδέλφεια απέναντι στην ΑΕΚ) και έτσι δεν δημιούργησε όσο αναλογούσε στον χρόνο που κράτησε την μπάλα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό: η ιστορία του ματς έδειξε ότι δεν έκανε και την κατάλληλη επιλογή προσώπων για να υπηρετήσουν αυτό το σχέδιο.
Μολονότι κράτησε λίγο την μπάλα, ο Ολυμπιακός έκανε μεγαλύτερο αριθμό οργανωμένων επιθέσεων και πολύ μεγαλύτερο αριθμό τελικών προσπαθειών συγκριτικά με αυτά που επιτρέπει φέτος κατά μέσο όρο στους αντιπάλους του ο ΠΑΟΚ. Με άλλα λόγια η σύγχρονη παρουσία αυτού του Μπακαγιόκο (μπήκε μόνο σε 3 αμυντικές μονομαχίες) με τον Ντεσπόντοφ (έχασε το 80% των αμυντικών μονομαχιών) στην ενδεκάδα, μαζί με την κούραση από την υπερπροσπάθεια στο “Ολντ Τράφορντ” απέναντι στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μείωσαν πολύ τις πιθανότητες αυτού του πλάνου παιχνιδιού να αποδειχθεί αποτελεσματικό.
Ο Ολυμπιακός ήθελε να πιέσει τον ΠΑΟΚ και να τον χτυπήσει από την αριστερή πλευρά, και τα κατάφερε. Ο ΠΑΟΚ ήθελε να πιέσει τον Ολυμπιακό αλλά και να μην του επιτρέψει να πάρει την μπάλα στο δικό του μισό. Κατάφερε τον δεύτερο στόχο αλλά όχι τον πρώτο. Και δεν είχε μια καλή ιδέα για το επιθετικό κομμάτι. Μάλλον επειδή πήγε να παίξει ένα είδος παιχνιδιού που είναι έξω από τις συνήθειές του.
Πηγή: Gazzetta