Θα ξεκινήσω με ένα μικρό spoiler από το μεγάλο ντοκιμαντέρ του Gazzetta που θα βγει σε λίγες ώρες για την πορεία του Ολυμπιακού μέχρι τον τελικό του Conference League. Όχι για να μπω σε κάποια σύγκριση σε σχέση με τον τρόπο που οι δύο σύλλογοι διαχειρίστηκαν τη σεζόν που κοντοζυγώνει στο φινάλε, αλλά για τον τρόπο που ο Γιώργος Μασούρας, ένας ποδοσφαιριστής που έχει τον σεβασμό από τους φίλους κάθε ομάδας, μιλάει για τον τρόπο που ο Μεντιλίμπαρ άλλαξε τα αποδυτήρια.
Mε την προσωπικότητα και την καθημερινότητά του στο σύλλογο κέρδισε το σεβασμό των παικτών, που με τη σειρά τους θυσίασαν τον εγωισμό τους για την ομάδα. Δεν θέλουν και πολλές μέρες τ’ αποδυτήρια για να κρίνουν. Υπάρχουν εκείνες οι περιπτώσεις που οι επιτυχίες λειτουργούν ως κύμα που συμπαρασύρει τους ποδοσφαιριστές, αλλά αν δουν αλλοπρόσαλλους χειρισμούς και τακτικές άλλων εποχών, τότε το πιθανότερο είναι να χαθούν και να μην γίνουν ποτέ μέρος του σχεδίου που ο εκάστοτε τεχνικός έχει στο κεφάλι του αλλά αδυνατεί να πάρει μαζί του εκείνους που καλούνται να το εφαρμόσουν.
Με τα στραβά του και τα καλά του, με τις καθυστερήσεις του στις μεταγραφές, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς είχε ένα τέτοιο σχέδιο. Ήταν ο μαέστρος ενός συνόλου που παρουσίαζε εξέλιξη, που έκανε πρωταθλητισμό. Είναι κατανοητή η απογοήτευση από έναν ευρωπαϊκό αποκλεισμό, είναι κατανοητή η δυσφορία από την απουσία συντονισμού στις μεταγραφικές περιόδους και η καθυστέρηση στις στρατηγικές αποφάσεις. Ως ένα σημείο, είναι κατανοητή κι η απόφαση για αλλαγή στην τεχνική ηγεσία. Εδώ όμως επανέρχεται το προπατορικό ερώτημα: Ποιος έχει την ευθύνη; Και ποιος αποφασίζει για την επόμενη μέρα;
Όταν ένα κλαμπ λειτουργεί με τεχνικό ή αθλητικό διευθυντή, η παρουσία του είναι εξίσου σημαντική -ίσως και σημαντικότερη- με αυτήν του προπονητή. Θεωρητικά, σύμφωνα πάντα με τη σχολή της Μπαρτσελόνα, την οποία έχουμε μελετήσει, στο οργανόγραμμα, κάτω από το sports management πρέπει να υπάρχουν σταθερές δομές όπως αυτές της ανάλυσης της απόδοσης, της ανάλυσης της ίδιας της ομάδας και των αντιπάλων, του σκάουτινγκ, καθώς και της ακαδημίας. Επομένως, είναι κομβικής σημασίας όλο το σύστημα να λειτουργεί εναρμονισμένα με τον προπονητή, καθώς η συνεργασία με τον ίδιο και το επιτελείο του είναι συνεχής και κομβικής σημασίας για τη βελτίωση των δεικτών απόδοσης. Ο προπονητής οφείλει να είναι επιλογή του director και να «κουμπώνουν» οι φιλοσοφίες τους. Θεωρητικά, πάλι, όταν ο προπονητής αλλάζει, οι παραπάνω δομές παραμένουν.
