Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Μερικές μέρες πίσω βρέθηκα να ακούω τον επαγγελματικό προβληματισμό ενός νέου Έλληνα προπονητή ποδοσφαίρου, ο οποίος βρέθηκε να εργάζεται σε μια ακαδημία, που δεν τον κάλυπτε βιοποριστικά. Συμφώνησε να κάνει 2ωρες προπονήσεις τρεις φορές την εβδομάδα με 300 € μηνιαία αμοιβή, και βρέθηκε να πληρώνεται περίπου τα μισά, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών που έδιναν ή όχι το παρών στις προπονήσεις. Συζητώντας, μέσα από τη συναναστροφή μου με δεκάδες προπονητές ακαδημιών, άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας ήταν “από τους τυχερούς” – δηλαδή ότι τα 150 € είναι μια πολύ δημοφιλής προσφερόμενη αμοιβή για έναν προπονητή που κάνει τρεις προπονήσεις την εβδομάδα.

Το έκανε ο κορονοϊός, σκέφτηκα. Όταν όμως άρχισα να ρωτάω, βρέθηκα μπροστά στην διαπίστωση ότι αυτή η αγορά, στην οποία επικρατεί το απόλυτο χάος, προσφέρει “ότι να ‘ναι” μεροκάματα διότι προσλαμβάνει και “ότι να ‘ναι” προπονητές. Κι ως συνέπεια της επικρατούσας κατάστασης στην αγορά έρχεται το γεγονός ότι συμβαίνει τα παιδιά να παραδίδονται σε ανεπαρκείς προπονητές, που δεν έχουν το ακαδημαϊκό υπόβαθρο για να λειτουργήσουν ως παιδαγωγοί, οι οποίοι συχνά δεν έχουν κατακτήσει ούτε στο εισαγωγικό επίπεδο τις γνώσεις που επιβάλλεται να έχουν δεδομένου ότι παίρνουν στα χέρια τους παιδιά.

Η παραπάνω είναι μια από τις κύριες και πιο σημαντικές συνέπειες. Μια άλλη είναι η σχετική με την απογοήτευση που βιώνουν οι φιλόδοξοι προπονητές, δηλαδή αυτοί που δεν ψάχνουν να συμπληρώσουν το εισόδημα με τη νοοτροπία που κάποιος ψάχνει να εργαστεί ως διανομέας ή φύλακας ή οδηγός στον “ελεύθερο”, από την βασική δουλειά του, χρόνο. Τι γίνεται με αυτούς που μπαίνουν στην προπονητική με όνειρα, οράματα και φιλοδοξίες αλλά ξεκινούν από χαμηλά επειδή δεν κουβαλούν ένα βαρύ ονοματεπώνυμο από την ποδοσφαιρική καριέρα και δεν έχουν τον “γνωστό” να τους “σπρώξει” και να τους “φυτέψει” σε μια καλή δουλειά; Αυτοί φτάνουν μέχρι την Σαουδική Αραβία για να κυνηγήσουν τα οράματά τους. Ένας τέτοιος ήταν πολύ πρόσφατα συνομιλητής μου, και με την άδειά του θέλησα να μοιραστώ μαζί σας την κουβέντα μας.

Ο Νίκος Σκουμποτής ήταν ένας από τους πρώτους προπονητές που χρησιμοποίησε η Juventus, προ 12ετίας, όταν έστησε την πρώτη ακαδημία της εκτός Ιταλίας, στην Ελλάδα. Μετά από έναν κύκλο 6 ετών, ο Σκουμπιώτης αποφάσισε να βγει στην ελληνική αγορά για να κάνει επόμενα βήματα. Και ένας περίπου 6ετής κύκλος στο ελληνικό ποδόσφαιρο τον οδήγησε στην επιλογή να μεταναστεύσει το περασμένο καλοκαίρι στην Σαουδική Αραβία προκειμένου να εργαστεί ξανά σε καλύτερες επαγγελματικές συνθήκες, και πάλι για την Juventus. Άφησε πίσω την οικογένειά του και μετακινήθηκε περίπου 4223 χιλιόμετρα μακριά για να ξαναβρεί συνθήκες που τον πείθουν ότι μπορεί να γίνει καλύτερος και μια δουλειά που τον τρέφει ψυχικά και υλικά. Του ζήτησα να μοιραστεί την εμπειρία του, και κυρίως να μου πει τι θα άλλαζε στην ελληνική επικρατούσα κατάσταση που αφορά τους προπονητές του αναπτυξιακού ποδοσφαίρου. Η απάντησή του είναι διαφωτιστική:

