Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Σαν πάμε στ’ Άντεν μου ‘λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις.

Δεν χρειάστηκε να μπαρκάρει. Δεν του πρότεινε κανείς να δοκιμάσει. Βίωμα παιδικό. Εικόνα ανατροφής. Ανατροφής. Ειρωνικό. Το φαγητό στο σπιτικό του μπορεί να έλειπε, συχνά πυκνά μάλιστα. Το αλκοόλ όμως ποτέ. Ο πατέρας του δεν πρόλαβε καλά-καλά να σαρανταρίσει και το ποτό τον σκότωσε.

Ο χαμός του λύγισε τη μητέρα του. Ως τότε δεν έπινε. Ως και τα βαθιά της γεράματα δεν έχει σταματήσει να πίνει. Στα πόδια του λοιπόν μεγάλωσε και η εξάρτηση. Αδάμαστη, θανατηφόρα. Μα οικεία. Γλύτωσε, στην αρχή, γιατί βρήκε άλλο σαράκι. Συνηθισμένο κι αυτό στις φτωχογειτονιές, όχι μόνο της Φορταλέσα, όπου μεγάλωσε, μα απ’ άκρη σ’ άκρη στην πατρίδα του.

Τόπι. Ποδόσφαιρο. Δρομάκι στην αρχή, μετά αλάνα, μετά στην ομάδα της γειτονιάς. Φεροβιάριο τη λέγανε. Και να την έψαχνες, δεν θα την έβρισκες. Την έβαλε στον χάρτη. Με γκολ. Το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Κοντά για 30.000 δολάρια τον πούλησε, στα 20 του, στη Βάσκο Ντα Γκάμα. Ακόμα και για το ’93, το ποσό δεν ήταν σοβαρό.

Ακόμα και για μια άγραφη ομάδα της Βραζιλίας. Πόσο μάλλον για έναν Παγκόσμιο Πρωταθλητή, έστω και μόνιμα παγκίτη, με την Ελπίδων της «Seleção» εκείνο το καλοκαίρι.

Το θανατικό τον γυρόφερνε. Μαζί του μεγάλωσε, δεν γίνονταν να το γλυτώσει. Ο χαμός σε αυτοκινητιστικό του Ντενέρ Αουγκούστο Ντα Σίλβα, ενός χαρισματικού μεσοεπιθετικού της Βάσκο, μόλις στα 23, ήταν αυτό που τον έφερε στην πρώτη ομάδα. Μόνιμα πλέον ενδεκαδάτο, μόνιμα στην κορυφή της επίθεσης.

Και μόνιμα να γράφει. Πρώτα, πολλά γκολ, πρώτοι, τοπικοί τίτλοι, πρώτο ανέβασμα επιπέδου. Η Γκρέμιο, η καλύτερη ομάδα της χώρας, με τον Λουίς Φελίπε Σκολάρι στον πάγκο, τον απέκτησε. Δανεικό. Το κομμάτι που έλειπε. Και στους δύο. Στην ομάδα, για να γίνει η καλύτερη της ηπείρου (Copa Libertadores 1995), στον ίδιο, για να περάσει τον Ατλαντικό.

Όχι αμέσως. Όχι εύκολα. Πρώτα έπρεπε να τον αγοράσει η Γκρέμιο. Μέχρι και έρανο έκανε για να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό του buy out. 1.275 εκατ. δολάρια ήταν. Όχι πριν δέκα γενιές, πριν κοντά τρεις δεκαετίες ήταν. Μόλις. Για τον αρχισκόρερ του Copa Libertadores. Στα 22 του. Για ένα τέρας της φύσης. Για μια μηχανή που λειτουργούσε μόνο για να σκοράρει. Που τροφοδοτούσε το δικό του το σαράκι ανανεώνοντας, συνεχώς, την εξάρτησή του με τα δίχτυα.