Προφανώς εδώ μιλάμε για την Ελλάδα, όπου τα παραπάνω δεν βρίσκουν εφαρμογή ή βασίζουν μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας τους στην τύχη, η οποία δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε αυτό το επίπεδο. Η επιλογή του Μεντιλίμπαρ στον Ολυμπιακό, για παράδειγμα, ήταν η συνεκτική ουσία που χρειαζόταν ένα ταλαιπωρημένο ποδοσφαιρικό οικοσύστημα, το οποίο ωστόσο είχε ένα ρόστερ με προοπτική και ενισχύθηκε γρήγορα με επιλογές από το πάνω ράφι. Του βγήκε αυτή η επιλογή κι αυτό σίγουρα πιστώνεται σε εκείνους που έκαναν το ταίριασμα. Προφανώς, στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, ένας τεχνικός διευθυντής δεν προχωρά σε μια τέτοια απόφαση χωρίς την έγκριση του ιδιοκτήτη. Μοντέλο Μόντσι, ακόμα τουλάχιστον, δεν έχουμε δει.
Όμως είναι άλλο αυτό κι άλλο να ξυπνάει ένα πρωί ο ιδιοκτήτης και να πετάει τον προπονητή, καταμεσής της σεζόν, έχοντας καταλήξει στην επόμενη μέρα χωρίς τις εσωτερικές διεργασίες που απαιτούνται και χωρίς το πλάνο του τεχνικού διευθυντή. Χωρίς να έχει μελετηθεί ποδοσφαιρικά και προπονητικά η επόμενη μέρα, χωρίς να έχει καταγραφεί το σχέδιο παιχνιδιού σε όλες τις φάσεις και η συνάρτησή του με το ρόστερ, χωρίς να έχουν τεθεί KPIs απόδοσης, χωρίς καν να λαμβάνονται υπόψιν άλλα στοιχεία που σχετίζονται με την καθημερινή διαχείριση ενός συνόλου ανθρώπων. Ακυρώνεται η ίδια η δομή που έχει αποφασιστεί για τον σύλλογο.
Το 2024, η επιλογή ενός προπονητή που προτάθηκε από τον φίλο μας την «μπαλαδόφατσα που ξέρει την πιάτσα» δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που οι επαγγελματίες θεωρούν ποδόσφαιρο. Και πολλές φορές, η επιτυχία δεν κρύβεται στα πολυσύνθετα πλάνα, στα excel με τα data και στους ποδοσφαιρικούς επιστήμονες, αλλά στην προσωπικότητα και το man management. Στοιχεία μη μετρήσιμα, αλλά απίστευτα σημαντικα. Υπάρχει τρόπος να κάνεις σκάουτινγκ και γι’ αυτό. Αν, δε, καταφέρεις να συνδυάσεις όλα τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά σ’ ένα πρόσωπο ή τουλάχιστον να έχεις στοιχειοθετήσει μια πρόσληψη με βάση αυτά, εκτοξεύεις τις πιθανότητες.
Η δομή και οι διαδικασίες αποδεικνύονται συχνά σημαντικότερες από τα πρόσωπα. Στο νέο ποδοσφαιρικό πρότζεκτ του Παναθηναϊκού, πρέπει να σεβαστούν ή να αναθεωρηθούν. Και πάνω στα θεμέλιά τους να δημιουργηθεί το παζλ. Με εμπιστοσύνη, υπομονή, ποδοσφαιρική παιδεία και σεβασμό σε όλες τις ανάγκες των τμημάτων που απαιτούνται για ένα κλαμπ που θέλει να κάνει πρωταθλητισμό στον καιρό των analytics. Χωρίς, ωστόσο, να ξεχνιούνται τα βασικά: Ένας ποδοσφαιριστής με εξαιρετικά στοιχεία είναι πιθανόν να μην κουμπώσει σε ένα αγωνιστικό πλάνο και το αντίθετο.
Το ότι οι «πράσινοι» έκλεισαν τη χρονιά με έναν σημαντικό τίτλο και με το «καλό» ευρωπαϊκό εισιτήριο, είναι μια πολύ καλή συγκυρία για το νέο ξεκίνημα. Αρκεί να μην ρίξει στάχτη στα μάτια των διοικούντων. Κυρίως από τη στιγμή που έχουν πέσει χρήματα και είναι εμφανής η τάση για ενίσχυση. Κυρίως από τη στιγμή που ο Γιάννης Παπαδημητρίου δήλωσε μετά τον τελικό του Βόλου ότι γνωρίζουν τα λάθη τους και ξέρουν τι πρέπει να γίνει. Μένει αυτό να αποδειχθεί στην πράξη.
Πηγή: Gazzetta