Επιλογή Σελίδας

Του Ιάσονα Θεριού

Το σχεδόν ανατριχιαστικό μειδίαμα χαραγμένο στο πρόσωπο του Τάιλερ Ντέρντεν, το χέρι του στο μάγουλο του.

Και ο ψίθυρος μιας φράσης να αφήνει τα χείλη του. «Μόνο αφού έχουμε χάσει τα πάντα, είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε το οτιδήποτε».

Το δέρμα του Νεμάνια Βίντιτς δεν χρειάστηκε να υπομείνει ποτέ τον πόνο ενός χημικού εγκαύματος, σαν αυτό με το οποίο ο Ντέιβιντ Φίντσερ, σκηνοθέτης του «Fight Club», “έκαψε” τον Αφηγητή σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της θρυλικής ταινίας. Η απώλεια του Σέρβου δεν είχε να κάνει με μερικά εκατοστά καμένης σάρκας στο πάνω μέρος του χεριού του και το φορτίο του στη, μετά τραύματος, ζωή του. ήταν πολύ πιο βαρύ από το να κουβαλά μια αηδιαστική ουλή πάνω του.

Ο Βίντιτς, χρόνια πριν φτάσει στο δικό του «οτιδήποτε», πραγματικά σχεδόν έχασε τα πάντα ένα απόγευμα του Οκτωβρίου το 2001.

Τα δικά του «πάντα»

Το σώμα του Βλάντα, του αδελφικού του φίλου, κατέρρευσε δίπλα του, ακόμη ιδρωμένο από το τρέξιμο, ακόμη φορώντας την προπονητική φόρμα του Ερυθρού Αστέρα. Και μαζί του κατέρρευσαν όλα εκείνα τα όνειρα που για πολλά χρόνια έκαναν παρέα τα δύο παιδιά.

Τα πόδια τους αντάλλαζαν πασούλες και τα κεφάλια τους “ζωγράφιζαν” σκηνές από το μέλλον τους, στην προσπάθειά τους να κλείσουν τα αφτιά τους στα πολεμικά αεροπλάνα που έσχιζαν τον ουρανό από πάνω τους, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τις βόμβες που έβλεπαν να πέφτουν γύρω τους.

Στις σκηνές του “αύριό” τους πρωταγωνιστούσαν μαζί, παίζοντας ποδόσφαιρο, φορώντας την αγαπημένη τους ερυθρόλευκη φανέλα, κατακτώντας τίτλους. Πάντα μαζί.

Όπως μαζί, μόλις στα 15 τους, μπήκαν σε εκείνο το λεωφορείο που έφευγε από το Ούζιτσε, μια μικρή πόλη της Σερβίας, με προορισμό την πρωτεύουσα.

Οι τρεισήμισι ώρες της διαδρομής φάνταζαν ατελείωτες, σήμαναν όμως την αρχή του ονείρου των δύο κολλητών, οι οποίοι πλέον ήταν μέλη των ακαδημιών του Αστέρα. Πέντε χρόνια αργότερα τα ίδια αγόρια ήταν έτοιμα να αποτελέσουν τους νέους που θα “εισέβαλαν” στην πρώτη ομάδα.

Η αδύναμη καρδιά του Βλάντα όμως σταμάτησε να χτυπά, πολύ πριν ζήσουν όσα ονειρεύτηκαν. Ο 20χρονος τότε Νεμάνια είδε την τελευταία πνοή του κολλητού του να αφήνει το κορμί του, έτσι τρεμάμενο και σωριασμένο στο ίδιο χορτάρι που λίγες στιγμές πριν “κατέστρεφαν” με τα εξάταπά τους σε μια ακόμα προπόνηση. Και αυτό τού στέρησε για κάποιο διάστημα τα δικά του «πάντα».

Ο τότε προπονητής του, Ζόραν Φιλίποβιτς, παραδέχθηκε χρόνια αργότερα πως ο Βίντιτς, μετά την τραγωδία, ήταν στο όριο του να παρατήσει το ποδόσφαιρο. «Μετά τον θάνατο του Βλάντα, ο Βίντιτς είχε πολλά προβλήματα, χρειάστηκε να του μιλήσω πολλές φορές για να τον βοηθήσω να τα ξεπεράσει. Ήταν κάτι πολύ δύσκολο για εκείνον ψυχολογικά, είχε μείνει μακριά από το ποδόσφαιρο και βρισκόταν για μήνες σε βαθιά κατάθλιψη», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Το ποδόσφαιρο, το όνειρο εκείνου του πιτσιρικά να παίξει επαγγελματικά ήταν τα δικά του «πάντα». Αυτά που έγιναν το κράνος του απέναντι στις βόμβες που έβλεπε να σκάνε στη χώρα του. Αυτά που του φώτιζαν μια διαδρομή μακριά από τη φρίκη του πολέμου που περιτύλιξε τα παιδικά του χρόνια. Σε όλα του τα σχέδια, σε όλες του τις ευχές ήταν μαζί με τον κολλητό του.

