Του Αντώνη Οικονομίδη
Μαγικός ρεαλισμός.
Την έννοια την αγνοούσα. Στα χέρια μου έχουν πέσει διάφορα πονήματα ενός εκ των γεννητόρων της, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, αλλά ποτέ δεν τη συγκεκριμενοποίησα, πόσο μάλλον δεν κατάφερα να την διακρίνω με κάτι που προσδιορίστηκε λογοτεχνικά στα μέσα του περασμένου αιώνα και άρχισε να αποκτά ξεκάθαρη οντότητα στις τελευταίες του δεκαετίες.
Πατρίδα του θεωρήθηκε η Λατινική Αμερική. Εστία του η Κολομβία. Όχι τόσο λόγω της καταγωγής του πλέον φημισμένου των εκπροσώπων της εν λόγω τάσης, αλλά κυρίως γιατί εκεί ο μαγικός ρεαλισμός αποκτούσε υπόσταση, διάσταση. Κοινωνικά, πολιτισμικά, ανθρώπινα.
Η ανάδειξη και η μετατροπή του μη πραγματικού, του αλλόκοτου, του εκτός του κόσμου τούτου σε καθημερινότητα, σε κάτι κοινό που απαντάται παντού και εν τέλει απολύτως φυσιολογικά φτάνει να γίνεται πραγματικότητα, αποτέλεσε τη νόρμα στην Κολομβία από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και για περίπου 30 χρόνια ακόμα, αφήνοντας ως και σήμερα σαφή αποτυπώματα.
Τόσο σαφή που πλέον ίσως ο μαγικός να μην χρειάζεται να συμπεριληφθεί στον ορισμό, μιας και το οτιδήποτε μαγικό, οποιαδήποτε άρνηση της πραγματικότητας, έχει πλέον ενσωματωθεί απόλυτα σε μια νέα, εντελώς ρεαλιστική.
Τόσο ρεαλιστική που έχει πρόσωπο. Της διπλανής πόρτας, μα και ταυτόχρονα μυθικό. Ενός ήρωα και ενός αποδιοπομπαίου τράγου. Ενός διαβόλου και ενός φτωχοδιαβόλου. Ενός Αγίου και ενός αμαρτωλού. Ενός τερματοφύλακα και ενός επιθετικού. Ενός ζάμπλουτου και ενός άπορου. Μιας ιδιοφυΐας και ενός αυτοκαταστροφικού.
Όλα, οτιδήποτε, τα πάντα, σε ένα. Αντιθετικά ή συμπληρωματικά, αληθινά ή όχι, ρεαλιστικά ή σουρεαλιστικά, συνυπάρχουν σε μια και μόνο οντότητα, σε έναν και μόνο άνθρωπο.
Τον Ρενέ Ιγκίτα.
Libertad, René, libertad
5 Σεπτεμβρίου 1993. Μπουένος Άιρες. Τελευταία αγωνιστική των προκριματικών του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Η αήττητη σε τέτοιο επίπεδο στην ιστορία της Αργεντινή υποδέχεται την ισόβαθμή της στην κορυφή του ομίλου, Κολομβία. Ο νικητής εξασφάλιζε την απ’ ευθείας πρόκριση, ο δεύτερος θα τη διεκδικούσε μέσω μπαράζ με την Αυστραλία.
Οι Κολομβιανοί διέθεταν την καλύτερη φουρνιά της ιστορίας τους, στην καλύτερη στιγμή της. Βαλντεράμα, Ασπρίγια, Βαλένσια, Άλβαρες, Χάιμε Γκόμες, Ρινκόν, Πέρες, Μεντόσα, Κόρντομπα (και αργότερα Βαλεντσιάνο, Ντε Άβιλα, Άντρε Εσκομπάρ). Και κάνουν εκείνο το βράδυ το καλύτερο παιχνίδι τους. Δημιουργούν μύθο, θέτουν ορόσημο. Διαλύουν -παρότι τους έκανε και η ισοπαλία για να πάρουν την πρωτιά- την «Albiceleste» με 5-0.
Αξεπέραστο, τρομακτικό, μα πάνω απ’ όλα ρεαλιστικό. Για τις δυνατότητες εκείνης της ομάδας, η οποία τους επόμενους μήνες ως και τη σέντρα του Παγκόσμιου Κυπέλλου, έφτασε να λογίζεται μεταξύ των ισότιμων διεκδικητριών του τροπαίου, μεταξύ των φαβορί, παρότι εκείνη θα ήταν η μόλις τρίτη συμμετοχή της σε τελική φάση.
Στους πανηγυρισμούς στα αποδυτήρια, εκείνη την στιγμή, στην κορυφαία και ανεπανάληπτη της ιστορίας του κολομβιανού ποδοσφαίρου, ο Λιονέλ Άλβαρες live στην κρατική τηλεόραση έδωσε το σύνθημα, το οποίο σύντομα ακολούθησαν ρυθμικά όλοι οι συμπαίκτες του.
«Libertad, René, libertad».
