Η δύναμη είναι ίση με τον ρυθμό αλλαγής (μεταβολής) της ορμής:
Όπου στην περίπτωση σταθερής μάζας και ταχύτητας πολύ μικρότερης από την ταχύτητα του φωτός, η σχέση αυτή οδηγεί στην εξίσωση:
Που είναι γνωστή και ως ο «δεύτερος νόμος του Νεύτωνα». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ορμή εξαρτάται από τη σωρευτική δράση της δύναμης κατά τις προγενέστερες χρονικές στιγμές, κάτι που υποδηλώνεται από τον τύπο:
Αυτή ακριβώς η σωρευτική δύναμη ήταν λες και θα μπορούσε να τον καταστρέψει στα νιάτα του. Αυτή η ίδια ήταν λες και αποτέλεσε την κινητήριο ορμή σε όλη την καριέρα του Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ. Μία κατακλυσμιαία περιδίνηση.
Ένα αδάμαστο βασικό ένστικτο επιβίωσης και επιθυμίας για κυριαρχία.

Απρίλιος 2001: Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ με τη φανέλα της Τσέλσι κόντρα στον Ταρίμπο Γουέστ της Ντέρμπι Κάουντι / Photo by: Eurokinissi (AP).
Παραμαρίμπο
Το 1959 ο Τζορτζ Γκούλιτ μαζί με τον κολλητό του, Χέρμαν Ράικαρντ, αποφάσισαν να περάσουν τον Ατλαντικό. Ουσιαστικά ακολούθησαν τον ναύλο που έπαιρναν χιλιάδες συμπατριώτες τους. Η αφετηρία ήταν το λιμάνι του Παραμαρίμπο και ο προορισμός εκείνο του Ρότερνταμ.
Το Σουρινάμ στις βόρειες ακτές της Νότιας Αμερικής αποτελούσε μέρος του αποικιοκρατικού βασιλείου της Ολλανδίας και μαζί με ένα σύμπλεγμα νησιών στα βόρειά του, στην Καραϊβική, ανήκε σε αυτό που αποκαλούσαν Ολλανδικές Αντίλλες. Οι αποικίες ήταν γεμάτες φτώχια και τους αυτόχθονες οι Ολλανδοί τους αποκαλούσαν Μολούκους.
Λίγα χρόνια αργότερα, αμφότεροι έκαναν οικογένεια. Ο Γκούλιτ απέκτησε έναν γιο, τον Ρουντ, και ο Ράικαρντ τον Φρανκ. Αυτοί οι δύο θα γίνονταν οι πιο διάσημοι Μολούκοι ποδοσφαιριστές της χώρας.
Το 1978 την ίδια ακριβώς διαδρομή θα ακολουθούσε με τη μητέρα του ένας ακόμα Σουριναμέζος. Ο Τζέρελ, όπως ήταν το κανονικό όνομά του, ο οποίος πάντα είχε για πρότυπο τον Φρανκ Ράικαρντ, βρέθηκε στην Ευρώπη σε ηλικία έξι ετών.
Μαζί του κουβαλούσε και ένα παιδικό κάταγμα στο πόδι. Τα χρόνια περνούσαν και κανείς δεν είχε καταλάβει ότι τα οστά είχαν ενωθεί με λάθος τρόπο και ότι, μεγαλώνοντας, αυτό θα του άφηνε μόνιμα προβλήματα.
Μία τυχαία εξέταση βρήκε το πρόβλημα και χρειάστηκε οι γιατροί να σπάσουν και να κολλήσουν ξανά σωστά τα οστά. Εάν δεν είχε συμβεί αυτό, τίποτα απ’ όσα ποδοσφαιρικά ακολούθησαν δεν θα είχαν καταγραφεί!