Μετά τον χαμό του όμως, για πρώτη φορά βρέθηκε μόνος, εγκλωβισμένος στις υποσχέσεις του μέλλοντος τους. Ο θάνατος του Βλάντα έσβησε βίαια τα «πάντα» του Νεμάνια, ύψωσε ένα βουνό που φάνταζε ανυπέρβλητο ανάμεσα σε αυτόν και το όνειρό του.

Όμως όχι για πολύ.

Η αρχή του «οτιδήποτε»

Με τη βοήθεια του χρόνου και των συμπαικτών του ο Βίντιτς επέστρεψε. Δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Το κίνητρο του όμως, η ανάγκη του να φτάσει στην κορυφή ήταν και πάλι εκεί.

Όπως εκεί, κάτω από την ερυθρόλευκη εμφάνιση του Αστέρα, ήταν και η λευκή μπλούζα με το πρόσωπο και το όνομα του Βλάντα, η οποία έγινε κάτι σαν τον σιδερόπλεκτο θώρακά του, αυτόν που προστάτευε τους ιππότες κάτω από την πανοπλία τους. Δείχνοντάς τη, πανηγύριζε τα λίγα γκολ που πετύχαινε. Σαν μια μνήμη από το χθες και μια προειδοποίηση για το αύριο.

Ο πόνος του έγινε ασπίδα του και η επιθυμία του να κάνει τον κολλητό του περήφανο, κυνηγώντας τα όνειρά τους, ξίφος του. Ο Σέρβος αμυντικός έβγαινε στο γήπεδο έτοιμος για πόλεμο.

Στον Ερυθρό κατάλαβαν από νωρίς πως ο μικρός είναι ξεχωριστός, πως έχει όσα χρειάζεται για να μείνει στην ιστορία. Το μπράτσο του μόλις στα 22 του χρόνια άρχισε να κουβαλά το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Αστέρα, το βαρύτερο όλης της χώρας.

«Όταν παίζεις στον Ερυθρό Αστέρα, δεν μπορείς να πας πουθενά στη Σερβία χωρίς ο κόσμος να μιλά για σένα και την ομάδα. Όσον αφορά στην πίεση, το να παίζεις στη Γιουνάιτεντ δεν είναι τίποτα μπροστά στο να είσαι αρχηγός του Ερυθρού Αστέρα στα 22 σου», θα πει χαρακτηριστικά κάποια χρόνια αργότερα.

Κι όμως, αν και τόσο νέος, δεν υπήρχε κάποιος καλύτερος από αυτόν, κάποιος ικανότερος να γίνει ο ηγέτης μιας τόσο μεγάλης ομάδας και αυτό έλεγε πολλά για το ποιος ήταν. Ακόμα περισσότερα είπε το Νταμπλ στο οποίο οδήγησε τον Ερυθρό Αστέρα ο ίδιος τη σεζόν 2003-2004. Ναι, υπό τις δικές του οδηγίες, την πρώτη χρονιά στην οποία υπήρξε αρχηγός, η ομάδα κατάφερε να κατακτήσει Πρωτάθλημα και Κύπελλο, επικυρώνοντας την εντός συνόρων κυριαρχία της.

Ο Βίντιτς την ίδια στιγμή ήταν ήδη βασικό μέλος της Εθνικής ομάδας, Σερβίας-Μαυροβουνίου τότε ακόμη. Ήταν το… 1/4 εκείνης της μυθικής αμυντικής γραμμής, μαζί με Ντραγκουτίνοβιτς, Γκάβραντσιτς και Κρίσταγιτς, η οποία στα 10 ματς προκριματικών για το Μουντιάλ του 2006 δέχθηκε ένα και μόνο γκολ.

Το τέλος της χρονιάς του Νταμπλ τον είδε να μετακομίζει στη Ρωσία, για λογαριασμό της Σπαρτάκ Μόσχας. Εκεί έκατσε μόλις μια σεζόν. Μια μέρα το τηλέφωνό του χτύπησε και από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε τον Σερ Άλεξ να του λέει «Σε είδα να παίζεις με την Εθνική σου κόντρα στη Γαλλία, σε θέλω εδώ».