“Η συνεργασία με την JUVENTUS ξεκίνησε το 2009 όταν κι ανέλαβα μαζί με έναν εκλεκτό συνάδελφο να φτιάξουμε την πρώτη ακαδημία για τη μεγάλη “κυρία” του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου εκτός Ιταλίας, στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα Γείτονα στην Παλλήνη.
Μετά από πολλά ταξίδια στο Τορίνο, και με τη συνεχή επίβλεψη του εντεταλμένου Ιταλού Αρχιπροπονητή στην Ελλάδα, διδάχθηκα πάρα πολλά πράγματα για το ιταλικό ποδόσφαιρο, κυρίως στο κομμάτι της τακτικής. Το 2015, για προσωπικούς λόγους αποχώρησα από την ιταλική Ακαδημία και εργάστηκα σε μερικές από τις καλύτερες ακαδημίες της Αθήνας (ΠΑΕ ΑΕΚ, ΘΥΕΛΛΑ ΡΑΦΗΝΑΣ , ΠΑΕ ΑΠΟΛΛΩΝ ΣΜΥΡΝΗΣ, ΠΑΛΛΗΝΙΑΚΟΣ). Μετά από 14 χρόνια ενασχόλησης με τις Ακαδημίες και λόγω της συνεχούς κατάρτισης και εξέλιξής μου, θέλησα να βρω ένα επαγγελματικό συμβόλαιο που να συνδυάζει κορυφαία οργάνωση και συνεχή εξέλιξη στο κομμάτι των υποδομών.

Έτσι, μόλις ενημερώθηκα ότι η JUVENTUS της Σαουδικής Αραβίας ζητούσε προπονητές για την ακαδημία της, χωρίς δεύτερη σκέψη, άδραξα την ευκαιρία και έκανα αίτηση για τη συγκεκριμένη θέση. Ανάμεσα σε 110 βιογραφικά προπονητών απ’όλη την Ευρώπη, και μετά από 2 συνεντεύξεις, με επέλεξαν και τοκαλοκαιρι μετακόμισα στο Κομπάρ της Σαουδικής Αραβίας.

Εδώ η ζωή είναι εντελώς διαφορετική απ ́ό,τι γνωρίζουμε στην Ελλάδα σε όλους το τομείς, εντός και εκτός γηπέδου. Είμαι ο μοναδικός Έλληνας προπονητής και χαίρομαι γιατί διαπιστώνω ότι με σέβονται, τόσο οι άνθρωποι της ομάδας, όσο και οι γονείς και τα παιδιά της Ακαδημίας.
Το μοντέλο της JUVENTUS έχει αλλάξει, σε σχέση με αυτό το οποίο εφάρμοζα το 2015. Έχουμε μηνιαία εκπαίδευση από τους Ιταλούς προπονητές μέσω διαδικτύου και αυτό που τονίζεται από όλους τους υπεύθυνους προπονητές της JUVENTUS είναι πως την διαφορά πρέπει να την κάνουν οι προπονητές , δουλεύοντας πάνω σε συγκεκριμένο μοντέλο. Οι ασκήσεις από μόνες τους δεν αρκούν για να εκπαιδευτούν ικανοί παίκτες. Οι προπονητές πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι, ώστε να είναι πρώτα παιδαγωγοί και μετά δάσκαλοι μέσα στο γήπεδο. Γιατί το σύγχρονο ποδόσφαιρο χρειάζεται σκεπτόμενους παίκτες, οι οποίοι θα πρέπει να παίρνουν ταχύτατα αποφάσεις μέσα στο γήπεδο.

