Του Βασίλη Σαμπράκου
Θα ξεκινήσω από αυτό, προκειμένου να μας λυθεί η απορία: για ποιο λόγους έχει κερδίσει ο Τζον Φαν’τ Σχιπ τους ποδοσφαιριστές που αποτελούν τα μέλη του γκρουπ που έχει δημιουργήσει στην διάρκεια της τελευταίας 2ετίας; Δηλαδή για ποιο λόγο έχουν δείξει με την δημόσια στάση τους στην διάρκεια των τελευταίων μηνών την επιθυμία να συνεχίσουν να συνεργάζονται μαζί του στην Εθνική Ομάδα; Πολλοί από εμάς, τους δημοσιογράφους, έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν στο κομμάτι της νοοτροπίας του Ολλανδού προπονητή σχετικά με τις αρχές και τους κανόνες λειτουργίας και συμπεριφοράς εντός ομάδας. Μεγάλες είναι και οι αναφορές που έχουν γίνει στο πρόσφατο παρελθόν από τα media σχετικά με το αίσθημα ασφάλειας και το αίσθημα δικαιοσύνης που έχει δημιουργήσει στους ποδοσφαιριστές ο Φαν’τ Σχιπ, μαζί με τους συνεργάτες του. Ανεξάρτητα από το αν αντιλαμβάνονται ως ορθές και αποτελεσματικές τις επιλογές προσώπων που κάνει ο Ολλανδός, οι ποδοσφαιριστές στην πλειονότητά τους τις αντιλαμβάνονται ως δικές του επιλογές – δηλαδή δεν κυκλοφορεί στο μυαλό τους το δηλητήριο ότι κάποιος βάζει λόγια στον προπονητή σχετικά με την ενδεκάδα και τις αλλαγές των αγώνων. Αυτά ακούω κάθε φορά που τυχαίνει να συναναστραφώ έναν ποδοσφαιριστή – μέλος της Εθνικής Ομάδας.
Αρκετά από αυτά, αν όχι όλα τα στοιχεία τα είχε η Εθνική και στον καιρό του Μίκαελ Σκίμπε, δηλαδή του τελευταίου προπονητή στον οποίο έκαναν “like” στην πλειονότητά τους οι ποδοσφαιριστές. Γιατί τον ξεπερνά ο Φαν’τ Σχιπ; Επειδή οι ποδοσφαιριστές αναγνωρίζουν στο προπονητικό επιτελείο ότι δουλεύει μαζί τους και πάνω στο κομμάτι της ατομικής βελτίωσής τους.
Δεν θυμάμαι πότε και ποια ήταν η προηγούμενη φορά που είχα ακούσει κάτι τέτοιο από ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ομάδας. Για την ακρίβεια, θυμάμαι να το ακούω στο διάστημα που εργάστηκε στην Ομάδα ο Φερνάντο Σάντος, και έκτοτε δεν θυμάμαι να το άκουσα ποτέ. Σήμερα αυτή τη δουλειά την κάνουν ο Άαρον Βίντερ σε συνεργασία με τον Μιχάλη Βαλκάνη και με την υποστήριξη των αναλυτών Δημήτρη Γκούμα και Κώστα Κολτσίδα, δουλεύοντας με τους ποδοσφαιριστές πάνω στις αδυναμίες τους και την βελτίωσή τους. Και αυτή είναι μια διαδικασία δυναμική, που εξελίσσεται και δεν διακόπτεται απολύτως στο διάστημα που οι ποδοσφαιριστές βρίσκονται στους συλλόγους τους, διότι οι προπονητές παραμένουν σε επαφή μαζί τους για να τους συμβουλέψουν και να τους καθοδηγήσουν. Μπορώ με σιγουριά να πω ότι αυτό δεν συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια στην Ομάδα και ότι αυτή είναι μια από τις βασικές εξηγήσεις για το γεγονός ότι οι ποδοσφαιριστές, κατά πλειοψηφία, “ψήνονται” με τον προπονητή.