Δεν χρειάζεται μετάφραση. Οι διεθνείς Κολομβιανοί στο ζενίθ της ως τότε καριέρας τους (και πιθανώς και έκτοτε) είχαν κατά νου να απαιτήσουν την απελευθέρωση του φυλακισμένου συμπαίκτη τους, Ρενέ Ιγκίτα, ο οποίος δύο μήνες νωρίτερα, στις αρχές Ιουνίου, είχε συλληφθεί για τον ρόλο του ως μεσάζοντα στην παράδοση των λύτρων για τη διευθέτηση μιας απαγωγής.
Μαγικός ρεαλισμός.
Έχουμε και λέμε λοιπόν.
Η απαχθείσα ήταν η κόρη του Λουίς Κάρλος Μολίνα, ενός τραπεζίτη, συντοπίτη του Πάμπλο Εσκομπάρ (δεν χρειάζονται συστάσεις), ο οποίος, παρότι ζούσε στο Μεδεγίν και παρότι για χρόνια λειτουργούσε ως ένας από τους τραπεζικούς που βοηθούσαν στο ξέπλυμα των ναρκο-δισεκατομμυρίων του Εσκομπάρ, είχε αλλάξει στρατόπεδο, συντασσόμενος με το δεύτερο μεγάλο καρτέλ της Κολομβίας της εποχής, αυτό του Κάλι.
Και μάλιστα είχε φροντίσει να υπογραμμίσει αυτή την αλλαγή του με μια δημόσια δήλωση με την οποία κατηγορούσε ευθέως τον Εσκομπάρ για τη δολοφονία δύο άμεσων συνεργατών του (Γκαλεάνο και Μονκάδα), ενόσω βρισκόταν στη φυλακή, την περίφημη Cathedral, την οποία ο ίδιος είχε χτίσει με ανέσεις πεντάστερου ξενοδοχείου κατόπιν συμφωνίας που είχε κάνει με την Κολομβιανή Κυβέρνηση, ώστε να εκτίσει έτσι και εκεί μια συμβολική ποινή.
Ο Εσκομπάρ λοιπόν απάντησε παίρνοντας όμηρο την κόρη του Μολίνα, ζητώντας του είτε 3 εκατ. δολάρια (που τόσα έβγαζε μισή μέρα) είτε μια δημόσια συγγνώμη και παραδοχή πως τον είχε κατηγορήσει άδικα. Ο Μολίνα επέλεξε να πληρώσει τα χρήματα. Και αυτός που πήγε να τα παραλάβει ήταν ο Ρενέ Ιγκίτα.
Δεν συνελήφθη τότε. Ούτε καν. Συνελήφθη δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του ’93, όταν ο Εσκομπάρ είχε δραπετεύσει και άπαντες τον αναζητούσαν. Και παράλληλα αναζητούσαν κάθε τι, οποιονδήποτε που συνδεόταν μαζί του.
Παύση εδώ.
«Ζητάνε τον κύριο Ιγκίτα στον πάγκο της Νασιονάλ»
Ο Ιγκίτα, ακόμα και στην εποχή του ανθρωποκυνηγητού του Εσκομπάρ, εκτός του ότι ήταν και αυτός γέννημα θρέμμα του Μεδεγίν, δημοσίως δεν δίσταζε να τον αποκαλεί φίλο του (κυρίως λόγω της σχέσης με τον αδερφό του, Ρομπέρτο). Ακόμα και μετά από τις επισκέψεις του στην Cathedral, μαζί με πολλούς από τους διεθνείς συμπαίκτες του, προκειμένου να παίξουν ποδόσφαιρο με τον patron στο γήπεδο που αποτελούσε μέρος των εγκαταστάσεων της “φυλακής” του.
«Θα ήθελα να δω ποιος θα αρνούνταν την πρόσκληση του δον Βίτο Κορλεόνε, αν τον καλούσε σε δείπνο», έλεγε, υπερασπιζόμενος τον Ιγκίτα, ο τότε εκλέκτορας της Κολομβίας, μεγαλωμένος κι αυτός στο Μεδεγίν, συνομήλικος και συμμαθητής -στο ίδιο σχολείο πήγαιναν- του Εσκομπάρ, Φρανσίσκο Ματουράνα, ο αναντίρρητα κορυφαίος Κολομβιανός τεχνικός όλων των εποχών και ένας από τους πλέον ευρηματικούς στην ιστορία του λατινοαμερικανικού ποδοσφαίρου.
Και οι δύο τους, Ματουράνα και Ιγκίτα, είχαν και… έμμισθη σχέση με τον Εσκομπάρ, αφού ουσιαστικά ήταν στο pay roll των επιχειρήσεων, κομμάτια και αυτοί της διαδικασίας του ξεπλύματος των ατελείωτων εσόδων από το εμπόριο κοκαΐνης, μέλη αμφότεροι της Ατλέτικο Νασιονάλ, της ομάδας του Μεδεγίν, την οποία και χρησιμοποιούσε ο -τότε- έβδομος πλουσιότερος άνθρωπος του πλανήτη ως “πλυντήριο”.
Στον πάγκο της για κοντά τέσσερα χρόνια ήταν ο Ματουράνα (1987-1990), στο τέρμα της για 11 (από το 1986 ως το 1997, με διάλειμμα ενός χρόνου, το 1992, όταν ο Ματουράνα τον πήρε μαζί του στη Βαγιαδολίδ) ο Ιγκίτα. Πουλέν του Ματουράνα ο Ιγκίτα, τον είχε φέρει 20 χρόνων από τη Μιγιονάριος, όπου ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα, εξαργυρώνοντας τη φήμη που είχε χτίσει στις “μικρές” Εθνικές ομάδες της Κολομβίας.