Έτσι, αυτή η εκπαίδευση θα πρέπει να ξεκινάει από την ηλικία των 6-7 ετών, μέσα από παιχνίδια στοχευμένα, τα οποία θα δίνουν στα παιδιά τη δυνατότητα να αποφασίζουν και να δρουν μόνα τους και οι προπονητές να τα κατευθύνουν προς την σωστή απόφαση. Αλλά θα πρέπει πάντα η τελική απόφαση να είναι των παιδιών , γιατί αυτά μεγαλώνοντας θα κριθούν και θα αξιολογηθούν από τους διάφορους σκάουτερ των μεγάλων ομάδων.
Έτσι, οι προπονητές των αναπτυξιακών ηλικιών θα πρέπει να κρίνονται από τους αρμόδιους με βάση την εξέλιξη των παιδιών μέσα στη χρονιά και όχι με βάση τα αποτελέσματα των ομάδων, πράγμα το οποίο γίνεται στο εξωτερικό, σε αντίθεση με την Ελλάδα.

Ακόμη, στο εξωτερικό ένας προπονητής υποδομών αμοίβεται πολύ καλά, γιατί αναγνωρίζουν πόσο σημαντικό είναι το έργο του. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε δει ακόμη κάτι αντίστοιχο, δηλαδή δε συμβαδίζουν οι αμοιβές με την τόσο σημαντική προσφορά μας στο άθλημα.
Μια άλλη σημαντική διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι στο εξωτερικό υπάρχει αξιολόγηση ενός προπονητή σε όλα τα επίπεδα. Συνεπώς, σημασία έχει μόνο η δουλειά μας και όχι εξωγενείς παράγοντες που δε σχετίζονται με το άθλημα, την προπόνηση και την αγωνιστική ικανότητα της ομάδας.

Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα του 2021 υπάρχουν πολλοί νέοι κι αξιόλογοι προπονητές οι οποίοι πολλές φορές αν δεν υπάρχουν γνωριμίες που θα τους βοηθήσουν, καταφεύγουν στη λύση του εξωτερικού, χτίζοντας την εμπειρία τους και δημιουργώντας ένα δυνατό βιογραφικό. Γι’ αυτό και μόνο, έχοντας στο μυαλό μου ότι υπάρχουν και πολλά “κατά” στην απόφαση αυτή, αφήνοντας πίσω σπίτι, οικογένεια κλπ., θα συνιστούσα σε κάποιον να το τολμήσει, γιατί γεμίζεις εμπειρίες και γνώσεις που μόνο καλύτερο μπορούν να κάνουν κάποιον, εντός και εκτός γηπέδου”.

Περίπου 10 χρόνια πίσω άκουγα από τον τότε πρόεδρο της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, τον Σοφοκλή Πιλάβιο να μιλά για το όραμά του να καθιερώσει την διαδικασία πιστοποίησης μιας ιδιωτικής ακαδημίας ποδοσφαίρου από την ΕΠΟ προκειμένου με αυτόν τον τρόπο η ομοσπονδία να διασφαλίζει μια σειρά από συνθήκες λειτουργίας. Μια από αυτές ήταν και η σχετική με την καταλληλότητα των προπονητών. Σήμερα, στο έγγραφο των προδιαγραφών που βάζει η ΕΠΟ για για ακαδημίες και τις σχολές εκμάθησης ποδοσφαίρου, το μόνο που διευκρινίζεται είναι η αναλογία προπονητή – παιδιών (1 για κάθε 20 παιδιά). Κατά τα άλλα μένει αφηρημένο το ποιος κρίνεται επαρκής για να έχει την ιδιότητα του προπονητή σε μια ιδιωτική σχολή. Όπως και το ποιος ελέγχει μια ακαδημία σχετικά με το υπόβαθρο και την επάρκεια των προπονητών που απασχολεί.

Μέχρι να αλλάξει αυτό το καθεστώς, οι φιλόδοξοι προπονητές που δεν έχουν “βύσμα” συχνά θα αναγκάζονται να μεταναστεύουν και να ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα για να βρουν αναγνώριση. Και μέχρι τότε θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν στο ποδόσφαιρο προπονητές των 150 €, στους οποίους εμείς εμπιστευόμαστε (;) τις ψυχές των παιδιών.

Πηγή: Gazzetta