Πιθανόν όλα τα παραπάνω να ήταν βασικοί λόγοι που οδήγησαν τον Κώστα Κωσταντινίδη, που έχει θέση τεχνικού διευθυντή, και τον Τάκη Φύσσα, που είναι ο αθλητικός διευθυντής της Εθνικής στην επιλογή να εισηγηθούν την επέκταση του συμβολαίου του Ολλανδού προπονητή με την ομοσπονδία. Η ομοσπονδία, η οποία αξιολόγησε ως θετικό το έργο των δύο διευθυντών, ανακοίνωσε πριν από τα δύο τελευταία παιχνίδια ότι επεκτείνει τα συμβόλαιά τους. Και ενώ επέκτεινε τα δικά τους συμβόλαια, και ενώ δέχθηκε από αυτούς εισήγηση για την επέκταση του συμβολαίου του Φαν’τ Σχιπ, για τον Ολλανδό δεν ανακοίνωσε απόφαση πριν από τα δύο αυτά παιχνίδια. Και ενώ φερόταν αποφασισμένη να επεκτείνει το συμβόλαιο, και δεν ολοκλήρωνε τη συμφωνία μόνο προκειμένου να διαχειριστεί τυχόν αρνητικές εντυπώσεις στα δύο τελευταία παιχνίδια και κυρίως μια βαριά ήττα από την Ισπανία – αυτό ήταν που φοβόταν η διοίκηση της ΕΠΟ, τώρα παρουσιάζεται ξαφνικά να κάνει … δεύτερες σκέψεις.
Πώς γίνεται μια διοίκηση που έχει … αξιολογήσει το έργο ενός προπονητή και έχει αποφασίσει να τον κρατήσει να αμφιταλαντεύεται ξαφνικά μετά από το τελευταίο ματς με το Κόσοβο; Δηλαδή πριν από αυτό το ματς ο Φαν’τ Σχιπ “έκανε”, για όσα είδαν από αυτόν στα 2,5 χρόνια, και τώρα “δεν κάνει”, μετά από ένα ματς;
Για τον προπονητή δεν αποφασίζουν ο τεχνικός διευθυντής και ο αθλητικός διευθυντής. Αν αποφάσιζαν αυτοί, το συμβόλαιο του Ολλανδού θα είχε ήδη επεκταθεί. Όπως φαίνεται, για τον προπονητή δεν αποφασίζει ούτε ο πρόεδρος της ΕΠΟ Παναγιώτης Δημητρίου. Ποιος θα αποφασίσει; Η εκτελεστική επιτροπή της ομοσπονδίας, δηλαδή ένα γκρουπ ανθρώπων που δεν έχει διοικήσει ποτέ σύλλογο και δεν έχει ποτέ σπουδάσει το ποδόσφαιρο ή την προπονητική και φυσικά δεν έχει επίγνωση των εργαλείων ανάλυσης και αντικειμενικά τεκμηριωμένης αξιολόγησης των προπονητών.
Αν σεβόταν το ποδόσφαιρο, η ομοσπονδία θα έπρεπε τούτες τις ημέρες να έχει ολοκληρώσει την τεκμηριωμένη αξιολόγηση του έργου του Φαν’τ Σχιπ, να έχει κουβεντιάσει μαζί του σε σχέση με το μέλλον προκειμένου να καταλάβει την νοοτροπία και την αυτοκριτική του, και να έχει ολοκληρώσει έναν κύκλο συνεντεύξεων με τους προπονητές που έχει ξεχωρίσει μέσα από το scouting προκειμένου να έχει επίγνωση των επιλογών της – δηλαδή να ξέρει ποιες είναι οι επιλογές που έχει για το πρότζεκτ του Nations League και του Euro 2024. Ποιος όμως να τα κάνει όλα αυτά;
Αυτό το κείμενο είναι σαν να το έχω ξαναγράψει πάρα πολλές φορές από το 2014 μέχρι σήμερα. Δεδομένου ότι στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 7 ετών έχουμε αλλάξει 6 φορές προπονητή, η πραγματικότητα με έχει αναγκάσει να επιστρέψω πάρα πολλές φορές στα βασικά, δηλαδή στην διαδικασία αξιολόγησης ενός προπονητή και πρόσληψης ενός προπονητή. Διότι ήταν πάντοτε ίδια η επικρατούσα κατάσταση – απλώς άλλαζαν τα ονοματεπώνυμα των προέδρων της ομοσπονδίας, ανθρώπων των οποίων τα ονόματα αποκλείεται να θυμάμαι αν τα συναντήσω σε trivia games στο μέλλον. Σήμερα, που φυσικά δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά στην ερώτηση σχετικά με το αν πρέπει ή όχι να παραμείνει ο Φαν’τ Σχιπ, για ακόμη μια φορά δεν ξέρω τι να περιμένω από την Εθνική στο μέλλον διότι δεν έχω απολύτως καμιά εμπιστοσύνη σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις – όπως δεν είχα και σε όλλους τους προηγούμενους από το 2014 μέχρι σήμερα.
Πηγή: Gazzetta