Έτσι απλά, βρήκε τον εαυτό του σε έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους του κόσμου και το «οτιδήποτε» είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται μπροστά του.

Είχε αρχίσει να αφήνει τη φαντασιακή, σουρεαλιστική χροιά του ακούσματός του και να γίνεται πραγματικότητα. Γιατί το να ξεπερνά ένα παιδί όλα τα εμπόδια που υψώθηκαν μπροστά του, να παλεύει με τους δαίμονές του, να ζει το όνειρό του και να φτάνει να αγωνίζεται σε ένα γήπεδο που μπορεί να φιλοξενήσει περισσότερους θεατές από όσοι ήταν οι κάτοικοι της πόλης του, σημαίνει πως θα είχε τη δύναμη να κάνει το οτιδήποτε και πως έφτανε σιγά-σιγά στο δικό του «οτιδήποτε».

Για να τα καταφέρει όμως, σύμφωνα με τον Τάιλερ Ντέρντεν, χρειάστηκε να χάσει τα πάντα. «Χωρίς τον πόνο, δεν θα είχαμε τίποτα», λέει σε μια άλλη ατάκα του ο ίδιος χαρακτήρας. Και πράγματι, ο πόνος του Βίντιτς, με τον σκληρό και ανορθόδοξο τρόπο που η μοίρα κάνει τα σχέδιά της, τον έκανε αυτό που είναι, του άνοιξε ένα μονοπάτι για να φτάσει εκεί όπου πάντα επιθυμούσε. Στην κορυφή.

Το «ne manuti» αυτού που δεν ένιωθε φόβο

Το «Nemanjia» είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα που θα ακούσει κανείς στη Σερβία. Δύσκολα όμως θα βρεθεί άνθρωπος πιο ταιριαστός με τη σημασία του από τον Βίντιτς. Το όνομα, όταν συναντήθηκε για πρώτη φορά τον 12ο αιώνα, προερχόταν από το σερβικό «ne manuti» ή «ne maniti» που σημαίνει να μην τα παρατάς, να δείχνεις επιμονή.

Έννοιες που περικλείουν σε σημαντικό βαθμό όλα αυτά που ήταν ο Βίντιτς ως αμυντικός, την κληρονομιά του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Κάθε μονομαχία ήταν ακριβώς αυτό. Μονομαχία. Και την αντιμετώπιζε σαν να εξαρτώνται τα πάντα από αυτή. Ίσως για αυτό η κερκίδα του Old Trafford να τον λάτρεψε, ίσως για αυτό να προειδοποιούσε χαρακτηριστικά με το τραγούδι της τους αντίπαλους επιθετικούς πως αυτός ο Σέρβος «θα σας δολοφονήσει».

Τα πράγματα στην Αγγλία φυσικά δεν ήταν από την αρχή εύκολα για τον Βίντιτς. Το να πηγαίνει σχεδόν από το πουθενά στην τότε Γιουνάιτεντ, στην τότε Premier League δεν ήταν απλό. Χρειάστηκε να περάσει αμέτρητες ώρες στο γυμναστήριο, ώστε να μπορέσει να σταθεί στο physicality του Αγγλικού Πρωταθλήματος.

Ακόμα και τις δυσκολίες της προσαρμογής του όμως, όλα αυτά που ήταν -ή μάλλον όσα αναγκάστηκε να γίνει- από μικρός τον έκαναν να τις αντιμετωπίζει με έναν διαφορετικό τρόπο. «Τα προβλήματα που οι περισσότεροι θεωρούν πολύ μεγάλα δεν είναι τόσο μεγάλα για μένα. Έχω μάθει να εκτιμώ τη ζωή λίγο παραπάνω», έλεγε. Και έτσι, ήταν απλώς θέμα χρόνου το να πετύχει, να ξεδιπλώσει στο υψηλότερο επίπεδο τη δική του αμυντική τέχνη, το δικό του «δεν τα παρατάω».

Ο Βίντιτς ήταν από εκείνους τους αμυντικούς που, και να μπορούσαν, δεν θα ήθελαν να κάνουν τίποτα άλλο στο γήπεδο. Σύμφωνα με τον Φέργκιουσον, «απλώς λάτρευε το να αμύνεται». Πράγματι, ένιωθε κανείς πως ζούσε για να… καταστρέφει. Μια μόνιμη σκιά, ένας εφιάλτης κολλημένος πίσω από τον φορ, που από την αρχή μέχρι και το τέλος του παιχνιδιού θα προσπαθούσε να βγει πρώτος σε κάθε μπάλα.