Πατέρα δεν θυμάται, μιας και παράτησε τη φαμίλια, όταν ήταν μικρός, τη μητέρα του την έχασε σε μικρή ηλικία, αλλά ικανή να τον κάνει να κατασταλάξει ως προς τις προτεραιότητές του. «Κάνε ό,τι θες, δική σου η απόφαση», τα τελευταία λόγια της Μαρία Ντοσελίνα στον γιο της. Να τον σπουδάσει ήθελε, αλλά σχολείο με τόπι ήταν σύγκριση ποικιλοτρόπως ανισοβαρής στην Κολομβία των αρχών της δεκαετίας του ’80.
Μεγάλωσε λοιπόν με τη γιαγιά του κηδεμόνα. Λέμε τώρα. Τι να προσέξει και πώς η Άνα Φελίσα. Την μπάλα είχε μάνα και πατέρα, προστάτη και υπηρέτρια, βγάζοντας το χαρτζιλίκι του μοιράζοντας καθημερινά εφημερίδες. Μεσοεπιθετικός έπαιζε. Και ήταν και καλός. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως μέχρι την μετακόμιση στην εστία είχε σημειώσει τριψήφιο αριθμό γκολ στα τσικό και τα σχολικά πρωταθλήματα.
Στο πλαίσιο ενός τουρνουά που θα γινόταν ώστε να ξεχωρίσουν οι scouts της Ιντεπεντιέντε Μεδεγίν τους πλέον ταλαντούχους, ο τερματοφύλακας της ομάδας του άργησε να ξυπνήσει και δεν εμφανίστηκε στον πρώτο αγώνα. Ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να φορέσει τα γάντια και να πάει στην εστία.
Και δεν έφυγε ποτέ ξανά από εκεί. Αναδείχτηκε ο κορυφαίος του τουρνουά (το οποίο και το κέρδισε η ομάδα του) και φυσικά τον “τσίμπησε” η Ιντεπεντιέντε (επίσης, στην πορεία των χρόνων, ομάδα που χρησιμοποίησε ο Εσκομπάρ για ξέπλυμα).
Δεν έπαιξε ποτέ εκεί στην πρώτη ομάδα. Δεν πρόλαβε. Ολοένα όμως και μεγάλωνε τη φήμη του παίζοντας στα περιφερειακά πρωταθλήματα (κάτι σαν τα αντίστοιχα δικά μας με τις ποδοσφαιρικές ενώσεις) αλλά και τις φυτωριακές Εθνικές ομάδες της Κολομβίας, ειδικά την U16 (1981) και U17 (1985), οι οποίες ακόμη μνημονεύονται από τους συμπατριώτες του.
Το πρώτο του συμβόλαιο τού το έδωσε, με πενταπλάσιες μάλιστα απολαβές από εκείνες που ζήτησε, χωρίς να έχει παίξει ούτε λεπτό ως επαγγελματίας, η Μιγιονάριος. Ομάδα που είχε χρηματοδότη έναν άλλον ναρκο-βαρόνο, τον Χοσέ Γκονσάλο Ροντρίγκες Γκάτσα, τον «Μεξικανό», όπως ήταν το παρατσούκλι του, έναν από τους πρώτους που συνασπίστηκαν με τον Εσκομπάρ στον σχηματισμό του καρτέλ του Μεδεγίν.
«Αν δεν υπήρχαν τα χρήματα από το εμπόριο των ναρκωτικών, τότε το ποδόσφαιρο μας δεν θα είχε τέτοια ανάπτυξη». Ατάκα πάλι από τον Ματουράνα. Ενδεικτική της διάδρασης ποδοσφαίρου – ναρκωτικών στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα στην Κολομβία, στην οποία έτσι προσφέρονταν μακράν οι καλύτερες απολαβές από κάθε άλλη χώρα της Νότιας Αμερικής, χωρίς κανείς από τους κορυφαίους γηγενείς ποδοσφαιριστές να “καίγεται” για να ξενιτευτεί.
Στην αποστολή των «Cafeteros» για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 -υπενθυμίζεται πως μιλάμε για την κορυφαία και αδιαμφισβήτητα ποιοτικότερη φουρνιά της ιστορίας τους- οι 18 από τους 22 αγωνίζονταν εντός των συνόρων. Στους νικητές Βραζιλιάνους μόλις οι 10, ενώ (συγκριτικά) στους Νορβηγούς μόλις οι επτά.
Όπως και να ‘χει, τα… εισόδια του Ιγκίτα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο της πατρίδας του και το τι αυτό συνεπαγόταν, πώς λειτουργούσε και υπό ποια δομή, με τη φανέλα της Μιγιονάριος κράτησαν έναν χρόνο. Μετά γύρισε σπίτι. Στην Ατλέτικο Νασιονάλ. Δεν ήταν στο πλάνο να παίζει. Για ρεζέρβα προαλειφόταν.
