Επιλογή Σελίδας

Το λες και ειρωνεία της τύχης. Δεν το λες απλώς (εν είδει σχήματος λόγου), αλλά είναι όντως ειρωνεία της τύχης το ότι ο Γιάννης Διακογιάννης έφυγε από τη ζωή μεσούντος του Μουντιάλ!

Αστειεύομαι, αλλά φαίνεται πως ο Πανάγαθος εκεί ψηλά μεράκλωσε για τα καλά και μετά τους καθ’ όλα άξιους Αλέξη Σπυρόπουλο και Σωτήρη Κωσταβάρα, γούσταρε, διάβολε, να πάρει και μια εσάνς από του Διακογιάννη τη φωνή.

Τη φωνή, που “πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί”, όπως υπερθεμάτιζε στην μπαλάντα του και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.

Η φινέτσα και το ποδόσφαιρο των ρομπότ

Μας δονούσε πάντοτε, όπως εκείνο το βράδυ της 11ης Ιουλίου του 1982, στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου της Μαδρίτης, όπου, μετά το γκολ του Αλτομπέλι με το οποίο οι Ιταλοί προηγήθηκαν με 3-0 στον τελικό του Μουντιάλ, απέναντι στη Γερμανία (3-1) ξεσάλωσε με τον δικό του τρόπο. “Το μπρίο, η φινέτσα, η φαντασία απέναντι στο ποδόσφαιρο των ρομπότ”!

Σε τέτοιες περιπτώσεις που εκδημούν άνθρωποι με τους οποίους μεγαλώσαμε, συνηθίζω να γράφω ότι μαζί τους κηδεύουμε (και) τη νιότη μας, όπως είχε γράψει ο Φρέντι Γερμανός, όταν πέθανε η Τζένη Καρέζη ή η Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Εγώ -όπως και πολλοί άλλοι αθλητικοί δημοσιογράφοι- με το φευγιό του “Ζανό”, εκτός από τη νιότη, την αθωότητα και την αγνότητα μας, κηδεύουμε επίσης και κάμποσα άλλα πράγματα.

Κηδεύουμε τη Σειρήνα μας

Ενταφιάζουμε μαζί του το ίνδαλμα της ζωής μας, τον λόγο της ύπαρξης μας στη ρουφιάνα τη δημοσιογραφία, τη Σειρήνα που με το γλυκόλαλο τραγούδι της ήχησε στ’ αυτιά μας κάποτε και μας γήτεψε ανεπανόρθωτα!

Δεν υπάρχει κανείς στο σινάφι μου ο οποίος να έχει περάσει τα σαράντα- πόσο μάλλον εγώ που κοντεύω τα εξήντα- και να μην ένιωσε στα μικράτα του αυτό το μελωδικό τιτίβισμα του Διακογιάννη στ’ αυτιά του, να μην παρασύρθηκε από το στιλ και τη φινέτσα του και να μην θέλησε να υποκύψει στον πειρασμό.

Θέλω να γίνω σαν τον Διακογιάννη

Αυτό είπα κι εγώ όντας ακόμη πιτσιρικάς -δεν είχα καν πάει στο λύκειο- βλέποντας τον στην “Αθλητική Κυριακή” και ακούγοντας τον στις μεταδόσεις που με μάγευαν και με αιχμαλώτιζαν. Γελώ τώρα που το γράφω, αλλά η πρώτη επαφή μου μαζί του, εξ αποστάσεως βεβαίως, υπήρξε προϊόν μιας παρήχησης!

Το γκολ και ο Άλαν Μπολ

Ήμουν οκτώ χρονών όταν ο Παναθηναϊκός αντιμετώπιζε την Εβερτον στο “Γκούντισον Παρκ” και την ώρα που διάβαζα για τα μαθήματα της επόμενης μέρας, πεταγόμουν κάθε φορά στο σαλόνι όπου είχαμε την τηλεόραση ακούγοντας τον να λέει “γκολ”.

Αμ δεν έλεγε “γκολ”, αλλά “Μπολ” και αναφερόταν στον θρυλικό Άλαν Μπολ, ο οποίος πέντε χρόνια νωρίτερα είχε οδηγήσει την Αγγλία στη νίκη επί της Δυτικής Γερμανίας στον αλήστου μνήμης τελικό του Μουντιάλ στο Γουέμπλεϊ.