Μάρτιος 2002: Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ με τη φανέλα της Εθνικής Ολλανδίας κόντρα στον Φερνάντο Ιέρο της Ισπανίας / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Αναμόρφωση
Αυτό το… φτιαγμένο πόδι και η μπάλα που μπόρεσε να παίξει είναι που του έδωσαν μία ευκαιρία στη ζωή. Μία ευκαιρία για ζωή. Στις σκληρές γειτονιές των μεταναστών του Ζάανταμ, ο έφηβος Τζέρελ είχε στήσει συμμορία με Μαροκινούς και Τούρκους. Μαζί τα έβαζαν με αντίπαλες παρέες και έκαναν μικροκλοπές, με τον πιτσιρικά να συλλαμβάνεται σε δύο περιπτώσεις και να περνάει κάποιους ζόρικους μήνες σε αναμορφωτήριο ανηλίκων. Αυτή βέβαια δεν ήταν μία μικρή περίοδος που είχε σύντομη ημερομηνία αναμόρφωσης. Αντιθέτως, ο Τζέρελ κουβαλούσε την προβληματική συμπεριφορά σε κάθε μέρος που πήγαινε.
Φρόντιζε τουλάχιστον ταυτόχρονα να ασχολείται και με το τόπι. Αν και αυτό συνέβαινε με όχι ιδιαίτερη επιτυχία. Η αρχή παραδόξως έγινε κάτω από τα δοκάρια. Ως τερματοφύλακας δεν μακροημέρευσε. «Είχα πάντα μία ανάγκη να βρεθώ στην εντελώς αντίθετη πλευρά του γηπέδου. Ζήλευα που έβαζαν γκολ και πανηγύριζαν». Στη συνέχεια προωθήθηκε στο κέντρο και ως εξτρέμ.
Η DWS τού έδωσε την ευκαιρία, αλλά τον έδιωξαν σύντομα, καθώς τον έπιασαν να κλέβει στα αποδυτήρια. Στην Τέλσταρ επίσης του είπαν να φύγει, έπειτα από αρκετούς καβγάδες που προκάλεσε και επειδή καθυστερούσε στις προπονήσεις και τους αγώνες.
Είχε φτάσει 18 ετών και η αχαλίνωτη ορμή που είχε συγκεντρωμένη στο πολύ δυνατό κορμί του δεν μπορούσε να βρει ωφέλιμη διέξοδο. Αντιθέτως, όπως συμβαίνει με την κινητική ενέργεια που δεν εκτονώνεται, αυτή η ορμή μετατρεπόταν σε ανούσιο θυμό.
Το 1994 ήρθε και η μεγαλύτερη απογοήτευση. Στα 22 του δεν τον ήθελε κανείς.
Αφού έπαιξε ορισμένα ματς με την Άλκμααρ, του είπαν ότι δεν θα του δώσουν συμβόλαιο, ενώ μία δοκιμή στην Αϊντχόφεν πάτωσε. Τσβόλε και Χάαρλεμ δεν τον απέκτησαν έπειτα από κάποιες προπονήσεις και, αφού δεν έβρισκε με τίποτα ομάδα, αποφάσισε να μετακομίσει στην Αυστρία και να προπονείται με την Αντμίρα Βάκερ. Κάπως έτσι άπραγος ξόδεψε έναν ολόκληρο χρόνο (1994-1995). «Κάθε μέρα που ξυπνούσα, σκεφτόμουν να τα παρατήσω, αλλά έβρισκα δύναμη να επιμείνω».
Στα 23 του έμοιαζε χαμένη η ποδοσφαιρική υπόθεση. Ώσπου η ευκαιρία ήρθε από το πουθενά.

Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ με τη φανέλα της Άλκμααρ.
Ο «Τζίμι»…
Τον Αύγουστο του 1995 η Καμπομαϊρονένσε, η οποία μόλις είχε ανέβει στη μεγάλη κατηγορία της Πορτογαλίας, δέχτηκε να τον δοκιμάσει για λίγες ημέρες. Ο κόουτς Μανουέλ Φερνάντες εντυπωσιάστηκε από το παρουσιαστικό και την τεχνική του. Το ίδιο και ο Πρόεδρος, ο οποίος θέλησε να κρατήσει μυστικό το deal, έως ότου να πέσουν οι υπογραφές.