Δεν άργησε όμως να πάρει τα γάντια. Το ντεμπούτο του το θυμάται. Όχι τον αντίπαλο. Τη μυρωδιά. Καθόταν στον πάγκο και του είχε σπάσει τη μύτη ένας καντινιέρης που πουλούσε τοπικά “βρόμικα”. Στο ημίχρονο, αντί να πάει αποδυτήρια, βγήκε έξω και πήγε να δοκιμάσει. Φριτάνγκα, μια κολομβιανή πίτα με ρύζι και φασόλια, συνοδευμένη με ξεροψημένες φλούδες χοιρινού.
Ξεχάστηκε, βυθίστηκε στη γεύση και συνήλθε, μόνο ακούγοντας τον εκφωνητή του σταδίου να τον καλεί από τα μεγάφωνα, ζητώντας του να επιστρέψει στον πάγκο της ομάδας του. Ο τερματοφύλακας της Νασιονάλ είχε αποβληθεί στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, πηγαίνοντας όμως να κάνουν την αλλαγή οι άνθρωποί της, συνειδητοποίησαν πως ο αναπληρωματικός δεν βρισκόταν στον πάγκο. Δεν είχε ενημερώσει κανέναν πως είχε πάει να τσιμπήσει και έτσι αναγκάστηκαν να τον καλέσουν για να τον βρουν και να επιστρέψει.
Μαγικός ρεαλισμός.
Ο τρελός και ο νόμος του
Το παρουσιαστικό του ξεχωριστό. Έμενε στο μάτι και στην μνήμη. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Ο τρόπος που έπαιζε ήταν ανεπανάληπτος. Έπαιζε, ναι. Δεν λειτουργούσε ως τερματοφύλακας. Τερματοφύλακας με μπόι 1.75; Και όμως. Κανείς δεν έδινε σημασία στο ύψος του. Κανείς.
Δεν επέτρεπε καν την σκέψη. Ξέχωρα από τα αντανακλαστικά, την ευλυγισία, την πλαστικότητα, τα οποία έτσι κι αλλιώς ήταν απολύτως χαρακτηριστικά και έμφυτα αναπτυγμένα, ήξερε μπάλα. Και ήθελε να συμμετέχει. Σε όλα. Το build up, έννοια τότε άγνωστη, ξεκινούσε από δαύτον. Αδιανόητο για την εποχή.
Ήταν ο τελευταίος αμυντικός της ομάδας του, παίζοντας στα 30 και 40 μέτρα από το άουτ, γινόταν αυτός ο deep lying playmaker, μα και συχνά πυκνά μετατρεπόταν στον πρώτο της επιθετικό. Τα σλάλομ που έκανε με την μπάλα στα πόδια δεν αποτελούσαν μόνο κατάλοιπο των εφηβικών του χρόνων ή φολκόρ, μέρος του σόου που πρόσφερε, ήταν και αποτελεσματικά, δημιουργώντας υπεραριθμίες.
Ναι, με ρίσκο που δεν σύναδε με οτιδήποτε σχετικό με τον ρόλο και τη θέση ενός τερματοφύλακα, αλλά το έπαιρνε. Και του έβγαινε συχνά. Όσοι τον έβλεπαν τον λάτρεψαν. Όσοι δεν τον έβλεπαν τον μετέτρεψαν σε θρύλο. Και όχι μόνο για τις παραστάσεις του αλλά και για την… κάψα του να γίνει ο ισότιμος ενδέκατος μιας ομάδας και ο ξεχωριστός παρείσακτος ένας.
Έστω και αν έγινε ο ίδιος ξεχωριστός. Και εκτός των άλλων και για τις εκτελέσεις σε φάουλ και πέναλτι. Ούτε λίγο ούτε πολύ, από το 1987 ως και το 2008 σημείωσε 43 γκολ: 35 από τη “βούλα”, επτά με φάουλ και άλλο ένα παίζοντας στη δεύτερη κατηγορία της Κολομβίας με την Μπάγιο Καούκα, αισίως στα 37 του, με βολέ από την περιοχή του.
«Μπορεί να ξεκίνησε ως μια ιδιορρυθμία, ως κάτι το εκκεντρικό, αλλά γρήγορα καταλάβαμε πως με την ευχέρεια που είχε ο Ρενέ με την μπάλα στα πόδια μπορούσαμε να αποκτήσουμε κάτι ιδιαίτερο, έναν παραπάνω ποδοσφαιριστή. Το παιχνίδι μας ήταν δομημένο σε πέντε γραμμές, με κάθε μία εξ αυτών να απέχει 10 μέτρα. Και γι’ αυτό ήταν πολύ σημαντικό στη συγκεκριμένη φιλοσοφία να έχουμε 11 ποδοσφαιριστές κόντρα σε 10».
Η επεξήγηση, η συνέχεια, η καθιέρωση του αδιανόητου ως καινοτομία ήρθε ξανά από τον Ματουράνα, ο οποίος όχι μόνο υπεραμύνθηκε της εκκεντρικότητας του Ιγκίτα αλλά την ενθάρρυνε κιόλας, με ανάλογες τοποθετήσεις σε όσους ιεραρχούσαν το ρίσκο πιο ψηλά από το κέρδος.