Παρεμπιπτόντως από τότε πέρασαν κιόλας 56 χρόνια και ο Θεός δεν εννοεί να σώσει ούτε τη Βασίλισσα, ούτε τον νεόκοπο Βασιλιά!

“Σσσσσς…έφυγε ο Ελύτης”!

Κανονικά σήμερα δεν θα έπρεπε να γράψω τίποτε, παρά μόνο να ακολουθήσω το παράδειγμα της εφημερίδας “Sportime”, η οποία στις 19 Μαρτίου του 1996 κυκλοφόρησε με ένα πρωτοσέλιδο που παραμένει εμβληματικό στα χρονικά του ελληνικού τύπου. “Σσσσσς…έφυγε ο Ελύτης”!

Το ίδιο θα έκανε και σήμερα, σήμερα που παρεμπιπτόντως είναι Τρίτη και 13, ο Χάρης Ξύδης…

Θα ζητούσε να βγάλουμε τον σκασμό, διότι έφυγε ο Διακογιάννης. Έφυγε και δεν θα μας ξεπλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός από τις κάθε λογής αμαρτίες μας, τους σολοικισμούς, τις υπερβολές στις εκφράσεις μας και δεν συμμαζεύεται.

Το εννοώ αυτό, διότι όλα αυτά τα χρόνια που διακονώ τη δημοσιογραφία, αμέτρητες φορές κτύπησε το τηλέφωνο μου και βλέποντας στο καντράν τον αριθμό του, δαγκωνόμουν.

Ωχ, κάποια μ@@@@α θα είπα πάλι και με παίρνει για να μου βάλει χέρι“! Ουδέν αληθέστερον τούτου, τηλεφωνούσε για να κάνει κάποιο σχόλιο και να μου βάλει χέρι!

Ο Διακογιάννης αγαπούσε το ποδόσφαιρο, λάτρευε τον στίβο, που τον αποκαλούσε “βασιλιά των σπορ”, αλλά γούσταρε και τα δυο δικά μου σπορ, το μπάσκετ και το γουότερ πόλο.

Το Σπλιτ και τα Gauloises

Οι παλιοί παίκτες τον θυμούνται στα κλειστά γήπεδα, αλλά και στις πισίνες, ειδικότερα στους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθόσον λόγω και της μοναδικής και αξεπέραστης κουλτούρας του ήταν ένας ιεροφάντης των σπορ.

Μιας και το ‘φερε η κουβέντα, το 1979, όταν η Εθνική μπάσκετ διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία στον τελικό των Μεσογειακών αγώνων στο Σπλιτ, ο Διακογιάννης ήταν ο πρώτος που (όπως θυμάται ο Παναγιώτης Γιαννάκης) μούνταρε μέσα στον αγωνιστικό χώρο για να πανηγυρίσει μαζί τους.

Πέρα και πάνω από το ποδόσφαιρο, τον στίβο, το μπάσκετ, το γουότερ πόλο και πάει λέγοντας στα εντός παιδιάς δρώμενα, ο Διακογιάννης είχε και ένα αθεράπευτο πάθος. Δεν εννοώ το κάπνισμα, αν και νιώθω πως η βαριά μυρωδιά από εκείνα τα μπλε Cauloises που φούμαρε, θα διαπερνάει ακόμη και το μνήμα του.

Η Πιαφ, ο Μπρελ, ο Πελέ και το “Έτσι δεν είναι;”

Τη μουσική, εννοώ, αυτό ήταν το μεγάλο πάθος του και μπροστά σε αυτές τις μελωδικές και μαγικές βραδινές εκπομπές του, τύφλα να ‘χουν οι μεταδόσεις που μας άφησε ως παρακαταθήκη.

Ήταν τότε που η Εντίθ Πιαφ και ο Ζακ Μπρελ άφηναν τη σκόνη τους να πέφτει πάνω στα μούτρα του Πελέ, του Ντιέγκο Μαραντόνα, του Φέρεντς Πούσκας, του

Γιόχαν Κρόιφ, του Φραντς Μπενεκενμπάουερ, του Καρλ Λιούις, της Ντον Φρέιζερ, του Μαρκ Σπιτς, του Λάσε Βίρεν και δεν πάει λέγοντας.