Κάπως έτσι διέρρευσε ότι η ομάδα θα αποκτούσε κάποιον «Τζίμι». Ήταν η αρχή των πάντων. Μαζί και αυτό το «Τζίμι» που θα αντικαθιστούσε για μία ζωή το ληξιαρχικό «Τζέρελ»…
Το ξεκίνημα στην Ιβηρική δεν ήταν καλό. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε αγωνιστικές για να μαλώσει με τον ηγέτη της ομάδας. Ο Ολλανδός επιθετικός πήγε με το ζόρι και του πήρε την μπάλα σε μία εκτέλεση πέναλτι. Το έχασε και ακολούθησε χαμός.
Όλα ήταν πάλι λάθος. Σταδιακά όμως άρχισε να γίνεται καλός. Η γενετήσια και βιωματική παιδική ορμή έμοιαζε να βρίσκει μία κάποια διέξοδο. Τα 12 γκολ του στο Πρωτάθλημα δεν βοήθησαν τον σύλλογο να σωθεί, αλλά για εκείνον αποτέλεσαν ένα καλό διαβατήριο.
Η Μποαβίστα θα αποτελούσε το εφαλτήριο για κάτι σημαντικότερο. Είχε φτάσει 24 ετών και αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος πλήρωνε (300.000 ευρώ) για να τον κάνει δικό του. Και πάλι η σεζόν δεν ήταν καλή για την ομάδα, αλλά με τα δικά του 20 γκολ τερμάτισε στη δεύτερη θέση των σκόρερ, πίσω μόνο από τον matador της εποχής, Μάριο Ζαρντέλ.

Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ με τη φανέλα της Μποαβίστα.
Ποδόσφαιρο
Πλέον φαινόταν ξεκάθαρα πως εκείνο το άγουρο και οριακά τρομακτικό πράγμα που εφορμούσε κατά μέτωπο είχε τη δυνατότητα να φτάσει ακόμα ψηλότερα. Η Λιντς του Τζορτζ Γκρέιαμ είχε φιλοδοξίες και πλήρωσε 2.2 εκατ. ευρώ για να τον πάρει στο Νησί. Μόνο που αρχικά ο Άγγλος τεχνικός δυσκολευόταν να επικοινωνήσει μαζί του σε επίπεδο τακτικής. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχε βρει δίχτυα μόλις πέντε φορές και φαινόταν ότι αποτελούσε μία λάθος μεταγραφή.
Ξαφνικά όμως μεταλλάχθηκε. Το αγγλικό ποδόσφαιρο ακόμη δεν είχε εισέλθει εξ ολοκλήρου στη νέα εποχή της Premier League και διατηρούσε τα δικά του αρχέγονα δυναμικά χαρακτηριστικά, κάτι που του ταίριαζε απόλυτα. Στο τέλος της χρονιάς θα έφτανε τα 18 γκολ και θα μοιραζόταν την κορυφή των σκόρερ με τον Ντουάιτ Γιορκ και τον Μάικλ Όουεν. Ξαφνικά εκείνο το άγουρο και ανώριμο πλάσμα είχε μετατραπεί σε κάτι ασταμάτητο. Ένας οδοστρωτήρας που σπάνια είχαν ξαναδεί στο Νησί.
Οι δύο σεζόν του στη Λιντς τα είχαν όλα. Γκολάρες μέσα και έξω από το κουτί. Λόμπες, curlers, κεραυνούς, ομαδικά γκολ, εγωιστικά γκολ, γκολ οφσάιντ, αυτογκόλ, μανούρες με αντιπάλους, διαιτητές και συμπαίκτες. Βολίδες με τα δύο πόδια, εκτελέσεις φάουλ, ξεδίπλωμα του παιχνιδιού και κεφαλιές σαν σουτ. Μόνο που, για να ξεδιπλώσει όλα τα χαρακτηριστικά του, χρειαζόταν στο πλάι του σχεδόν πάντα έναν επιθετικό με τα εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά.
