Στο δεύτερο ημίχρονο του ντέρμπι στο ΟΑΚΑ ο Παναθηναϊκός έμοιαζε με μια ομάδα που αποφάσισε να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού της. Κράτησε την μπάλα πολύ λιγότερο (28%) από το συνηθισμένο του (57,8%), επιτέθηκε πολύ λιγότερο (6 οργανωμένες επιθέσεις) από τον “φετινό” μέσο όρο του (16 οργανωμένες επιθέσεις) και κάπως έτσι έφτασε μόνο σε δύο εκτελέσεις, που είναι πολύ λιγότερες από αυτές που έχει κατά μέσο όρο στο β’ ημίχρονο (7). Τα xGoals του σε αυτό το ημίχρονο (0.26) είναι η χαμηλότερη τιμή που είχε στο β’ ημίχρονο ενός αγώνα στον καιρό του Ρουί Βιτόρια.
Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με την αίσθηση που δημιουργούν αυτοί οι αριθμοί σε συνδυασμό με τα “δεδομένα” της ΑΕΚ στο β’ ημίχρονο (5 τελικές, 72% κατοχή, 26 οργανωμένες επιθέσεις) ο Παναθηναϊκός ήταν η “καλύτερη ομάδα” του β’ ημιχρόνου. Πώς ορίζεται το “καλύτερη”; Ήταν η πιο αποτελεσματική – δηλαδή αυτή που είδε το σχέδιό της να φέρνει αποτέλεσμα. Και όπου “αποτέλεσμα” δεν είναι μόνο το ότι δεν δέχθηκε γκολ αλλά κυρίως ότι δεν επέτρεψε στην ΑΕΚ να δημιουργήσει μεγάλη ευκαιρία (τα xGoals της στο β’ ημίχρονο ήταν 0.65).
Γιατί κατάφερε να είναι πιο αποτελεσματικός ο Παναθηναϊκός; Όχι επειδή υπερτερούσε τακτικά, ή τεχνικά. Η υπεροχή του ήταν στο ψυχικό και – κυρίως – το πνευματικό κομμάτι. Ήταν μια ομάδα πολύ συγκεντρωμένη στο πλάνο της, δηλαδή πολύ συγκεντρωμένη κατά την αμυντική λειτουργία. Είχε μονίμως έγκαιρη και αποτελεσματική αντίδραση στην δράση της ΑΕΚ. Και γι’ αυτό κατάφερε να κρατήσει την ΑΕΚ ακίνδυνη.
Φυσικά ένα μέρος της εξήγησης για αυτό είναι σχετικό με την αγωνιστική κατάσταση των τριών επιθετικών που είχε στο βασικό της σχήμα η ΑΕΚ, των οποίων τη βοήθεια αναζητούσε μάταια για περίπου 75’ λεπτά ο Ορμπελίν Πινέδα όταν προσπαθούσε να δημιουργήσει επικίνδυνες καταστάσεις. Όμως ο Γκαρσία, ο Μαρσιάλ και ο Λαμέλα δεν μπήκαν στο ντέρμπι όχι μόνο επειδή δεν είχαν προετοιμαστεί καλά ψυχικά και πνευματικά αλλά και επειδή οι αντίπαλοί τους αποδείχθηκαν καλά διαβασμένοι και πολύ καλά προετοιμασμένοι ψυχολογικά και πνευματικά για να τους αντιμετωπίσουν.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ο Ρουί Βιτόρια έχει αποφασίσει να ακολουθεί μονίμως αυτή την πεπατημένη στα ντέρμπι. Το πρώτο 15’λεπτο του ντέρμπι με τον Ολυμπιακό και το διάστημα 20’- 45’ του ντέρμπι με την ΑΕΚ δείχνουν ότι ο Πορτογάλος θέλει να “ακούσει” την επιθυμία των ποδοσφαιριστών του και να επιτρέψει στην ομάδα του να δοκιμάσει αφενός να κρατήσει περισσότερο την μπάλα και αφετέρου να γίνεται πιεστική, κατά την φάση άμυνας, πιο ψηλά στο τερέν. Φαίνεται όμως ότι ακόμη το επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η ομαδική λειτουργία δεν έχει πείσει τον Βιτόρια ότι η ομάδα του έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ωρίμανσης που να τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι ώρα να εμπιστευθεί αυτόν τον δρόμο. Με άλλα λόγια δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν πάει με το ίδιο σχέδιο ο Βιτόρια και στο Καραϊσκάκη για να αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό. Δεν ξέρουμε όμως ακόμη αν αυτόν τον δρόμο θα τον ακολουθεί και στα επόμενα ντέρμπι μέχρι το τέλος της σεζόν και αν θα μπει με αυτό το τακτικό πλάνο στα Play Off. Με τον ρυθμό που εξελίσσεται η ομάδα του και βελτιώνει την απόδοσή της, μπορεί να τον πείσει για να την εμπιστευθεί και να την βάλει να επιτεθεί.
Μέχρι εδώ, στα ντέρμπι ο Βιτόρια παίζει στα ντέρμπι για την “επιβίωση” του Παναθηναϊκού, ή πιο σωστά για να αγοράσει τον χρόνο που του χρειάζεται για την βελτίωση της απόδοσης της ομάδας του στο πρώτο στάδιο της επιθετικής ανάπτυξης και στο πρέσινγκ ψηλά. Το αποτέλεσμα της Κυριακής του έδειξε ότι ο δρόμος που επέλεξε φέρνει νίκη. Το απόγευμα της Κυριακής θα μάθουμε αν θα πάει πάλι από τον ίδιο δρόμο απέναντι στον Ολυμπιακό.
Πηγή: Gazzetta