Πανάρχαιος κανόνας. Τι κάνεις, αν δεν έχεις καλούς να βάλεις κοντά στην αντίπαλη εστία; Βάζεις κοντά στην αντίπαλη εστία, τους καλύτερους που έχεις. Ο ΜακΤόμινεϊ “εξ επαγγέλματος” είναι κεντρικός χαφ, περισσότερο έξι παρά οκτώ. Κάποτε, τον έβαζαν ακόμη και σέντερ-μπακ. Αλλά, “στο τέλος της ημέρας”, είναι καλός. Ο καλύτερος που έχουν. Οπότε; Ακολουθώντας τον πανάρχαιο κανόνα, αντί για έξι, οκτώ…ή τέσσερα, τον βάζουν δέκα. Εως εννιάμισι. Πάτησε περιοχή, κέρδισε πέναλτι, έκανε γκολ. Οχι μια ασυνήθιστη ιστορία. Ο ΜακΤόμινεϊ στη Σκωτία, έχει δώδεκα γκολ. Ο ΜακΓκιν, ένας άλλος “καλός”, ένας φύσει κεντρικός χαφ που “μπορεί να παίξει” εδώ κι εκεί, έχει είκοσι γκολ στην Εθνική. Ο βασικός σέντερ-φορ της ομάδας, ο Ανταμς, ένα “αναγνωρισμένο” εννιάρι, έχει έξι γκολ.
Από το δέκατο λεπτό, άντε δέκατο πέμπτο, ένα πράγμα στο Καραϊσκάκη ήταν ολοφάνερο. Η δυσχέρεια της Ελλάδας, να βάλει τη μπάλα (και παίκτες) “ανάμεσα στις γραμμές” της Σκωτίας. Η κυκλοφορία γινόταν, μόνο γύρω-γύρω. Περιμετρικά των γραμμών. Και εκεί επίσης, τα δίδυμα στα άκρα δεν λειτούργησαν ποτέ έτσι, σαν αληθινά δίδυμα. Συνεπώς, δεν βγήκαν ούτε πλαγιοκοπήσεις. Καν, κερδισμένες στατικές φάσεις. Ο,τι κινήθηκε ανάμεσα στις γραμμές, καταποντίστηκε σαν σε τρίγωνο, εν προκειμένω παραλληλόγραμμο, βερμούδων. Ξεμείναμε με μοναδική επιλογή επίθεσης, τις μεγάλες μεταφορές της μπάλας με flyover. Ενας δρόμος πάνω από τον δρόμο. Να παίξει στον αέρα “με πλάτη” ο Ιωαννίδης. ‘Η, εάν οι Σκωτσέζοι “συγκεντρώνονταν” στον Ιωαννίδη, να τρύπωναν κρυφά από το πλάι ο Μασούρας με τον Τζόλη. Σε μια τέτοια πραγματική συνθήκη, ομολογώ πως δεν βλέπω τι διαφορετικό θα έφερνε ένας άλλος σέντερ-φορ, ας πούμε ο Παυλίδης, εφόσον ξεκινούσε στη θέση του Ιωαννίδη.
Από το εικοστό λεπτό δε, εξίσου ολοφάνερο έγινε και κάτι άλλο. Συν τω χρόνω οι Σκωτσέζοι “πατούσαν” πολύ πιο άνετοι. Πήγαιναν στη μονομαχία, μάζευαν τη δεύτερη μπάλα, κέρδιζαν στατικές φάσεις, επέφεραν ρήγματα από τις άκρες, έφευγαν σε μεταβάσεις. Ο,τι φίφτι-φίφτι κρινόταν στη δύναμη ψηλά ή χαμηλά, σε αυτό είχαν καθαρό πλεονέκτημα. Γενικώς η όλη ροή του παιγνιδιού τους, ήταν καλύτερη. Το κυριότερο, ίσως. Σε αντίθεση με τη δική μας ομάδα, δεν βιάζονταν. Είχαν ωραίο αυτοέλεγχο, πότε να τρέξουν για να επιτεθούν ή πότε να κρατήσουν τη μπάλα και να κατεβάσουν τους τόνους. Η Ελλάδα μπήκε στην ανάγκη, να υποφέρει. Το μηδέν-ένα δεν ήταν εξέλιξη που ξένισε, ίσα-ίσα. Για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε ένα μηδέν-δύο (για σκορ ημιχρόνου) θα ξένιζε.