Η ορμή όμως έβρισκε πεδίο, ξεχείλωνε, απέδιδε. Η τέταρτη θέση και οι δικές του επιδόσεις ενίσχυσαν φυσικά και το εγώ του. Όταν ο μάνατζέρ του παρέδωσε τις αξιώσεις για ανανέωση συμβολαίου, ο Ντέιβιντ Ο’Λίρι, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Γκρέιαμ, υπήρξε απόλυτα ξεκάθαρος στην τοποθέτησή του:
«Αυτός ο άπληστος π@@τ@ν@ς γιος ζητάει χρήματα που δεν παίρνει κανείς στην Αγγλία»!
Τα 12 εκατ. ευρώ της Ατλέτικο Μαδρίτης έδωσαν τη λύση για όλους. Οι «Rojiblancos» τον λάτρεψαν αμέσως. Τον Οκτώβριο έβαλε δύο γκολάρες (ειδικά το πρώτο με τις προσποιήσεις) στο Santiago Bernabéu, στην πρώτη απόδραση από εκεί έπειτα από εννέα χρόνια, ενώ βρήκε δίχτυα και στο Camp Nou.
Το κοντέρ του στο Πρωτάθλημα σταμάτησε στα 24 γκολ, δύο λιγότερα από τον αρχισκόρερ της La Liga, Σάλβα Μπαγιέστα. Σκόραρε και στον χαμένο Τελικό Κυπέλλου, αλλά η Ατλέτικο υποβιβάστηκε κι εκείνος δεν θα την ακολουθούσε στα χαμηλά. Το Νησί τον καλούσε ξανά.

Φεβρουάριος 2000: Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ με τη φανέλα της Ατλέτικο Μαδρίτης / Photo by: Eurokinissi (AP).
Οδοστρωτήρας
Το πέρασμά του από τη Λιντς και η χρονιά στην Ατλέτικο είχαν δημιουργήσει ένα δυνατό legacy. Πλέον τον ήθελαν όλοι και αναγνωριζόταν ως ένας φορ άξιος εμπιστοσύνης. Κάπως έτσι η Τσέλσι δεν δίστασε το καλοκαίρι του 2000 να τον καταστήσει την πιο ακριβή μεταγραφή ever στη χώρα (17 εκατ. ευρώ).
Μόλις στο ντεμπούτο του σκότωσε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και χάρισε στους «Μπλε» το Charity Shield. Ωστόσο, έναν μήνα αργότερα ο Τζιανλούκα Βιάλι θα απολυόταν και στον πάγκο θα βρισκόταν ο Κλαούντιο Ρανιέρι, με τον οποίον συνυπήρξαν στην Ατλέτικο. Χρόνια αργότερα ο Χάσελμπαϊνκ θα αποκάλυπτε ότι οι συμπαίκτες του μισούσαν τον Ιταλό κόουτς εξαιτίας των ζόρικων προπονήσεων. Ο ίδιος όμως πάντα τις απολάμβανε.
Και πέρναγε τόσο καλά σε αυτό το περιβάλλον, ώστε με τα 23 γκολ του αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ στο Πρωτάθλημα. Μάλιστα, ένα εξ αυτών, στο Old Trafford, θα γινόταν το αγαπημένο των οπαδών. Σε αυτό θα συνέβαλε ο Τόρε Άντρε Φλο με ένα τρελό ακροβατικό, με τον Τζίμι να διαλύει τα δίχτυα σε ένα all time iconic στιγμιότυπο.
Η επόμενη χρονιά θα ήταν η πιο αγαπημένη του απ’ όλες. Στο πλευρό του θα βρισκόταν ο Εϊντούρ Γκούνγιονσεν και μαζί θα έκαναν τρελά πράγματα. Ο Χάσελμπαϊνκ θα έβαζε 29 σε όλες τις διοργανώσεις και ο παρτενέρ ακόμα 23. Μαζί βέβαια θα έκαναν και… τρέλες. Καζίνο με μεγάλες χασούρες και αρκετά ξενύχτια. Ήταν όμως τόσο δυνατός οργανισμός που δεν επηρεαζόταν.
