Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Οι Εθνικές ομάδες δεν είναι σύλλογοι. Που πάει να πει ότι οι προπονητές δεν έχουν χρόνο και χώρο να αναπτύξουν τις ιδέες τους.
Οι παίκτες μαζεύονται για λίγες μέρες, συνήθως είναι κουρασμένοι, οπότε και να ήθελαν, δεν μπορούν να αφομοιώσουν κάτι παραπάνω από τα βασικά.
Για αυτόν το λόγο, το εθνικό ποδόσφαιρο παραμένει κάμποσα κλικ πίσω από το συλλογικό. Για αυτόν το λόγο επίσης, προπονητές μέτριοι ή και εντελώς ξεπερασμένοι για το υψηλό επίπεδο των συλλόγων, όπως π.χ. ο Ντεσάν στην Γαλλία και ο –λατρεμένος στην Ελλάδα – Φερνάντο Σάντος, είναι επιτυχημένοι στις Εθνικές τους.
Στους συλλόγους ζούμε στην εποχή του Πεπ: ο Καταλανός προπονητής έχει αλλάξει το άθλημα με τρόπο καταλυτικό – τώρα όλες οι ομάδες, ακόμα και εκείνες που δεν επιλέγουν το ποδόσφαιρο κατοχής, οφείλουν να ξέρουν τι να κάνουν με τη μπάλα στα πόδια, πώς να αναπτυχθούν σωστά, όπως οφείλουν κατά διαστήματα να πιέζουν ψηλά, αν θέλουν να έχουν πιθανότητες επιτυχίας. Η άμυνα αποκλειστικά χαμηλά στο γήπεδο, και το διώξιμο όπως – όπως μπας και πάρει τη μπάλα ο επιθετικός και κάνει μόνος του φάση, ευτυχώς αργοπεθαίνουν ως ποδοσφαιρικές επιλογές.
Αυτά, όμως , στους συλλόγους. Στις Εθνικές, το μοντέλο της παθιασμένης άμυνας και των ηρωικών, ανοργάνωτων και ό,τι να ναι αντεπιθέσεων, ακόμα περπατά. Στο προηγούμενο Euro, η Ισλανδία έφτασε οκτάδα, η Ουαλία τετράδα και η Πορτογαλία του 1-0 το σήκωσε. Ακόμα και η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Γαλλία, παρά το ταλέντο της, ομάδα αντεπιθέσεων και ατομικής έμπνευσης ήταν κατά βάση, παρά ένα σύνολο που έπαιζε κυριαρχικό και οργανωμένο ποδόσφαιρο.
Όλα αυτά τα αναφέρω για να καταλήξω στο εξής απλό: το μοντέλο Ρεχάγκελ (και Σάντος), με το οποίο η Εθνική Ελλάδος έζησε την καλύτερη δεκαετία της ιστορίας της δεν έχει ξεπεραστεί πλήρως. Υπό προϋποθέσεις δίνει ακόμα επιτυχίες και προκρίσεις. Προϋποθέσεις απλές και ταυτόχρονα πολύπλοκες: οργάνωση, ομοψυχία, πίστη στο πλάνο, στεγανά. Πολύ φοβάμαι ότι η σημερινή Εθνική Ελλάδος δεν πληροί καμία από αυτές.
Και το πρόβλημα δεν είναι σημερινό: όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, ξεκίνησε από το 2004 ακόμα.
Τότε ήταν η εποχή που η Εθνική μπορούσε να αλλάξει εντελώς ολόκληρο το οικοδόμημα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Να εκμεταλλευτεί τον άθλο του Euro και την δυναμική των ηρώων του, για να χτίσει εκ θεμελίων κάτι διαφορετικό: ένα σύστημα που θα ξεκινούσε από χαμηλά, θα δίδασκε στους νεαρούς ποδοσφαιριστές όλης της χώρας συγκεκριμένα πράγματα, θα τους μεγάλωνε με ποδοσφαιρικές αρχές ξεκάθαρες και θα τους αναδείκνυε αξιοκρατικά.
Και παράλληλα θα προσπαθούσε να δημιουργήσει μια στέρεη σχέση με τους Έλληνες ποδοσφαιρόφιλους που δεν θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από το αποτέλεσμα. Να έμπαινε στα σχολεία, να γέμιζε τα γήπεδα με παιδιά, να απομόνωνε την καφρίλα, να έφτιαχνε νέες γενιές που θα την αγαπούν, θα την σέβονται και θα την στηρίζουν όπου κι αν παίζει.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο βεβαίως, χρειαζόμασταν ανθρώπους με όραμα, μεράκι και μεθοδικότητα. Άνθρωποι που να την αγαπούν ανιδιοτελώς.
Τέτοιοι, δυστυχώς, δεν βρέθηκαν πολλοί.
