Του Βασίλη Σαμπράκου
Πέντε χρόνια πίσω, τέτοιες μέρες, βρισκόμουν σε ένα συγγενικό σπίτι στην Αγία Άννα. Την επομένη του δεκαπενταύγουστου η Εθνική Ομάδα πόλο έδινε τον αγώνα της για την φάση των 16, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, απέναντι στην Ιταλία. Ο Αλέξανδρος, ο ανιψιός μου που ήταν τότε 16 ετών και έπαιζε πόλο, ήρθε στο σπίτι με έναν φίλο του, έναν άλλο Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν τότε 17 ετών και έπαιζε πόλο. Ήρθαν σπίτι για να δούμε παρέα τον αγώνα της Εθνικής Ομάδας. Εκείνος ο Αλέξανδρος είναι ο σημερινός Ολυμπιονίκης, ένας από τους βασικούς συντελεστές της μεγαλύτερης πορείας της Εθνικής Ελλάδας στην Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ένα παιδί 17 ετών που έχει ήδη κάνει ντεμπούτο στην Εθνική Ανδρών, από τα 16 του, και ακούει από το κοινωνικό περιβάλλον του ότι είναι ένα μεγάλο ταλέντο συνήθως είναι ένα παιδί που δίνει μεγάλη μάχη να μη καβαλήσει το καλάμι και χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Η συμπεριφορά αυτού του παιδιού εκείνο το βράδυ δεν σε άφηνε να αμφιβάλεις για αυτό: τα πόδια, μαζί με το βλέμμα, στο έδαφος. Από την συμπεριφορά του ανέβλυζε επίγνωση. Ήξερε ποιος είναι, δηλαδή τι προσόντα έχει, αλλά ήξερε και πού βρίσκεται, δηλαδή ότι ακόμη ήταν πολύ νωρίς για εφησυχασμό και έπαρση.
Παρακολουθώντας τον αγώνα με δύο νέα παιδιά που έπαιζαν πόλο, έβλεπα τη λάμψη στα πρόσωπά τους. Τον θαυμασμό για αυτούς που “τα κατάφεραν” και βρίσκονταν με το σκουφάκι της Εθνικής σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Την φιλοδοξία του “να φτάσω κι εγώ εκεί”. Όμως σε όλη τη βραδιά δεν την άκουσα αυτή την φράση. Δηλαδή δεν άκουσα ποτέ τον Αλέξανδρο να κάνει τον πρόλογο των οραμάτων του.
Προφανώς ναι, την πολλή δουλειά σε αυτό που συνάντησα εγώ τον Αύγουστο του 2016 την είχε κάνει ο πατέρας, ο Ολυμπιονίκης του πόλο Τάσος Παπαναστασίου, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες του αθλήματος. Μου έχει τύχει όμως να συναντήσω αρκετούς αθλητές που ήταν/είναι γιοι μεγάλων αθλητών. Και μπορώ, με λίγες λέξεις, να βεβαιώσω ότι αυτό δεν είναι από μόνο του “αρκετό”. Δεν συμβαίνει σε όλα τα ομαδικά αθλήματα – συμβαίνει κυρίως στο πόλο, διότι είναι τέτοιο και το αθλητικό περιβάλλον, που βοηθάει και υποστηρίζει τη δουλειά που κάνει το οικογενειακό περιβάλλον στο κομμάτι της νοοτροπίας.