Τα προβλήματα άρχισαν την τρίτη του σεζόν στο Λονδίνο, καθώς ο Ρανιέρι έδινε περισσότερο χρόνο στον Τζαφράνκο Τζόλα. Ακόμα όμως και με λιγότερο χρόνο συμμετοχής, παρέμεινε αποτελεσματικός και έβαλε μόλις ένα λιγότερο από τον Ιταλό παικταρά.
Το 2003 ο σύλλογος θα βρισκόταν στα χέρια του Ρόμαν Αμπράμοβιτς. Η πρώτη προίκα θα ήταν οι Ερνάν Κρέσπο, Άντριαν Μούτου, οι οποίοι θα τον καθιστούσαν τρίτη επιλογή στη γραμμή κρούσης. Το πείσμα και η επιθυμία του για τα γκολ τον έκαναν παρόλ’ αυτά να βρει δίχτυα 17 φορές και μαζί να φτάσουν στον χαμένο ημιτελικό του Champions League (5-3 συνολικά η Μονακό).
Το καλοκαίρι ο Αμπράμοβιτς θα έφερνε τον Ζοσέ Μουρίνιο. Εκείνος θεωρούσε τελειωμένο τον Ολλανδό. Δεν του μίλησε καν και αγόρασε στη θέση του τον Ντιντιέ Ντρογκμπά. Ο Χάσελμπαϊνκ, με τα 87 γκολ σε 177 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις με τους «Μπλε», έπρεπε ξανά να βρει ομάδα.

Δεκέμβριος 2003: Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ με τη φανέλα της Τσέλσι κόντρα στον Ρονάλντο Γκιάρο της Μπεσίκτας / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ (Sport Presse).
Απωθημένο
Πλέον ήταν 32 ετών και οι… ημέρες της αφθονίας βρίσκονταν ξεκάθαρα πίσω του. Ενδιάμεσα όμως είχε μείνει και μία πίκρα. Ότι δεν μπόρεσε ποτέ να απολαύσει όπως ήθελε την Εθνική.
Έπεσε βέβαια και σε εποχή με τεράστιο ανταγωνισμό στη γραμμή κρούσης. Αρχικά, ο Γκους Χίντινκ τον είχε τέταρτη επιλογή πίσω από Ντένις Μπέργκαμπ, Πάτρικ Κλάιφερτ και Πιερ Φαν Χόιντονκ. Με αυτή την επετηρίδα ταξίδεψε στο Μουντιάλ της Γαλλίας, τη μοναδική μεγάλη διοργάνωση στην οποία έλαβε μέρος.
Στο Euro της πατρίδας του δεν κλήθηκε καν, καθώς στο παιχνίδι είχαν μπει επίσης οι Ρούουντ Φαν Νιστελρόι, Ρόι Μακάι και Πίτερ Φαν Φόσεν, ενώ αργότερα προστέθηκε και ο Ρόμπιν Φαν Πέρσι. Τα εννέα γκολ σε 23 μόλις συμμετοχές αναμφίβολα δεν αντικατοπτρίζουν την ποιότητα του, αλλά, είπαμε, ο ανταγωνισμός εκείνη την εποχή ήταν τεράστιος.
