Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Στον αμερικάνικο στρατό, που ως γνωστόν λύνει όλα τα προβλήματα του πλανήτη και ως εκ τούτου αποθεώνεται και στα γήπεδα του ΝΒΑ, χρησιμοποιούν δύο αρκτικόλεξα για να περιγράψουν τις αναποδιές.

To πρώτο είναι το SNAFU, το οποίο πέρασε και στην καθομιλουμένη ως ανεξάρτητη λέξη, οπότε γράφεται και με πεζά: snafu. Ο εστι μεθερμηνευόμενον, «situation normal, all fucked up». Πρόκειται για αυτοσαρκασμό. Όλα είναι άνω κάτω ως συνήθως, οπότε η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο. Το σκαρφίστηκαν, λέει, οι πεζοναύτες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γνωστές διάνοιες.

Όταν όμως τα θαλασσώνουν ανεπανόρθωτα, χρησιμοποιούν ένα δεύτερο κωδικό, πολύ πιο δυσοίωνο: FUBAR. Πάει να πει, «fucked up beyond all recognition» (ή «repair» ή «redemption»). Η κατάσταση έχει γαμ*θεί πλήρως και δεν σώζεται, με τίποτε. Ούτε με πυραύλους, που λέει ο λόγος και ο Τραμπ.

Λίγες ώρες πριν τον αγώνα με την Πολωνία, έναν από τους κρισιμότερους της ιστορίας της για διάφορους λόγους, η Εθνική ακροβατεί ανάμεσα στο SNAFU και στο FUBAR.

Όπως μπορούν να σας διαβεβαιώσουν όσοι Σέρβοι έζησαν το Μουντομπάσκετ του 2014, η κακή πορεία στην πρώτη φάση και η μόνιμη ανακατωσούρα μπορεί να ανατραπεί και να εξελιχθεί σε απλό σνάφου, με μία μόνο νίκη που αλλάζει το κλίμα και επαναφέρει το τρένο στις ράγες.

Όπως μπορούν να σας διαβεβαιώσουν όσοι Σέρβοι έζησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας ή το Ευρωπαϊκό του Βελιγραδίου, η κατάσταση ορισμένες φορές είναι εντελώς φούμπαρ, χωρίς τη δυνατότητα γιατρειάς.

Τότε δεν μπορεί να τη διορθώσει ούτε η φανέλα, ούτε το ταλέντο των παικτών, ούτε η ικανότητα ενός προπονητή. Μήπως θέλετε να σας θυμίσω ποιος καθόταν στον πάγκο της Σερβίας τη διετία 2004-5; Πάντως όχι ο αντίστοιχος Μίσσας.

Θέλω να πιστεύω ότι βρισκόμαστε πιο κοντά στο «νορμάλ» μπάχαλο, παρά στον δρόμο που δεν έχει γυρισμό.

Ο ανοιχτός ορίζοντας μπορεί να κάνει τη διαφορά, πρώτα στο μυαλό των παικτών και έπειτα στα ποδάρια τους. Η ποιότητα δεν εξαφανίζεται ως διά μαγείας.

Η ταινία τρόμου που είδαμε τις προηγούμενες ημέρες μας κάνει να λέμε ότι δεν μπορούμε να κερδίσουμε κανέναν, αλλά ένα ματς αρκεί για να δημιουργήσει ανάστροφη δυναμική.  

Ο κυνικός υπολογιστής, όμως, επισημαίνει ότι από τα ημιτελικά μας χωρίζει μία νίκη επί της Πολωνίας, μία επί της νικήτριας του σημερινού αγώνα Λιθουανίας-Γερμανίας και μία επί της Κροατίας ή της Ρωσίας.

Εάν δεν είναι αυτό ιδανικό αντίδοτο για να αρνηθεί η ομάδα μας το φριχτό FUBAR, δεν ξερω ποιο είναι.  Ούτε με παραγγελία δεν βγαίνει τέτοιο πρόγραμμα. Ιδίως αν προκύψει Γερμανία αντί Λιθουανίας.

Μπορεί να καλομάθαμε στις δεκαετίες που προηγήθηκαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε και κληρονομικό δικαίωμα στη διάκριση.