Κι αν κατάφερνε κανείς να την κοντρολάρει, θα τον ακολουθούσε μέχρι εκεί όπου δεν πάει, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει. Το να έβγαινε στην πλάτη του όμως ήταν ακόμα πιο τρομακτικό. Τότε ήταν που τον κυνηγούσε λυσσασμένα, τότε ένιωθε κανείς το γρασίδι να σείεται από τα βήματά του, τον ήχο της ανάσας του να πλησιάζει, γεμίζοντας ανασφάλεια το σώμα του επιθετικού.

Μια στιγμή του ήταν αρκετή για να τελειώσει τη φάση. Κάθε του αμυντική προσπάθεια είχε αυτόν ακριβώς τον στόχο. Να τελειώσει τη φάση. Για αυτό και τα αντανακλαστικά του τον ανάγκαζαν να αμύνεται με κάθε πιθανό τρόπο, χρησιμοποιώντας κάθε πιθανό μέρος του σώματος σε οποιοδήποτε σημείο, σαν αντί του τέρματος να προστάτευε την ίδια του τη ζωή.

Αμυνόταν με μια απόκοσμη άγνοια κινδύνου, έμπαινε σε μονομαχίες, κάνοντας τον θεατή να πιστεύει πως η σωματική του ακεραιότητα ήταν για τον ίδιο απλώς μια λεπτομέρεια. Ο τρόπος με τον οποίον έκανε τάκλιν, κυνηγούσε φάσεις, δεν ήταν ανθρώπινος. Θα ήταν, αν σου έδινε την αίσθηση πως φοβόταν, αλλά παρόλ’ αυτά έβαζε το σώμα του στη φάση.

Ο Βίντιτς όμως δεν φοβόταν. Φόβιζε. Δεν ήταν γενναίος, γιατί δεν αψηφούσε τον φόβο. Απλώς, δεν τον ένιωθε. Ήταν ατρόμητος.

Αντίθετα, κάθε δική του λεπτομέρεια ήταν τρομοκρατική για τους αντιπάλους του. Από το φλεγόμενο βλέμμα του μέχρι την επιτάχυνσή του για να φτάσει πρώτος στην κάθε διεκδίκηση, στο κάθε τάκλιν. Αυτή την επιτάχυνση που φάνταζε καταδικαστική για το κορμί του ίδιου και του δύσμοιρου που, ζαλισμένος από την ποδοσφαιρική αδρεναλίνη, αποφάσιζε πως είναι καλή ιδέα να τον ανταγωνιστεί. Ο Κάιλ Γουόκερ γνωρίζει για αυτήν ακριβώς την κακή απόφαση καλύτερα από τον καθένα.

Όταν κάποτε ρωτήθηκε ποιο θεωρεί το καλύτερό του τάκλιν, απάντησε πως δεν τα θυμάται όλα, γιατί σε αρκετούς αγώνες έπαιζε με διάσειση στο κεφάλι. Αυτό ήταν ο Βίντιτς. Αλλά όχι μόνο αυτό.

Ένας πραγματικός “κακός” που όλοι ζήλευαν

Η αυτοθυσία του, η επιθετικότητα της άμυνάς του και τα σκληρά του μαρκαρίσματα έμειναν στην ιστορία και από πολλούς εξυμνούνται μέχρι σήμερα. Αυτό που φαίνεται να έχει λησμονηθεί όμως είναι το πόσο ολοκληρωμένος υπήρξε ως αμυντικός.

«Επειδή ήταν τόσο καλός στο να επιτίθεται με την μπάλα, ο κόσμος παρέβλεπε το πόσο καλός ήταν και με αυτήν στα πόδιααυτό τον ενοχλούσε», έχει παραδεχθεί ο Φέρντιναντ. Ο Άγγλος και ο Βίντιτς έφτιαξαν ένα θρυλικό αμυντικό δίδυμο, από τα καλύτερα στην ιστορία της Premier League και της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Και ένα από τα πιο επιτυχημένα.

Στα οκτώ χρόνια που βρέθηκε στην ομάδα ο Σέρβος, ολοκλήρωσε το δικό του «οτιδήποτε» και πανηγύρισε ως ηγέτης των «Κόκκινων Διαβόλων» 15 συνολικά τίτλους, μεταξύ άλλων πέντε Πρωταθλήματα, τρία League Cup, ένα Champions League και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων. Μάλιστα, από το 2011 έως και το 2014 ο Βίντιτς φόρεσε ακόμα ένα περιβραχιόνιο, αυτό της Γιουνάιτεντ, της ομάδας όπου αγαπήθηκε περισσότερο από πουθενά, περισσότερο και από την ίδια του τη χώρα.