Χαμένοι τελικοί
Ως ελεύθερος, δέχτηκε την πρόσκληση από τον Στιβ ΜακΛάρεν για εκείνη την ωραία Μίντλεσμπρο και μαζί κατάφεραν κάτι σπουδαίο. Έξοδος στην Ευρώπη για πρώτη φορά στην ιστορία και ένα φοβερό ταξίδι έως τον Τελικό του Κυπέλλου UEFA, με εκείνον να σκοράρει τέσσερεις φορές. Με τον Μαρκ Βίντουκα έφτιαξαν ένα πολύ δυνατό δίδυμο με κορμιά που δεν μπορούσες καν να τα κουνήσεις, ενώ από πίσω οι Μαρκ Σβάρτσερ, Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ, Φάμπιο Ρόσενμπακ,Τζορτζ Μπόατενγκ φρόντιζαν για τα υπόλοιπα. Ωστόσο, αυτή η περιπέτεια που ξεκίνησε από την Ξάνθη ολοκληρώθηκε με το βαρύ 4-0 από την τρομερή Σεβίλλη του Χουάντε Ράμος, η οποία ξεκινούσε να μαζεύει τρόπαια.
Το 2006 άπαντες τον θεώρησαν τελειωμένο. Ένα σύντομο πέρασμα από την Τσάρλτον δεν δικαίωσε τη δική του όρεξη για το παιχνίδι.
Θα ερχόταν όμως ένα γλυκόπικρο κλείσιμο. Με την Κάρντιφ θα έπαιζε ένα τελευταίο παιχνίδι. Οι Ουαλοί έφτασαν για μία και μοναδική φορά στον Τελικό του FΑ Cup, με την Πόρτσμουθ να τους παίρνει το Κύπελλο (1-0).
Οι συζητήσεις για να παίξει ακόμα μία χρονιά ναυάγησαν, όταν εκείνος ζήτησε χρήματα που δεν μπορούσε να δώσει η ομάδα. Μόνο που μετά το «όχι» της Κάρντιφ αποφάσισε ότι είχε βαρεθεί. Δεν ήθελε άλλο.

Φεβρουάριος 2005: Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ με τη φανέλα της Μίντλεσμπρο μαζί με τον Στιούαρτ Ντάουνινγκ / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Δύο πλευρές
Το αντίο του άφησε ένα περίεργο κενό στο παιχνίδι. Ο Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ ανήκε σε μία στόφα σέντερ φορ που δεν βγαίνουν πια. Η σωματοδομή και η φόρα που έπαιρνε με την μπάλα μάλλον παρέπεμπαν περισσότερο σε επιθετικούς από ακόμα πιο παλιές εποχές. Ο ίδιος είχε την πιο απλοϊκή και ξεκάθαρη λειτουργία στο γήπεδο.
Να περάσει η μπάλα από τον τερματοφύλακα και να μπει στο πλεκτό. Ανήκε σε εκείνους που -χωρίς πολλές αναλύσεις και εξηγήσεις- ήξεραν τι πρέπει να κάνουν.
Έπαιξε ακριβώς όπως μεγάλωσε στις συμμορίες στις σκληρές γειτονιές. Με το βασικό ένστικτο της επιβίωσης της ανθρώπινης φύσης. Αυτής που είναι εν δυνάμει επιθετική και καταστροφική και εν δυνάμει λειτουργική και εποικοδομητική.
Υπήρχαν επομένως πάντα δύο πλευρές του επιθετικού που ήθελε να τρυπήσει την εστία. Στη μία αντίκριζες μία αθώα παιδική χαρά στα ανοικτά χέρια του πανηγυρισμού. Μία ολοκλήρωση του σκοπού και μαζί και κάποια ακροβατικά. Στην άλλη διέκρινες έναν θυμό δυσπιστίας. Μία αυστηρή απάντηση και την ενοχλημένη λάμψη ενός ανθρώπου, ο οποίος, αναζητώντας μόνιμα την αναγνώριση, πίστευε ότι κάθε στόχος του έπρεπε πραγματικά να αξίζει διπλά.
Και οι δύο εκφάνσεις του όμως, ο μικρός Τζέρελ και ο μεγάλος Τζίμι, πορεύτηκαν με εμπιστοσύνη στα αρχέγονα ένστικτα. Εκείνα που είναι αρχειοθετημένα λίγο κάτω από το επίπεδο της συνείδησης. Και τούτο τού(ς) βγήκε σε καλό…

Photo by: Jimmy Floyd Hasselbaink (IG).
Πηγή: Athletestories