Όσο υπήρχε όμως τέτοιο, κέρδος, η δικαιολόγηση ήταν πάντα εύκολη. Ειδικά με τον Ιγκίτα να είναι και στα συμβατικά του ρόλου του κάτι παραπάνω από επαρκής. Ενδεικτικότερο από την προσωποποίηση της κατάκτησης του παρθενικού από κολομβιανή ομάδα Copa Libertadores το 1989 δεν υπάρχει.
Στον δεύτερο Τελικό κόντρα στην Ολίμπια, η Νασιονάλ ανέτρεψε το 0-2 της ήττα της στην Παραγουάη και στη διαδικασία των πέναλτι ευστόχησε σε αυτό που εκτέλεσε (το πρώτο της σχετικής διαδικασίας), μα το κυριότερο ήταν πως απέκρουσε τέσσερα, κρίνοντας την έκβαση της.
Ήταν καταπληκτικός και στον Τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου που ακολούθησε κόντρα στη Μίλαν (η Νασιονάλ ηττήθηκε με γκολ στο τελευταίο λεπτό της παράτασης), με τη φήμη του πλέον να εκτοξεύεται παγκοσμίως. Και την εδραίωσε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας.
Παίζοντας ακριβώς με τον ίδιο τρόπο (ο Ματουράνα είχε πλέον περάσει στον πάγκο της Εθνικής Κολομβίας, αφήνοντάς του φυσικά τις ίδιες ελευθερίες που του πρόσφερε, ενόσω συνεργάστηκαν και στην Ατλέτικο Νασιονάλ), σοκάροντας με την αυθάδεια αυτής της ελευθερίας και της ικανότητας τα ποδοσφαιρικά πατροπαράδοτα.
Πόσο μάλλον που με δαύτην ξέχειλη, η Κολομβία έφτασε στους «16» της διοργάνωσης. Εκεί όμως τα ως τότε ιερά και όσια του αθλήματος διατήρησαν την υπόσταση τους. Τότε, κόντρα στο Καμερούν, το ρίσκο πληρώθηκε. Και, κυρίως, χρεώθηκε.
Στην παράταση, οι Αφρικανοί είχαν προηγηθεί στο 106’ και δύο λεπτά αργότερα ο Ιγκίτα, παίζοντας στα όρια του ημικυκλίου της σέντρας, έχασε την μπάλα από τον πανούργο Ροζέ Μιλά, ο οποίος χωρίς αντίπαλο διένυσε μερικά μέτρα, πριν την στείλει σε δίχτυα ανυπεράσπιστα, μένοντας μακριά και από την προβολή απελπισίας του Κολομβιανού τερματοφύλακα.
Οι «Cafeteros» μείωσαν, αλλά κάτι περισσότερο δεν μπόρεσαν και αποκλείστηκαν. Ο ένοχος είχε βρεθεί. Ο καινοτόμος, ο πρωτοπόρος, ο γοητευτικά ιδιόρρυθμος, ο ταυρομάχος που ζάλιζε τον ταύρο και θάμπωνε το κοινό του, είχε μετατραπεί σε μια στιγμή σε «Loco». «Τρελός». «Λάθος τόσο μεγάλο όσο ένα σπίτι», το χαρακτήρισε ο ίδιος χρόνια αργότερα. Λάθος ασυγχώρητο. Λάθος που για πολλούς, για τους περισσότερους, άλλαξε τελείως τον τρόπο που τον αντιμετώπιζαν οι συμπατριώτες του.
Και εννοείται όχι μόνο στο γήπεδο.
Εκεί πάντως, η επίδραση που είχε η παρουσία του στο παγκόσμιο πλέον παλκοσένικο, σε εποχή που μόνο έτσι, σε μια τέτοια διοργάνωση, μπορούσε να γίνει με θόρυβο και να προκαλέσει συζητήσεις, σκέψεις και αλλαγές, φάνηκε αμέσως μετά το τέλος του Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Η FIFA φρόντισε για την μια και καλή αποδαιμονοποίηση του στιλ παιχνιδιού του Ιγκίτα και ενθαρρύνοντας μια και καλή τη ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίον συνολικά παιζόταν το παιχνίδι. Απαγόρευσε λοιπόν στους τερματοφύλακες να μπλοκάρουν την μπάλα, όταν συμπαίκτης τούς την επιστρέφει με πάσα.
Κανονισμός που αποκλήθηκε, επίτιμα, «Higuita’s Law». «Ο νόμος του Ιγκίτα».
Μια ζωή για ένα αυτογκόλ
Παύση τέλος.
Την αποφυλάκιση του Ιγκίτα δεν την πέτυχαν ούτε καν στον κολοφώνα δόξας και επιτυχίας οι συμπαίκτες του. Παρέμεινε έγκλειστος στη La Modelo, απολαμβάνοντας πάντως προνόμια που ελάχιστοι από τους 11.000 συγκρατούμενούς του στη φυλακή της Μπογκοτά είχαν τη δύναμη να εξασφαλίσουν.