Και για έναν τέτοιο τύπο το να αγαπηθεί δεν ήταν απλή υπόθεση. Κανείς δεν θα αγαπήσει τον “κακό”. Αυτόν που ζει και αναπνέει για να στερεί τη μεγαλύτερη χαρά του ποδοσφαίρου, το γκολ.

Ειδικά όταν το κάνει με αυτόν τον άσπλαχνο, σχεδόν απάνθρωπο, τρόπο. Ειδικά όταν δεν έχει τη γοητεία που είχε ο Μαλντίνι, τη φινέτσα του Νέστα, την κλάση του Μπεκενμπάουερ.

Ο Βίντιτς ήταν από αυτούς τους παίκτες που ο καθένας θα σιχαινόταν να τον έχει απέναντί του, ήταν σχεδόν αντιπαθητικός. Η σκληρότητα και η δυναμικότητά του, ακόμα και το άγριο παρουσιαστικό του, δεν άφηναν, τα χρόνια που αγωνιζόταν τουλάχιστον, περιθώρια αναγνώρισης από τους αντίπαλους φιλάθλους ή τους ουδέτερους.

Ο Σέρβος ήταν ένας πραγματικός villain που μόνο μέσα στο δικό του περιβάλλον θα μπορούσε να λατρευτεί. Για όλους τους υπολοίπους ήταν απλώς αυτός που σταματούσε τους δικούς τους ήρωες, αυτός που, όταν επικρατούσε, χαλούσε το παραμύθι τους.

Κανένα παιδί δεν ήθελε να γίνει σαν αυτόν, κανένα πιτσιρίκι δεν ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο για χάρη του. Κανένας αντίπαλος οπαδός δεν προτιμούσε να του δίνει τον σεβασμό που του άξιζε.

Κρυφά όμως, βαθιά μέσα τους, όλοι θα ήθελαν όσο τίποτα αυτός ο ατρόμητος μαχητής να είναι ο δικός τους αρχηγός, ο δικός τους κεντρικός αμυντικός, αυτός που θα σηκώνει στον αέρα όσους τολμούσαν να απειλήσουν την εστία της ομάδας τους.

Και αυτή η επιθυμία, η οριακή ζήλια, την οποία από εγωισμό οι περισσότεροι δίσταζαν να εκφράσουν, ίσως να είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ποδοσφαιρικής κληρονομιάς του Βίντιτς.

Όταν σκιστεί το περιτύλιγμα

Κάθε προσωπείο όμως που πλάθεται στον κόσμο του ποδοσφαίρου, κάθε κοστούμι που φορούν στους παίκτες οι οπαδοί και τα Μέσα, τις περισσότερες φορές συνοδεύει όσα οι ποδοσφαιριστές κάνουν στο γήπεδο. Γιατί έξω από αυτό η κλειδαρότρυπα από την οποία οι fans κοιτούν τα είδωλά τους περιορίζει το οπτικό τους πεδίο.

Με τον ίδιο τρόπο, ο Βίντιτς στο χορτάρι έγινε ο “κακός”, αυτός ο σκληρός και άκαρδος στόπερ. Μακριά από αυτό όμως, όταν η πραγματικότητα έσχιζε το περιτύλιγμα της αντίληψης του κόσμου, η ουσία του παρέμενε η ίδια.

Παρέμενε το ίδιο παιδί που στα 20 του είδε μπροστά στα μάτια του τον κολλητό του να χάνεται, είδε την απουσία του αδελφικού του φίλου να αφήνει τα κοινά τους όνειρα μισά. Βρήκε τη δύναμη να τα ολοκληρώσει. Αλλά ποτέ δεν ξέχασε, ποτέ δεν σταμάτησε να κουβαλά το φορτίο του.

Ο Νεμάνια χρειάστηκε να χάσει τα πάντα, αλλά μετά ήταν ελεύθερος να κάνει το οτιδήποτε. Όταν έφτασε σε αυτό, όταν πέτυχε, αγόρασε στον πατέρα του Βλάντα το σπίτι που πάντα έλεγε πως ήθελε να του αγοράσει ο φίλος του και άνοιξε τη σχολή ποδοσφαίρου «Βλαντιμίρ Ντιμιτρίγεβιτς», για να υπάρχει κάτι από τον αδελφό του που δεν θα σβήσει ποτέ.

«Θα μείνει για πάντα μαζί μου. Θα ήταν πολύ περήφανος για μένα, όπως κι εγώ θα ήμουν για εκείνον, γιατί ξέρω ότι θα γινόταν σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Θέλω να διατηρήσω τη μνήμη του για πάντα».

Πηγή: Athletes’ Stories