Καμαρώνοντας τον Παπαναστασίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, αναλογιζόμουν πόσες και πόσο μεγάλες νοητικές υπερβάσεις έχει πετύχει ένα παιδί που στους προηγούμενους Ολυμπιακούς Αγώνες φορούσε το μαγιό του για να κάνει εφηβικές διακοπές στην Αγία Άννα. Από το 2016 μέχρι σήμερα, ο Παπαναστασίου είχε κάνει πάρα πολλά άλματα: μεταγραφή, το 2018, στην Γιούνγκ του Ντουμπρόβνικ για να κάνει με επιτυχία πρωταθλητισμό σε ξένη χώρα, χρυσά μετάλλια σε ευρωπαϊκό και παγκόσμια πρωταθλήματα με την Εθνική Νέων, χάλκινο μετάλλιο με την Εθνική Ανδρών στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2020. Με άλλα λόγια, υπάρχει αθλητική εξήγηση σχετικά με το πώς προετοίμασε τον εαυτό του για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο απόδοσης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Είχε τις παραστάσεις, έχτισε και τόνωσε την αυτοπεποίθηση, έγινε μέλος μιας Εθνικής Ομάδας που έδεσε, δέθηκε, και ωρίμασε τόσο που να συμπεριφερθεί σαν πρωταθλήτρια σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Παρ’ όλα αυτά όμως, επειδή κουβεντιάζουμε για ένα νέο παιδί, 22 ετών, το γεγονός παραμένει: για να χτίσει τη νοοτροπία του σε αυτούς τους Αγώνες χρειάστηκε να σκεφτεί υπερβατικά, δηλαδή να πιστέψει ότι μπορεί να πετύχει κάτι που οι προηγούμενοι Έλληνες, ανάμεσά τους και το πρότυπό του – ο πατέρας του, δεν είχαν καταφέρει. Διάβαζα λόγια του πατέρα του, που έλεγε ότι “όταν φτάναμε στην 4αδα, λέγαμε ότι πετύχαμε, αυτό ήταν το ταβάνι μας”. Και είναι ακριβώς αυτό, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και όλα τα μέλη της Εθνικής Ομάδας στο Τόκιο τρύπησαν το εθνικό ταβάνι του αθλήματος.
Πίσω στο 2016 στην Αγία Άννα, θυμάμαι να ακούω ιστορίες για αυτό το παιδί και την συμπεριφορά του. Ιστορίες που περιέγραφαν ένα στοχοπροσηλωμένο παιδί, που έδινε όλη του την ενέργεια στα μαθήματα και το πόλο. Η προσήλωση στα μαθήματα τον έφερε στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάζει Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος, δηλαδή μια επιστήμη με την οποία θέλει να ασχοληθεί μετά το πόλο. Η προσήλωση στο πόλο έχουμε πλέον όλοι καταλάβει πού τον έφτασε.
Και γιατί δεν πήγαινε στο Survivor;
Αν σκεφτόταν όπως ο μέσος Έλληνας της ηλικίας του, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου θα είχε κάνει μια διαφορετική επιχειρηματική τοποθέτηση: με το σώμα και το πρόσωπο που έχει, θα είχε δηλώσει συμμετοχή σε ένα Survivor, και θα είχε διεκδικήσει εκείνο το χρηματικό έπαθλο, το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο (ήταν 250 χιλιάδες €, είναι 100 χιλιάδες €) από αυτό που θα εισπράξει για την ιστορική επιτυχία του ασημένιου μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και οι followers του στο instagram δεν θα ήταν 4756, που είναι σήμερα, δεδομένου ότι ο τελευταίος νικητής του Survivor, τον περασμένο Ιούλιο, μετρά σήμερα 164 χιλιάδες followers και θα αρχίσει να αξιοποιεί τον λογαριασμό του εμπορικά, ως influencer, αν δεν το κάνει ήδη. Όπως όμως δείχνει η επιλογή των Ολυμπιονικών του πόλο να δωρίσουν ήδη το μισό πριμ των 200.000 €, που τους προσέφερε ο Βαγγέλης Μαρινάκης, στους πυρόπληκτους, ο Παπαναστασίου δεν σκέφτεται όπως ο μέσος Έλληνας. Δεν είναι “Survivor”, τα νοήματά του.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και οι άλλοι 12 που παρέλαβαν το Ολυμπιακό Μετάλλιο είναι πλέον πλούσιοι. Όχι με όρους επιχειρηματικούς· με όρους αθλητικούς, και ψυχικούς. Όταν φέρνω στο μυαλό μου το βλέμμα εκείνου του παιδιού που έβλεπε μαζί μου την Εθνική Ομάδα του πόλο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016, μπορώ εύκολα να πω ότι αυτός ο νέος άντρας σήμερα νιώθει πλούσιος. Κέρδισε μια ιστορία που θα θυμάται μέχρι να κλείσει τα μάτια του. Μια ιστορία που θα διηγείται στην οικογένεια, τους φίλους, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Μπήκε στην ιστορία του αθλήματος και έγινε αθάνατος. Στα μάτια της δικής του κοινωνίας, του αθλήματος που αγαπά, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα καταφέρει ποτέ να γίνει ένας influencer των reality shows. Πρότυπο. Ιερό τέρας. Αξιοσέβαστος. Διαχρονική αξία. Κάποιος που θα τον τιμούν για πάντα επειδή τίμησε το άθλημα με την αγωνιστική συνεισφορά του σε μια ιστορική επιτυχία και με το ήθος του.
Πηγή: Gazzetta