Του Σταύρου Καραΐνδρου
Η αντιστροφή ρόλων στο σαββατιάτικο ντέρμπι στα δύο ημίχρονα είναι η γενικότερη εικόνα, το δέντρο και όχι το δάσος. Η επίγευση που αφήνει το ματς στο ‘Γ.Καραϊσκάκης’ κάνει λόγο για μοιρασμένα ημίχρονα, για τις ευκαιρίες του Παναθηναϊκού στο δεύτερο και για το ότι το 1-0 αδικεί την ομάδα του Μπόλονι.
Αυτό είναι το εύκολο σκέλος, το συμπέρασμα για τα social media και τις πρωινές συζητήσεις στις καφετέριες (προ κορονοϊού), τροφή για τσιγαράκι και κουβεντούλα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όμως, αφού πρώτα πέσουν οι παλμοί, είναι ξεκάθαρο ότι ο Ολυμπιακός με ένα καλό 30λεπτο ‘καθάρισε’ εύκολα τον Παναθηναϊκό και δεν χρειάστηκε να φορτσάρει για κάτι παραπάνω.
Εκτός αν έχετε την εντύπωση ότι σε περίπτωση που κάποιες από τις ευκαιρίες των Κουρμπέλη, Χατζηγιοβάνη και Μακέντα έμπαινε γκολ, ο Ολυμπιακός δεν θα έβρισκε τροπο να απαντήσει. Εκτός, επίσης, αν πιστεύετε ότι ο Ολυμπιακός των πολλών απουσιών, ακόμα και με μία ενδεκάδα που δύσκολα θα ξαναπαίξει μαζί, εκτός από κανά ματς Κυπέλλου, δεν είναι και πάλι καλύτερος από τον Παναθηναϊκό.
Η μοναδική φάση που αν γινόταν γκολ θα έβαζε πραγματικά δύσκολα στους γηπεδούχους λόγω χρονικού σημείου ήταν αυτή λίγο πριν από το 90λεπτο με τον Μαουρίσιο που μπέρδεψε τα μπούτια του, δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήθελε να κάνει και έχασε την ευκαιρία να απειλήσει τον Σα.
Κατά τα λοιπά, ένας λιγόψυχος Παναθηναϊκός μπήκε στο ‘Γ.Καραϊσκάκης’ για να αντιμετωπίσει τον ανώτερο Ολυμπιακό, τομ οποίο πλέον δεν μπορεί να φτάσει σε επίπεδο και ανταγωνιστικότητα και αποχώρησε μετά το τέλος του ντέρμπι το ίδιο λιγόψυχος. Με ποδοσφαιριστές που έτρεμαν απέναντι στις ερυθρόλευκες φανέλες και παρά το δεύτερο ημίχρονο και την καλή εμφάνιση, πάλι έδειξαν πόσο έχει ‘συμπιεστεί’ το μέγεθος του συλλόγου και πόσο πολύ ασφυκτιά απέναντι στον ‘αιώνιο’ αντίπαλο είτε παίζει εντός είτε εκτός.
Κάθε ντέρμπι του Παναθηναϊκού κόντρα στον Ολυμπιακό την τελευταία τριετία είναι κάτι σαν ηρωισμός. Ο Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ που αναζητά ένα σενάριο βγαλμένο από πολεμική ταινία, έναν Σταλόνε στο τέρμα από την ‘Απόδραση των 11’ και να κοιμηθεί λίγο ο Θεός για να πάρει αποτέλεσμα. Κι αν μέχρι πέρυσι ο Παναθηναϊκός είχε έναν προπονητή στον πάγκο που έκανε παρατήρηση σε όσους πανηγύριζαν ισοπαλία απέναντι στον Ολυμπιακό, ακόμα κι αν ο ίδιος ήξερε πολύ καλά ότι είναι επιτυχία, εφέτος ο Παναθηναϊκός δεν έχει ούτε αυτό.
Τώρα έχει έναν προπονητή, σαφώς καλύτερο από τον αμέσως προηγούμενο, ο οποίος όμως ούτε αυτός φαίνεται να μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα ‘πώς θα χωρέσω στην ίδια ενδεκάδα Μακέντα και Καρλίτος’. Ο Ιταλός, ειρήσθω εν παρόδω, αν είχε αντιληφθεί την ποιότητα του Καρλίτος και πόσο πολύ μπορεί να προσφέρει, όντας εμφανώς καλύτερος από τον ίδιο, ίσως το καλοκαίρι να περνούσε το κατώφλι του Κορωπίου και να άλλαζε ομάδα. Τώρα είναι αργά και όσο συνυπάρχουν αυτοί οι δύο στην ίδια ομάδα τόσο γιγαντώνεται η ανάγκη να βρεθεί μία λύση, έστω κι αν χρειάζεται το μαχαίρι στο κόκκαλο, για να βρει ο Παναθηναϊκός μία ορθολογική αγωνιστική ταυτότητα.
Αν, λοιπόν, το τελικό συμπέρασμα του ντέρμπι για τους ‘πράσινους’ είναι ότι “κρατάμε την εικόνα του β’ μέρους και προχωράμε” και όχι το “πώς τη γλιτώσαμε στο πρώτο 30λεπτο και δεν φάγαμε 3 γκολ”, τόσο ο Παναθηναϊκός όχι απλώς θα μικραίνει, αλλά όλο και περισσότερο θα συμπεριφέρεται σαν μία ομάδα που πηγαίνει στο ‘Γ.Καραϊσκάκης’ για να φάει κάτω από 3 γκολ ώστε η ήττα να βαφτιστεί ως διδακτική. Δηλαδή, ‘πάλι καλά που δεν πάθαμε και τίποτα’. Κάνουμε ένα τσιγάρο παρηγοριάς σαν να μην τρέχει κάτι και συνεχίζουμε…
Το θέμα δεν είναι να πάρει κάποια στιγμή αποτέλεσμα από τον Ολυμπιακό στην έδρα του, αλλά να φερθεί ως μεγάλη ομάδα απέναντι στον ‘αιώνιο’ αντίπαλό του. Γιατί εμφανίσεις σαν αυτή του πρώτου μέρους δημιουργούν αποστροφή, όπως αποστροφή δημιουργεί το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός των πολλών απουσιών κατεβάζει ταχύτητα γιατί, όπως λέμε στην καθομιλουμένη, ξέρει ότι ‘σ’ έχει’. Ακόμα και αν το βράδυ του Σαββάτου κάποια από τις ευκαιρίες μετουσιωνόταν σε γκολ και έφευγε με το 1-1 από το Φάληρο, το γενικότερο συμπέρασμα δεν θα άλλαζε ως προς το DNA του συλλόγου.
Εν κατακλείδι, η δουλειά του Μπόλονι, εκτός από το αγωνιστικό κομμάτι, είναι να πέσει πάνω από το πραγματικό πρόβλημα που έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεση αυτής της ομάδας. Με λιγόψυχους ποδοσφαιριστές που μπαίνουν στο γήπεδο αποδεχόμενοι τη μοίρα τους και όταν ο αντίπαλος τους αφήνει τότε θυμούνται ότι μπορούν να παίξουν και ποδόσφαιρο. Σαν τον Χατζηχρήστο στη σκηνή από τον ‘Μπακαλόγατο’. “Μαλώνεις ρε”;
Πηγή: Contra