Ωσπου στις καθυστερήσεις πια, ο Ρότα μάζεψε μια μπάλα στο ενδιάμεσο κανάλι και “πήγε για θάνατο” καταπάνω στον αντίπαλό του, τον Φέργκιουσον. Μία κάθετη εφόρμηση, 1-v-1. Φάουλ κοντά στα καρέ, και κίτρινη κάρτα. Ουπς! Να τι χρειαζόμασταν λοιπόν, απεγνωσμένα. Και το είδαμε πρώτη φορά σε ολόκληρο ημίχρονο, μετά το 45′. Ενας-εναντίον-ενός. Υστερα; Υστερα, απλώς ήρθε ο Καρέτσας. Σε μια στιγμή μέσα, ως δια μαγείας, τα πάντα κλίκαραν. Τα πάντα, άρχισαν να συμβαίνουν. Σε δέκα λεπτά, δέκα εκατομμύρια Ελληνες συνειδητοποίησαμε πως he means business. Η κινησιολογία, η take-it-easy γλώσσα σώματος, ένα αριστεροπόδαρο δεκάρι σε θέση δεξιού winger, ένα “σημάδεμα” του Ρόμπερτσον. Ακόμη και για συνηθισμένο στο ποδόσφαιρο “ματς δύο ημιχρόνων”, πάλι μία δραματική μεταστροφή στο μοτίβο. Ο αδαής στο γήπεδο, θα νόμιζε πως οι ομάδες στην ανάπαυλα, μες στα αποδυτήρια, για κάποιον λόγο είχαν ανταλλάξει φανέλες. Στην πραγματικότητα, ανταλλάχθηκαν ρόλοι. Ηταν η ώρα της Σκωτίας, να υποφέρει.
Στην πλευρά της κερκίδας που φιλοξενούσε το περίφημο Tartan Army, πρέπει στο δεύτερο μέρος να κατεγράφη παγκόσμιο ρεκόρ μασημένων νυχιών. Αν η Σκωτία ήταν καλύτερη ως το 45′, η Ελλάδα ήταν συντριπτικά ανώτερη μετά το 45′. Αν το 1′-45′ δικαιολογούσε ένα έως δύο γκολ, το καταιγιστικό 46′-90′ ήταν για δύο έως τρία γκολ. Η Εθνική έπαιζε τόσο καλά που και οι τρεις, μαζεμένες, αλλαγές του Γιοβάνοβιτς μετά το 70′ έμοιαζαν, εκείνη τη στιγμή, περιττές. Μια υπερβολή, θα έλεγε (στον προπονητή) κανείς. Μη το κόβεις, τώρα που λειτουργεί! Φυσικά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως και στο να υποφέρουν, οι Σκωτσέζοι ήταν καλοί. Είναι άλλωστε, “το στοιχείο τους”. Το πατροπαράδοτο εθνικό στοιχείο. Τρέξε, κάνε τακλ, βάλε μπλοκ, πήδα για κεφαλιά. Ο λεγόμενος “ηρωισμός”. Το μόνο που έλειπε στην εικόνα, ήταν κανα-δυο κεφάλια με λευκό επίδεσμο νοτισμένο αίμα. Πέρα από πλάκα, οι δύο στόπερ και ο δεξιός μπακ ανταποκρίθηκαν φανταστικά. Αφησαν για δουλειά στον 42χρονο γκολκίπερ, μονάχα μία (εύκολη) κεφαλιά του Ιωαννίδη.
Ενα δοκάρι. Ενα δικό μας πέναλτι που εν τέλει…ήταν φάουλ. Ενα δικό τους πέναλτι που ήταν πέναλτι. Τόσο λεπτές, κι άλλο τόσο, είναι οι αποστάσεις και οι ισορροπίες στο υπό συζήτησιν επίπεδο. Μία νίκη στο Λονδίνο, η League A φαίνεται καθαρά στον ορίζοντα. Δύο εντός έδρας ήττες (από Αγγλία και Σκωτία) αργότερα, και οι δύο με ζερό στα γκολ, στον ορίζοντα πέφτει σκόνη που εμποδίζει την ορατότητα. Χάνουμε για την ώρα, ένα-μηδέν. Το δεύτερο ημίχρονο την Κυριακή στο Χάμπντεν, είναι τόσο απαιτητικό που για να βγει πέρα θα πάρει, κατά την ταπεινή αντίληψή μου, ένα καλό (έως γενναίο) φρεσκάρισμα απ’ άκρου εις άκρον της ενδεκάδας. Στο μεταξύ το όφελος είναι ότι, μιλώντας για τον επόμενο ορίζοντα, δηλαδή για το Παγκόσμιο Κύπελλο, θέλουν δεν θέλουν τα πανηγυρτζίδικα κεφάλια θα μπουν μέσα. Ευτυχώς!
Στην Κοπεγχάγη η Δανία νίκησε την Πορτογαλία…μόνον ένα-μηδέν, με man-of-the-match τον τερματοφύλακα. Οχι τον δικό της. Τον τερματοφύλακα της Πορτογαλίας. Αν η Σκωτία είναι ο δεύτερος πιο δύσκολος αντίπαλος στα προκριματικά, διότι σίγουρα θα υπάρχει και ένας ακόμη πιο δύσκολος στον όμιλο, όλοι νιώθω ότι πλέον συντονιζόμαστε στον ίδιο διάδρομο προσγείωσης. Στην ίδια σκέψη, για την ευκρίνεια της ορατότητας προς το 2026 στη Βόρεια Αμερική.
Πηγή: Sdna