Του Γιάννη Φιλέρη
Αυτό που δεν κατάλαβε ο Τάσος Μπουντούρης είναι ότι η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της διαμάχης για την ιστιοπλοϊκή ομοσπονδία. Ο ίδιος προσπαθεί να υπερασπιστεί την τωρινή διοίκηση, στης οποίας το πλευρό έχει συνταχθεί εδώ και καιρό (όπως και εναντίον της έχουν τοποθετηθεί για να είμαστε και ακριβοδίκαιοι, τόσο η Μπεκατώρου, όσο και ο Νίκος Κακλαμανάκης), ωστόσο παραγνωρίζοντας ότι το θέμα πλέον δεν αφορά μόνο το άθλημα της θάλασσας και όσους περιστρέφονται γύρω απ’ αυτό.
Να εξηγούμαστε. Ο Μπουντούρης είναι ένας θρύλος για την ιστιοπλοΐα και τον ελληνικό αθλητισμό κατ’ επέκταση. Η ζωή του όλη είναι ένα μυθιστόρημα κι η Μαρία Καούκη είχε προσπαθήσει να την περιγράψει με τη βοήθεια του ίδιου, πριν από ένα χρόνο. Μπορεί, λοιπόν, να έχει γνώμη για το σπορ που υπηρέτησε (και εκπροσώπησε την Ελλάδα σε 6 διοργανώσεις Ολυμπιακών Αγώνων) περισσότερο από τον καθένα μας.
Μπορεί να θεωρεί ότι η απερχόμενη διοίκηση της ομοσπονδίας είναι η καλύτερη που έχει υπάρξει ποτέ, ότι το σπορ ωφελήθηκε τα μάλα από την παρουσία των ανθρώπων που διοικούν όλα αυτά τα χρόνια. Έχει δικαίωμα να καταρρίπτει ένα προς ένα τα επιχειρήματα όλων όσων αντιμάχονται των πεπραγμένων του υφιστάμενου Δ.Σ. Το έκανε με σαφήνεια, σε διάφορες παρεμβάσεις του, πριν από καιρό.
Είναι δικαίωμά του επίσης να αποκρούει τη φανερή προσπάθεια του υφυπουργού Λευτέρη Αυγενάκη να εκμεταλλευτεί την καταγγελία Μπεκατώρου για να συνεχίσει το ασφυκτικό πρέσινγκ που επιχειρεί εδώ και μήνες εναντίον της συγκεκριμένης διοίκησης. Η διακοπή της χρηματοδότησης της ΕΙΟ, που ουσιαστικά νεκρώνει το άθλημα (δηλαδή τιμωρεί τις παροχές προς τους αθλητές, ορισμένοι εκ των οποίων προετοιμάζονται σε ολυμπιακό επίπεδο), δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις του υφυπουργού, οι παρεμβάσεις του οποίου χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης.
Άλλο, όμως, ο πόλεμος για τις καρέκλες της ομοσπονδίας κι άλλο η υπόθεση Μπεκατώρου, όχι γιατί δεν εφάπτεται και των εξελίξεων στην ΕΙΟ, αλλά επειδή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα και ευαισθησία.
Ο Μπουντούρης, ακόμη κι αν δεν πιστεύει ότι η άλλοτε συναθλήτριά του λέει την αλήθεια ή διατηρεί τις αμφιβολίες του, θα έπρεπε να σωπάσει. Πολύ περισσότερο να μην μηρυκάζει σαθρά επιχειρήματα του στυλ “πού υπάρχει βία, όταν της είπε γλυκά λόγια και ενέδωσε και άνοιξε την πόρτα και μπήκε μόνη της” ή “αν η Σοφία φώναζε με μια φωνή, δεν θα σταμάταγαν τα πάντα”.
Ακόμη κι αν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μόνη της η Σοφία, η οποιαδήποτε Σοφία, κανείς δεν δικαιούται να την παρενοχλήσει σεξουαλικά όταν υπάρχει ξεκάθαρο “όχι”. Και προφανώς δεν χρειάζεται καν να βάλει μια γυναίκα τις φωνές, επειδή ένας άντρας σκέφτηκε να κάνει το κέφι του. Θα επαναλάβουμε ότι το πέπλο της ντροπής και της ενοχής έχει καλύψει επανειλημμένα περιπτώσεις σαν αυτές που κατήγγειλε η Μπεκατώρου.
Απλά ο κάθε Μπουντούρης της διπλανής πόρτας δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς που βιώνει η γυναίκα, γιατί η κοινωνία μας είναι ακόμη βαθιά συντηρητική και θεωρεί ότι σε ένα βιασμό δεν μπορεί να φταίει μόνο ο βιαστής. Λες κι έχει δικαίωμα κάποιος να βιάσει. Λες και δεν ξέρει τι εστί συναίνεση, πότε το “ναι” είναι “ναι” και πότε το “όχι”, “όχι”.
Η καταγγελία μιας γυναίκας, που ουσιαστικά την απελευθερώνει, είναι χρήσιμη μόνο αν εμείς είμαστε έτοιμοι να την ακούσουμε, να τη συνειδητοποιήσουμε σε όλο το εύρος της. Αν κρίνει κανείς από τα διάφορα σχόλια, επώνυμα ή μη, είμαστε έτοιμοι να την… αποδομήσουμε. Σαν τον Μπουντούρη σκέφτονται πολλοί (και πολλές, να είστε σίγουροι). Το χειρότερο είναι ότι έτσι τους (μας) έμαθε η κοινωνία.
Και έτσι, τα θύματα προτιμούν να σιωπούν…
Πηγή: Contra