“Έτσι δεν είναι;” όπως συνήθιζε να λέει και ο ίδιος. Με αυτή την ατάκα μεγαλώσαμε λοιπόν, χώρια οι γνώσεις του που είχαν γεννήσει κιόλας μπόλικους αστικούς μύθους, όπως για παράδειγμα το ότι σε ένα Μουντιάλ έγινε, λέει, ένας διαγωνισμός ερωτήσεων και ο Διακογιάννης τους ξεφτίλισε όλους.

Εάν τότε υπήρχε το παιχνίδι “Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;”, δεν θα χρειαζόταν καν το ερωτηματικό. Θα γινόταν ελόγου του δισεκατομμυριούχος!

Υπήρχε βεβαίως ένα άλλο παιχνίδι, που όπως έγραψα και πρωτύτερα, μας άρεσε και μας ιντρίγκαρε να το παίζουμε μικροί.Το “Ποιος θέλει να γίνει Διακογιάννης;”

Κανείς μας δεν έγινε, άλλωστε ο καθένας έχει τη δική του ταυτότητα, τη δική του φυσιογνωμία, τη δική του τεχνοτροπία, οπότε αυτή η αντιπαραβολή δεν βγάζει νόημα και δεν έχει λόγο να υφίσταται.

Όπως κάθε μεγάλος στο χώρο του, πολλώ δε μάλλον όταν υπήρξε κιόλας πιονιέρος, ο Διακογιάννης ήταν ένας και μοναδικός, οπότε πάμ’ παρακάτω.

Τα 11 μπουκάλια κρασί και τα… άπαντα του

Παρακάτω είναι μια βραδιά (όχι στο Λεβερκούζεν, αλλά) στη Βαρκελώνη, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Ήταν Σάββατο βράδυ, 7 Μαΐου του 2011, σε ένα εστιατόριο στο Port Olimpic της Βαρκελώνης, όπου είχε έλθει για να παρακολουθήσει το Final 4 της Ευρωλίγκας, στο οποίο ο Παναθηναϊκός έραψε το έκτο αστέρι στη στολή του.

Πήγαμε βραδάκι, επτά νοματαίοι, εάν τους θυμάμαι καλά: ο Διακογιάννης, ο Θανάσης Ασπρούλιας, ο Σωτήρης Βετάκης, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, ο Άρης Λαούδης, ο Βασίλης Παπανδρέου και εγώ. Πήγαμε όρθιοι και λίγο έλειψε να φύγουμε ανάσκελα!

Φάγαμε τον άμπακο, δεν έμεινε ούτε λέπι από τα ψάρια, ήπιαμε – θυμάμαι επακριβώς- 11 μπουκάλια άσπρο κρασί και το σουαρέ εξελίχθηκε μια μυσταγωγική παννυχίδα!

Εκείνο το βράδυ ο Διακογιάννης τα είπε όλα, τα πάντα όλα!

Κρίμα που δεν είχαμε μαζί μας κάποιο κασετόφωνο ή δεν άνοιξε κάποιος απ’ όλους μας το κινητό του ώστε να τον ηχογραφήσει και να έχει τα άπαντα του!

Φαγωμένοι, πιωμένοι, σχεδόν μεθυσμένοι, ευρισκόμενοι σε μια φάση μέθεξης γυρίσαμε κιόλας με τα πόδια στο ξενοδοχείο και στη μια ώρας που περπατάγαμε, ο Διακογιάννης μας χάρισε και το παράρτημα της αυτοβιογραφίας του.

Έφυγε λοιπόν…

Τρόπος του λέγειν, έφυγε, διότι αφήνει πίσω του μια ανεκτίμητη διαθήκη που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στα σεντούκια του θησαυροφυλακίου της συλλογικής μνήμης.

Σε ευχαριστούμε πολύ για όλα, Γιάννη Διακογιάννη, μακαρία σου η οδός.

Πηγή: Sport24