Επιλογή Σελίδας

Η κόντρα τους είναι πολυεπίπεδη, ξεπερνά τα όρια της Αργεντινής, γεννά μίση και αντιπαλότητες σε όλο τον κόσμο, καυγάδες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το Μπουένος Άιρες, οπαδούς και εχθρούς ανά την υφήλιο. Το Superclasico θα είναι πάντα μια κατηγορία από μόνο του και μια από τις πιο ιστορικές του στιγμές, καταγράφηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1928.

Μπόκα Τζούνιορς – Ρίβερ Πλέιτ 6-0

Στο παλιό γήπεδο με τις ξύλινες κερκίδες εντός της γειτονιάς της, στο οποίο αγωνίστηκε μέχρι το 1938, η Μπόκα Τζούνιορς πετύχαινε μια νίκη που, ακόμα και σήμερα, θεωρείται αξεπέραστη. Τον καιρό του ερασιτεχνισμού, όταν η Αργεντινή έχτιζε τη δική της ποδοσφαιρική ταυτότητα και αποδεσμευόταν από τις αγγλικές επιρροές, όταν η μπάλα άνθιζε στους δρόμους και τα portreros για να ταυτιστεί με την εθνική ταυτότητα του λαού, ακόμα και τότε, στα παιχνίδια της Μπόκα με τη Ρίβερ δεν υπήρχε έλεος. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1928, λοιπόν, οι «Σενέισες» υποδέχονταν στην έδρα τους, στο παλιό γήπεδο της Λα Μπόκα, τον μεγάλο αντίπαλο από τη Ρεκολέτα, καθώς ακόμα δεν είχε μετακομίσει στο Νούνιες.

Μόλις στο τρίτο λεπτό, ο Ντομίνγκο Ταρασκόνι άνοιξε το σκορ και προϊδέασε για εκείνα που έρχονται. Τη σκυτάλη πήρε ο Εστέμπαν Κούκο στο 30′ ενώ ο Ταρασκόνι σκόραρε ξανά, για να διαμορφώσει πριν το ημίχρονο το 3-0. Σ’ αυτόν τον άτυπο μεταξύ τους διαγωνισμό, Ταρασκόνι και Κούκο αναδείχθηκαν ισόπαλοι, καθώς ο δεύτερος έστειλε ξανά την μπάλα στα δίχτυα στο 55′, ενώ ο Ρομπέρτο Τσέρο στο 70′ έγραψε το 5-0. Ο κόσμος στις κερκίδες παραληρούσε και ο Τσέρο έφερε την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στους σκόρερς, γράφοντας το τελικό 6-0. Η αλήθεια όμως, είναι ότι κατά τη διάρκεια του αγώνα είχαν συμβεί πολλά, τα οποία ευνόησαν τους γηπεδούχους.

Η μεγάλη ατυχία της Ρίβερ Πλέιτ

Η ατυχία χτύπησε από νωρίς την πόρτα της Ρίβερ, καθώς μόλις στο 20′, με το σκορ ακόμα στο 1-0, ο Αλεχάνδρο Γκίγλιο και ο Χερόνιμο Ουριάρτε κουτούλησαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν στο κεφάλι σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορούν να συνεχίσουν. Μιλάμε για το 1928, όταν οι αλλαγές ακόμα στο ποδόσφαιρο δεν υπήρχαν, οπότε οι «εκατομμυριούχοι», πριν ακόμα αποκτήσουν αυτό το προσωνύμιο, κλήθηκαν να αγωνιστούν για τα υπόλοιπο του αγώνα με εννέα παίκτες. Ήταν σαφές ότι με το αριθμητικό μειονέκτημα δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην επέλαση των αγριεμένων αντιπάλων τους, που έβλεπαν μια εξαιρετική ευκαιρία για να ταπεινώσουν τους φιλοξενούμενους. Δέκα λεπτά πριν τη λήξη, ένας ακόμα ποδοσφαιριστής της Ρίβερ, ο Φρανσίσκο Γκονδάρ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγωνιστικό χώρο, αφήνοντας την ομάδα του με οκτώ παίκτες.

Δύο λεπτά αργότερα, ο Ρομπέρτο Τσέρο έστελνε για έκτη φορά την μπάλα στα δίχτυα. Ο θρυλικός μπομπέρ της Μπόκα ήταν πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου μέχρι το 2010, όταν τον ξεπέρασε ο Μάρτιν Παλέρμο, ενώ κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα με την «χρυσομπλέ» φανέλα και αναδείχθηκε ισάριθμες φορές πρώτος σκόρερ της ομάδας του. O «χρυσοκέφαλος», όπως τον φώναζαν λόγω της εξαιρετικής ικανότητάς του με το κεφάλι, ήταν εκείνος που έβαλε το κερασάκι στην τούρτα και προκάλεσε την υποχώρηση των αντίπαλων.

Η αποχώρηση της Ρίβερ

Συντετριμμένη και μην μπορώντας να συνεχίσει, η Ρίβερ ζήτησε μέσω του αρχηγού της Καμίλο Μπονέλι, από τον διαιτητή της αναμέτρησης να λήξει το ματς νωρίτερα. Το γήπεδο «γκρεμίστηκε» από τους πανηγυρισμούς. Ο κόσμος είχε παρακολουθήσει κάτι που γνώριζε πως ίσως δεν συμβεί ποτέ ξανά στην ιστορία. «Η Μπόκα είναι από ατσάλι. Εμπνέει ασφάλεια σε όλες τις θέσεις, δυνατή στην άμυνα και απίστευτα επικίνδυνη στην επίθεση. Εξοντώνει εντελώς τους αντιπάλους της», έγραψε η εφημερίδα Ultima Hora για τον αγώνα που βρήκε την Μπόκα νικήτρια με 6-0.

Το ρεκόρ αυτό δεν κατάφερε καμιά ομάδα να το σπάσει στην πορεία των μεταξύ τους αγώνων. Τον Οκτώβριο του 1972 διεξήχθη το Superclasico με τα περισσότερα γκολ, όταν η Μπόκα έβαλε μεν ένα γκολ λιγότερο από το 1928, ωστόσο δέχθηκε και τέσσερα. Ο παίκτης, πάντως, με τα περισσότερα γκολ ενάντια στην Μπόκα δεν έπαιζε εκείνη την περίοδο. Ήρθε αρκετά χρόνια αργότερα και φιλοδώρησε τους «Μιγιονάριος» με 10 γκολ σε 7 αγώνες, από το 1960 μέχρι το 1964. Δεν ήταν άλλος από τον Βραζιλιάνο Πάουλο Βαλεντίμ, τον οποίο ο Μάρτιν Παλέρμο δεν κατάφερε να ξεπεράσει, μένοντας δεύτερος.

Πηγή: Fanatico