Μπορεί να συνελήφθη δύο χρόνια μετά το αδίκημα στο οποίο υπέπεσε, ποτέ όμως δεν κατηγορήθηκε επισήμως για κάτι. Παρέμεινε επτά μήνες κρατούμενος, χωρίς να καταδικαστεί. Το συνεχώς εναλλασσόμενο ανθρώπινο μωσαϊκό συμμαχιών, παρατάξεων, φίλων και εχθρών στην Κολομβία τον βρήκε να έχει στο πλευρό του, πίσω από τα σίδερα, τους συνδικαλιστές της Telecom, μερίδα των οποίων, η πιο σκληροπυρηνική, αντιδρώντας στην (τότε) ιδιωτικοποίηση της εταιρείας τηλεφωνίας, είχαν προχωρήσει σε σειρά ενεργειών που είχαν χαρακτηριστεί τρομοκρατικές και τους έφεραν επίσης στη φυλακή.
Και αυτοί ήταν που αποτέλεσαν τον μέντορα του Ιγκίτα, δίνοντας ιδεολογικό υπόβαθρο στην προσπάθεια για την απελευθέρωσή του και συνδράμοντας με δικές του δυνάμεις εκτός φυλακής στις διάφορες σχετικές κινητοποιήσεις (όπου και όσες γινόταν). Μέχρι και σε απεργία πείνας -έτσι τουλάχιστον ειπώθηκε πως έκανε τότε…- προέτρεψαν τον Ιγκίτα, ακολουθώντας τον μάλιστα, όταν το αποφάσισε.
Αποφυλακίστηκε μετά από εννιά μήνες, άνοιξη του 1994. Όχι γιατί ήταν αποτελεσματικός ο αγώνας του αλλά γιατί δεν υπήρχε λόγος να παραμένει άλλο υπό κράτηση. Ο Πάμπλο Εσκομπάρ είχε πέσει νεκρός στις 2 Δεκεμβρίου 1993, ύστερα από επιχείρηση των διωκτικών δυνάμεων που για χρόνια τον κυνηγούσαν, μαζί με παραστρατιωτικούς που έκαναν την περισσότερη ζημιά στον αλλοτινό αυτοκράτορα του εμπορίου κοκαΐνης, χρηματοδοτούμενοι από τους άμεσους ανταγωνιστές του, το καρτέλ του Κάλι.
Παρότι δεν είχε κλείσει καν τα 28 του, ο Ιγκίτα ήταν αδύνατον να προλάβει να διώξει από πάνω του όλη την σκουριά της απραξίας, σωματικά και ψυχολογικά. Και έτσι δεν πήγε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Αυτό στο οποίο η Κολομβία έφτασε σπέρνοντας τον τρόμο, αυτό στο οποίο προαλειφόταν μεταξύ των φαβορί.
Αυτό που στιγματίστηκε, όπως και το προηγούμενο, από ένα ακόμα λάθος. Το αυτογκόλ του Αντρές Εσκομπάρ στην ήττα των «Cafeteros» από τις ΗΠΑ, στο δεύτερο παιχνίδι της φάσης των ομίλων, με το οποίο οριστικοποιήθηκε και ο αποκλεισμός τους από εκείνο κιόλας το 90λεπτο.
Σοκ. Ο Εσκομπάρ πριν το τουρνουά είχε δεχτεί πρόταση από τη Μίλαν. Και πιθανότατα θα άφηνε την Ατλέτικο Νασιονάλ, στην οποία και αυτός -γέννημα θρέμμα επίσης του Μεδεγίν– αγωνιζόταν. Στην αδιανόητη στοχοποίησή του απάντησε επιθετικά. Δεν κρύφτηκε, δεν λούφαξε. Μέχρι και άρθρο έγραψε σε εφημερίδα. «Η ζωή συνεχίζεται», έλεγε.
Όχι η δική του. Λίγες μόνο μέρες μετά την επιστροφή της ομάδας στην Κολομβία, στο πάρκινγκ του μπαρ Indio στο Μεδεγίν, δέχτηκε έξι σφαίρες ύστερα από λογομαχία -για τι άλλο;- για το καταδικαστικό αυτογκόλ και έπεσε νεκρός. Για την εν ψυχρώ δολοφονία του καταδικάστηκε ο Ουμπέρτο Μουνιός, οδηγός των αδερφών Γκαλόν, Γκαστάνο και Πέδρο Δαβίδ, οι οποίοι μετά το θάνατο του Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν τα νέα αφεντικά του εμπορίου ναρκωτικών στο Μεδεγίν, σαφώς παρηκμασμένου και ελεγχόμενου απολύτως πλέον (όπως και οι ίδιοι εννοείται) από το καρτέλ του Κάλι.
Ο Μουνιός, ο οποίος βάσιμα εικάζεται πως χρεώθηκε τον φόνο αντί των αδερφών Γκαλόν, καταδικάστηκε σε 43 χρόνια φυλάκιση. Εξέτισε τα 11 και από το 2005 κυκλοφορεί ελεύθερος. Στα αδέρφια, ως παρόντα στη λογομαχία, επιβλήθηκε ποινή 15 μηνών φυλάκισης κατ’ οίκον. Ανέκδοτο, ένα ακόμα, για το ποινικό σύστημα της Κολομβίας της εποχής.
