Έχουμε πολύ νωπό αυτό που προκαλεί στους φιλάθλους ένας ευρωπαϊκός τίτλος όταν πρόκειται για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ. Μια τέτοια επιτυχία βγάζει στον δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που πανηγυρίζουν. Μάλιστα όταν πρόκειται για εθνικό επίπεδο, και πάλι η ιστορία διδάσκει ότι βγαίνουν όλοι οι Έλληνες στους δρόμους. Χωρίς υπερβολή.
Στον ελληνικό αθλητισμό υπάρχουν οι παραπάνω εικόνες, ως μέτρο σύγκρισης της απήχησης που έχουν τα ομαδικά σπορ στην κοινωνία, και υπάρχει και η άφιξη του Μίλτου Τεντόγλου στην Αθήνα από την Ρώμη, την επόμενη πόλη που άλωσε σε αυτή την εκστρατεία που κάνει στην διάρκεια των τελευταίων 6 ετών κατακτώντας κάθε χρυσό μετάλλιο που βρίσκει μπροστά του στο άλμα εις μήκος. Κατά την άφιξή του τον περίμεναν οι εκπρόσωποι της Ομοσπονδίας του και της Πολιτείας, και αυτό ήταν όλο.
Βεβαίως για αυτή την εικόνα, του άδειου αεροδρομίου, “ευθύνεται” και ο ίδιος – δηλαδή το γεγονός ότι πρόκειται για τον μεγαλύτερο αντιστάρ Έλληνα αθλητή κορυφαίου επιπέδου στην σύγχρονη ιστορία. Ο Τεντόγλου είναι κάποιος που έχει σπάσει κάθε στερεότυπο τόσο σε σχέση με την δημόσια συμπεριφορά όσο και με το μάρκετινγκ που κάνει ο ίδιος για την “μάρκα” του. Αν το ήθελε, χωρίς να το προσπαθήσει, θα τύγχανε πολύ μεγαλύτερης προβολής στην διάρκεια της τελευταίας πενταετίας. Ακόμη και αυτή όμως η προβολή δεν θα ήταν ανάλογη του σεβασμού και της αναγνώρισης προς τις αθλητικές επιτυχίες του. Διότι η Ελλάδα δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί και πώς να μεταχειριστεί αθλητές τέτοιου επιπέδου όταν πρόκειται για ατομικά αθλήματα.
Η μία εξήγηση για αυτό είναι η προφανής: δεν είχαμε ποτέ στην σύγχρονη ιστορία έναν Έλληνα αθλητή στίβου ή άλλου μοναχικού αθλήματος που να παραμένει για καιρό ο καλύτερος στον κόσμο στο αγώνισμά του. Άρα εδώ έχουμε το φαινόμενο μιας αγοράς, της ελληνικής, που δεν έχει πρωτόκολλο για να αξιοποιήσει και να εκμεταλλευτεί έναν αθλητή αυτού του επιπέδου. Με όρους influencer marketing ο Τεντόγλου είναι μακράν του δεύτερου ο μεγαλύτερος influencer του αγωνίσματος παγκοσμίως στην δεδομένη στιγμή – τα νούμερά του, στο instagram, απέχουν πάρα πολύ από τον δεύτερο “δημοφιλέστερο” αθλητή του μήκους. Δυστυχώς για εκείνον όμως δεν παύει να είναι Έλληνας – δηλαδή κάποιος που δεν συνδέεται με τις άλλες αγορές και γι’ αυτό δεν μπορεί να τις επηρεάσει με συνέπεια να παραμένει “αδιάφορος” για τα μεγάλα brands που επιλέγουν παγκόσμιους πρεσβευτές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να αναδεικνύεται περισσότερο ως πρότυπο από την αθλητική αγορά προς την ελληνική κοινωνία. Με απλά λόγια, η ελληνική αγορά δεν ξέρει πώς να τον εκμεταλλευτεί και να τον αξιοποιήσει. Στην εποχή του 2024 του προτείνουν ακόμη να κάνει στατικά posts ποζάροντας δίπλα σε ένα προϊόν, σαν να είναι ο κλασικός σελέμπριτι των social media, την ώρα που οι νέοι σήμερα τον “κυνηγούν”, αντιδρούν παραπάνω από θετικά στην θέα του και διψούν να μάθουν την ιστορία του και να παρακολουθήσουν πιο στενά την αθλητική ζωή του.
Η δεύτερη εξήγηση είναι σχετική με την παρωχημένη αντίληψη των media. Ως λάτρης των αθλητικών ντοκιμαντέρ περιμένω την ημέρα που κάποιος θα μας παρουσιάσει μια σειρά που θα εξηγεί αυτό το φαινόμενο. Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να περιμένω μέχρι να έρθει μια ξένη πλατφόρμα που θα αποφασίσει να χρηματοδοτήσει μια παραγωγή – κάτι που θα είχε ήδη συμβεί αν ο Τεντόγλου ήταν Αμερικανός, Άγγλος, Ισπανός, Γάλλος, Ιταλός.
Είναι πολύ κρίμα που δεν ξέρουμε πώς να του συμπεριφερθούμε του Τεντόγλου. Όχι για εκείνον, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν τύπο που ζει τα social media πολύ λιγότερο από τους συνομηλίκούς του και ασχολείται τόσο λίγο με την εμπορική αξιοποίηση των επιτυχιών του που απορρίπτει πολύ περισσότερες εμπορικές προτάσεις από όσες αποδέχεται. Είναι κρίμα πρωτίστως και κυρίως επειδή χάνουμε μια ευκαιρία να επηρεάσουμε τους νεότερους δείχνοντας τον Τεντόγλου ως πρότυπο και με όρους δημόσιας συμπεριφοράς, τρόπου ζωής, στάσης ζωής απέναντι σε επιτυχίες που είναι πρωτόγνωρες για έναν αθλητή του στίβου. Έχουμε μπροστά μας έναν τύπο που “πουλάει” σαν τρελός για τους σωστούς και όχι για τους λάθος λόγους κι εμείς δεν ξέρουμε πώς να τον “πουλήσουμε” για να δείξουμε στα νέα παιδιά το μονοπάτι του, και δεν λέμε λέξη για εκείνον, παρά μόνο ένα “μπράβο Μίλτο” κάθε φορά που γυρίζει με ένα χρυσό μετάλλιο περασμένο στο στήθος.