Η ομάδα μας θα ήταν ισχυρή και φιλόδοξη εάν έκανε τέλεια προετοιμασία, συσπείρωνε όλες τις δυνάμεις του ελληνικού μπάσκετ και είχε και τρεις ισχυρές φωνές στα αποδυτήρια: προπονητή, μάνατζερ, αρχηγό.

Αυτή τη στιγμή, δεν ισχύει τίποτε από όλα αυτά. Προσωπικά θεωρούσα εξαρχής υπερφίαλη κάθε συζήτηση για μετάλλια και παρελάσεις.

Εάν ανατρέξετε στα κείμενα και στις μπασκετοκουβέντες των εβδομάδων που προηγήθηκαν, θα με ακούσετε να λέω ότι θα θεωρήσω επιτυχία «ο,τιδήποτε παραπάνω από 2-3 στη Ελσίνκι», να προοιωνίζω ότι η Εθνική «θα παίξει τη ζωή της την τελευταία αγωνιστική με τους Πολωνούς», να τονίζω ότι «η ομάδα είναι μέτρια ως μετριότατη σε όλους τους τομείς» και να απαιτώ ταπεινοφροσύνη, από εαυτούς και αλλήλους.

Αυτά τα πίστευα και τα έγραφα ακόμα και πριν την αποχώρηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Κάποιοι μέσα στην ομάδα μου θύμωσαν. Τελευταία εξαφανίστηκαν, άγνωστο γιατί.

Ωστόσο, το ξαναλέω, η μπάλα είναι πόρνη, το μπάσκετ άτιμο πράγμα, ενώ τα τουρνουά έχουν ιδιόμορφους κανόνες, οι οποίοι αλλάζουν τα ψυχολογικά δεδομένα μέρα με τη μέρα, όπως τα σετ στο τένις.

Ας μη βγάλουμε ακόμη τον επιτάφιο, Σεπτέμβριο μήνα. Κανονικά η Εθνική θα νικήσει ωραία ωραία τους Πολωνούς και θα αφήσει πίσω της τη μαυρίλα του Ελσίνκι, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται.

Ο Βόσπορος έχει τον τρόπο του, για να φτιάχνει τη διάθεση. Για να σκάσει και η αγλαή FIBA, που χαρακτηρίζει τους Πολωνούς «slight favourites» στην επίσημη προαναγγελία της.

Πού καταντήσαμε λοχία, να μας θεωρούν και οι Φιμπαίοι φούμπαρ. Οι φουμπαραίοι…

Την προηγούμενη φορά που η Ελλάδα και η Πολωνία βρέθηκαν αντιμέτωπες σε αγώνα δίχως ξημέρωμα, ήταν προημιτελικός.

Το 1997, στο Παλάου Σαντ Τζόρντι της Βαρκελώνης, όταν μάλιστα η Εθνική μας προερχόταν από σερί 6 νικών και πέτυχε την 7η, για να φτάσει στην τετράδα.

Τότε, ανήμερα 4η Ιουλίου με γιορτινά πυροτεχνήματα, δεν υπήρχε ούτε σνάφου ούτε φούμπαρ, αλλά μέρα ανεξαρτησίας.

Θυμάμαι μάλιστα ότι ο αντίπαλος μας φαινόταν κάπως εξωτικός και κάποιος συνάδελφος έκανε γκάλοπ ανάμεσα στους πανευτυχείς από τους θριάμβους παίκτες, με ένα και μοναδικό ερώτημα: «Ποια είναι η πρωτεύουσα της Πολωνίας;»

Μου φαινόταν αδιανόητο να αγνοούν παιδιά 25 και 30 ετών τη Βαρσοβία, αλλά οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα και ο δημοσιογράφος βρέθηκε απολογούμενος: «Μα, προσπαθείς να μας εκθέσεις;»

Άραγε πόσοι από την τωρινή ομάδα γνώριζαν την πρωτεύουσα της Φινλανδίας και πόσοι θα τη θυμούνται ακόμη, όταν περάσουν μερικοί μήνες;

Πηγή: Gazzetta