Αρχικά, γύρω από το 2004 στήθηκε ένα γαϊτανάκι με πειρατικά και άλλες γραφικότητες – καιροσκοπικό, κερδοσκοπικό και ακαλαίσθητο, το οποίο μετέτρεψε την κατάκτηση του Euro σε remix στη Μύκονο. Την θόλωσε και την έκανε να μοιάζει φτηνή.
Εν συνεχεία ο Ρεχάγκελ δεν μπορούσε και δεν ήθελε να παίξει ρόλο οργανωτή και αναμορφωτή – και πιστεύω ειλικρινά ότι δεν αγάπησε ποτέ ούτε την Ελλάδα, ούτε τους Έλληνες, αγάπησε την αγάπη των Ελλήνων για αυτόν. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερες αποστάσεις κρατούσε.
Οι ίδιοι οι διεθνείς, συνέχισαν με προσθαφαιρέσεις και αυταπάρνηση να προσφέρουν επιτυχίες στην Εθνική και νοιώθω ότι εκείνοι όντως την αγαπούσαν πολύ.
Αλλά ακόμα περισσότερο αγαπούσαν την ασφάλεια του καλού αποτελέσματος. Κι έτσι αντιδρούσαν μαζικά σε κάθε υποψία κριτικής για το ποδόσφαιρο που έπαιζαν, δεν ήθελαν την παραμικρή εξέλιξη, κρυβόταν πίσω από υπεραπλουστεύσεις του στιλ «δεν έχουμε τον Μέσι και τον Ρονάλντο για να παίζουμε καλύτερα» και δεν εκμεταλλεύτηκαν ποτέ την δύναμή τους για να αρθρώσουν, συντονισμένα, όχι αποσπασματικά, μια ολοκληρωμένη πρόταση για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Πιθανόν, οι περισσότεροι, δεν διαθέτουν και την προσωπικότητα για κάτι τέτοιο.
Για την ΕΠΟ δεν χρειάζεται να πω πολλά: όχημα προσωπικών φιλοδοξιών, πρόεδροι – μαριονέτες, θλιβερά παραγοντάκια που ενδιαφερόταν μονάχα να κρατήσουν τη θέση τους, εξυπηρετώντας τα εκάστοτε αφεντικά τους.
Φωτεινή εξαίρεση σε όλα τα παραπάνω, κι ας μην μου άρεσε ποτέ το ποδόσφαιρό του, ο Φερνάντο Σάντος. Ο Πορτογάλος και μας αγάπησε ειλικρινά, και στην Εθνική έδωσε την ψυχή του και σχέδιο ολοκληρωμένης προσέγγισης είχε για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Σάντος, τουλάχιστον, το πάλεψε. Μέχρι που τον εκπαραθύρωσαν οι Γκιρτζίκηδες! Και έκτοτε άρχισε η ελεύθερη πτώση.
Προφανώς, η επιφανειακή, ιδιοτελής αντιμετώπιση της Εθνικής από το σύνολο σχεδόν των εμπλεκομένων, είχε τελικά το αναμενόμενο αποτέλεσμα: την σταδιακή της απαξίωση και αγωνιστικά και στα μάτια του κόσμου. Του κόσμου που έτσι κι αλλιώς μπαίνει κι εκείνος στην εξίσωση: διότι δεν την αγάπησε ποτέ πραγματικά, ούτε καν στη χρυσή δεκαετία της. Και τώρα βαριέται να πάει να τη δει ακόμα κι όταν παίζει με την Ιταλία.
Η εικόνα των άδειων κερκίδων του ΟΑΚΑ, σε τέτοιο ματς, ήταν εικόνα δεκαετίας του 90.
Ασφαλώς, λοιπόν, ο Άγγελος Αναστασιάδης τα έκανε μαντάρα το Σάββατο. Και ασφαλώς το ποδόσφαιρο που ξέρουμε να παίζουμε, είναι παρωχημένο.
Τα αίτια της πτώσης της Εθνικής όμως, πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην εποχή της ακμής της.
Τότε που είχε όλα τα φόντα να απογειωθεί, όχι μόνο όσον αφορά στα αποτελέσματα της αλλά κυρίως στην νοοτροπία.
Να βάλει τις βάσεις, ώστε είτε χάνει, είτε κερδίζει να ξέρουν όλοι ότι βαδίζει σε σωστό μονοπάτι. Να αγαπηθεί ουσιαστικά και να καλλιεργήσει την ποδοσφαιρική παιδεία των Ελλήνων.
Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.
Διότι κατά βάση τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, σε κανένα τομέα, στην ελληνική κοινωνία.
Κι έτσι, η ατολμία και η ιδιοτέλεια όσων περιτριγύριζαν και περιτριγυρίζουν την Εθνική , την κράτησε καθηλωμένη στις αντιλήψεις που επικρατούσαν πριν το 2004.
Στο επίπεδο δηλαδή όπου πλέον , και βάσει αποτελεσμάτων , σταδιακά επιστρέφει.
Πηγή: Sport DNA