Χρόνια αργότερα, το 2009, σε διαφορετικό πλέον κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, μπήκαν στη φυλακή κατηγορούμενοι ως χρηματοδότες παραστρατιωτικών οργανώσεων. Των ίδιων παραστρατιωτικών που ο Ιγκίτα είχε γνωρίσει, είχε συναναστραφεί και είχε εξασφαλίσει λόγω του στάτους που απολάμβανε τη… συγχώρεση τους για τις σχέσεις που είχε με τον Πάμπλο Εσκομπάρ, όταν είχαν ξαμολυθεί για το κεφάλι του patron (αλλά και όσων ήταν γύρω του).
Των παραστρατιωτικών που -εκτός της πληρωμένης “εξαίρεσης” για το κυνήγι του Εσκομπάρ– πολεμούσαν το FARC, τους αριστερούς αντάρτες δηλαδή, με τις δύο πλευρές ουσιαστικά να σχηματοποιούν απλοϊκά το πλαίσιο ενός εκ των πλέον μακροχρόνιων εμφυλίων της ιστορίας που ταλάνισε για δεκαετίες την Κολομβία.
Το FARC ήταν αυτό που έδωσε την ευλογία, συγκατάθεση και αποδοχή στον Ρενέ Ιγκίτα αρχικά να διεκδικήσει τη Δημαρχία ενός προαστίου του Μεδεγίν, χωρίς όμως να εκλεγεί, προτού το 2018, έναν χρόνο μετά την επίσημη διάλυση του επιχειρησιακού του βραχίονα, του προσφέρει την ευκαιρία να κατέβει ως υποψήφιος με το πολιτικό κόμμα της οργάνωσης στις προεδρικές εκλογές της χώρας. Ο Ιγκίτα αρνήθηκε.
Μαγικός ρεαλισμός…
Το χτύπημα του σκορπιού
H αγωνιστική επάνοδος του Ιγκίτα μετά τον εγκλεισμό του ήταν ανάλογα ηχηρή. Η απόδοση του στους δύο ημιτελικούς του Copa Libertadores με τη Ρίβερ Πλέιτ το 1995 ήταν η καλύτερη της καριέρας του. Με δικό του γκολ η Νασιονάλ επικράτησε στον πρώτο στο Μεδεγίν, στη ρεβάνς του Μπουένος Άιρες μόνος του ουσιαστικά, με σωρεία φοβερών επεμβάσεων, έστειλε την πρόκριση στα πέναλτι, όπου, αποκρούοντας ένα και σκοράροντας άλλο ένα, την προσυπέγραψε για τους «Πράσινους».
Στον Τελικό δεν τα κατάφεραν, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι εκείνα τα 210 λεπτά των ημιτελικών και ειδικά της ρεβάνς θεωρούνται από πολλούς ιστορικούς πως στοιχειοθετούν την πιο θεαματική εμφάνιση τερματοφύλακα στην ιστορία του θεσμού.
Και είχε συνέχεια. Με τη θεαματικότερη ενέργεια τερματοφύλακα στην ιστορία.
Και πού, στον «Ναό του ποδοσφαίρου», το Wembley. Σε φιλικό με την Αγγλία τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, σε κάτι σαν σουτ, κάτι σαν γέμισμα του Τζέιμι Ρέντναπ εκτός περιοχής των «Cafeteros» και σε κάθε περίπτωση παντελώς ακίνδυνο για οποιονδήποτε… νορμάλ τερματοφύλακα, ο οποίος απλώς θα γράπωνε άνετα την μπάλα χωρίς καν να κουνηθεί, ο Ιγκίτα είδε ευκαιρία να κάνει κάτι που σε ροή παιχνιδιού δεν είχε κάνει ξανά.
Το «Escorpión», όπως το είπαν οι πατριώτες του και δικαιωματικά τους ανήκει στα ισπανικά η ορολογία. Έγειρε το κορμί του μπροστά και, κάνοντας μπλονζόν, τίναξε τα πόδια του ενωμένα, ώστε να βρουν σε ιδανικό χρονισμό την μπάλα και να την απομακρύνουν. Ελληνιστί (και απολύτως ταιριαστά), αυτό ήταν «το χτύπημα του σκορπιού».
Το είχε πρωτολανσάρει ενστικτωδώς αρκετά χρόνια νωρίτερα, σε μια τηλεοπτική διαφήμιση χυμού, του Frutino. Ένα παιδί στο γύρισμα έκανε “ψαλιδάκι”, ο Ιγκίτα θέλησε να απαντήσει με ανάλογα εντυπωσιακά τρόπο και έτσι έκανε τη συγκεκριμένη απόκρουση.
Δεν το είχε δοκιμάσει ποτέ ξανά. Έκτοτε οι συμπαίκτες του στη Νασιονάλ και την Εθνική τον δοκίμαζαν με “βολικές” προσπάθειες στη διάρκεια της προθέρμανσης, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την επιθυμία του κόσμου να δει τη συγκεκριμένη απόκρουση, έστω και σε ζέσταμα.
Σε παιχνίδι δεν το είχε αποπειραθεί ποτέ. Ακόμα και για τον πλέον «Loco», ακόμα και σε φιλικό παιχνίδι, ήταν αδιανόητα ριψοκίνδυνο. Το έκανε όμως, έστω και αν η αφετηρία του βασίστηκε σε λανθασμένη εκτίμηση.
«Την ώρα που έγινε το σουτ, είδα με την άκρη του ματιού μου τον βοηθό να σηκώνει το σημαιάκι του, οπότε σκέφτηκα πως ήταν η καλύτερη ευκαιρία να το επιχειρήσω, χωρίς κόστος και ρίσκο. Όταν πλέον απέκρουσα και η μπάλα έφυγε μακριά, είδα πως ο βοηθός είχε κατεβάσει το σημαιάκι, με τον διαιτητή να υποδεικνύει πως η φάση συνεχιζόταν κανονικά. Καταριόμουν θεούς και δαίμονες και σκεφτόμουν τι με περίμενε στα αποδυτήρια».
Αποθέωση τον περίμενε. Ο βοηθός του Ματουράνα, Ερνάν Ντάριο Γκόμες, είχε πλέον προαχθεί σε εκλέκτορα. Μπαίνοντας στ’ αποδυτήρια στην ανάπαυλα, ζήτησε απ’ όλη την ομάδα να χειροκροτήσει τον Ιγκίτα για την ιστορική ευρεσιτεχνία του.
Απαίτηση που ακολούθησε τα πάνδημα επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού από το εκστασιασμένο κοινό του Wembley, τα οποία χαρακτηριστικά αργούν για κάποια δευτερόλεπτα, μέχρι να γίνει αντιληπτό τι ακριβώς τους παρουσιάστηκε ως θέαμα.
Και, μεταξύ άλλων τιμών και αναγνώρισης στην εφεξής ιστορική του διαδρομή, το «Escorpión» βραβεύτηκε ύστερα από διαδικτυακό γκάλοπ το 2008 ως η κορυφαία ενέργεια στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Υποκειμενικό το δίχως άλλο, έστω και αν ο συναγωνισμός περιλάμβανε την πιο εκλεκτή μαρκίζα του αθλήματος, μα διάολε, το σχετικό βραβείο ο Ροναλντίνιο το έδωσε στον Κολομβιανό.
Μπάλα, όχι με τον ίδιο αντίκτυπο, όχι με την ίδια επίδραση, αγωνιστικά τουλάχιστον, συνέχισε να παίζει ως τα 43 του. Στο Μεξικό, το Εκουαδόρ, τη Βενεζουέλα. Σε πρώτη και δεύτερη κατηγορία. Οπουδήποτε γινόταν δεκτός για το σόου που πλέον προσέφερε μόνο και μόνο άμα τη εμφανίσει.
Εμφάνιση τόσο χαρακτηριστική που από μόνη της του εξασφάλιζε και θα του εξασφαλίζει εσαεί αναγνωρισιμότητα. Κι όμως, ούτε που το σκέφτηκε δεύτερη φορά για να την αλλάξει λόγω της συμμετοχής του σε σχετικό τηλεοπτικό reality το 2005. Το δεύτερο κατά σειρά, καθώς είχε προηγηθεί η συμμετοχή του σε ένα με format ανάλογο του «Survivor».
Έκανε λοιπόν διάφορες επεμβάσεις λιποαναρρόφησης, αυξητική πηγουνιού, υποβλήθηκε σε οδοντιατρική αισθητική. Μέχρι και επαγγελματία στιλίστα προσέλαβε, ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του. Αυτός που από τα 22 του φοράει μόνο μπλε εσώρουχα και πάντα φορεμένα ανάποδα.
Το πρώτο, γιατί του το είχε υποδείξει μια μάγισσα, στην οποία είχε καταφύγει αναζητώντας μεταφυσική βοήθεια για να σταματήσει η Νασιονάλ ένα πολυετές αρνητικό σερί που είχε κόντρα στη Μιγιονάριος. Έπιασε. Ανάποδα, γιατί τον συμβούλευσε κατοπινά η γιαγιά του.
Παντρεύτηκε, έχασε την πρώτη του γυναίκα, ξαναπαντρεύτηκε, είναι πατέρας τριών παιδιών και παππούς άλλων τόσων εγγονιών και ακόμη θεωρεί ένα ζευγάρι μπλε εσώρουχα ως το καλύτερο δώρο που μπορεί να του κάνουν. Και όχι γιατί (λέει πως) παραμένει στο ποδόσφαιρο και συνεπώς τα χρειάζεται, δηλώνοντας (μέχρι κάτι άλλο από τα διάφορα που έχει καταπιαστεί να κεντρίσει περιστασιακά ή όχι το ενδιαφέρον του) προπονητής τερματοφυλάκων, αλλά για να του υπενθυμίζει τις αδυναμίες που αναγνωρίζει, χωρίς όμως να παλεύει να ξεπεράσει.
«Un humano perfectamente imperfecto».
Έτσι, όταν του ζητήθηκε, έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος τον εαυτό του. Χαρακτηρισμός ταιριαστός με τη ζήση του, με το περιβάλλον στο οποίο και ανατράφηκε, και αναδείχτηκε, και πρωταγωνίστησε, αλλά παράλληλα και το περιβάλλον που όρισε μια ολόκληρη εποχή, ένα ολόκληρο κίνημα, έχοντας πλέον πλήρως αποτυπωθεί ως γονιδιακό χαρακτηριστικό των Κολομβιανών.
«Ένας τελείως ατελής άνθρωπος».
Απλώς τέλειο.
Μαγικά ρεαλιστικό…
Πηγή: Athletes’ Stoiries