Με τα πολλά, τα λεφτά βρέθηκαν. Λεφτά, έτσι κι αλλιώς, στην τράπεζα ήταν. Λίγους μήνες αργότερα, 4.5 εκατ. δολάρια προσφέρθηκαν από τους Ρέιντζερς. Και πήγε στα Highlands. Δεν μπόρεσε όμως να βγάλει το -τότε καινοφανές- κοινοτικό διαβατήριο, οπότε η μεταγραφή ακυρώθηκε και δύο μήνες μετά την παραμονή του στην Γλασκόβη γύρισε ξανά πίσω στο Πόρτο Αλέγκρε.

Οι Πορτογάλοι δεν νοιάζονταν -από τότε- για διαβατήρια. Ειδικά των Βραζιλιάνων, εκείνων δηλαδή που αιώνες πριν κατέκτησαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ξεφορτώνοντας από τις καραβέλες τους στις αρχές του 16ου αιώνα πολιτισμό, θρησκεία, γλώσσα. Μα και σπαθί, μπαρούτι και αίμα. Όπως κάθε κατακτητής.

Οι conquistadores λοιπόν, καλοκαίρι πια του ’96, ξεφόρτωσαν τα σεντούκια τους για χάρη του. Πόρτο και Μπενφίκα ξιφούλκησαν. Οι Λουζιτανοί ήταν μιαν ανάσα, αλλά ο πανούργος Πρόεδρος των «Δράκων», Πίντο Ντα Κόστα, ο οποίος έχτισε τον μύθο του κάνοντας ασταμάτητα και ανελέητα χουνέρια στους «Αετούς», τους τον έκλεψε μέσα από τα χέρια.

Πλήρωσε το κάτι τις του παραπάνω, 6 εκατ. δολάρια θρυλείται πως έφτασε το αντίτιμο, και τον έφερε τελικά στη φωλιά του δράκου, στο Dragão.

Πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης

Πρώτο βιολί τότε της Πόρτο ο Ντομίνγκος ήταν. Μετά την παρθενική κοινή τους σεζόν, πωλήθηκε στην Τενερίφε. Ο νιόφερτος είχε συστηθεί με 30 γκολ στο Πρωτάθλημα και 37 σε όλες τις διοργανώσεις. Πρόγευση μόνο. Πρώτη, μικρή. Μιας αδιανόητης για τα ευρωπαϊκά ποδοσφαιρικά δεδομένα της εποχής συνέπειας, την οποία στις μέρες μας μαθημένοι είμαστε να βιώνουμε μόνο από δύο συγκεκριμένα δίποδα μυθικά ποδοσφαιρικά τέρατα.

Σε τέσσερεις σεζόν στην Πόρτο έπαιξε σε 175 παιχνίδια. Πέτυχε 170 γκολ. Στην τελευταία του μόνο, στο κατευόδιο του 20ού αιώνα, 56. Στις πρώτες έξι σεζόν του στην Ευρώπη το λιγότερο που σημείωσε σε έκαστη ήταν 34 γκολ (σε όλες τις διοργανώσεις).

Τρεις φορές, 1999, 2000 (οπότε και μαζί με Ραούλ και Ριβάλντο ήταν από κοινού πρώτος σκόρερ στο Champions League) και 2002, πέτυχε τα περισσότερα από κάθε άλλον. Λόγω του συντελεστή δυσκολίας με τον οποίον πολλαπλασιαζόταν ο απόλυτος αριθμός τερμάτων που σημείωνε ο κάθε διεκδικητής, κέρδισε το Χρυσό Παπούτσι δύο φορές, 1999 και 2002 (το 2000 το έχασε από τον Κέβιν Φίλιπς, παρότι ο Άγγλος είχε σημειώσει έξι γκολ λιγότερα. ο άτιμος συντελεστής).

Άλλος Βραζιλιάνος που να το έχει κερδίσει δις δεν υπάρχει. Μόνο δαύτος.

Στην πρώτη κατάκτηση, προπονητής του ήταν ο Φερνάντο Σάντος, ο οποίος ανέλαβε την Πόρτο καλοκαίρι του 1998. Διαβολεμένη στιγμή. Μοιραία. Της ζήσης του γραφτό. Πριν συστηθούν με τον αλλοτινό εκλέκτορα της Εθνικής, είχε προλάβει να γνωριστεί με την κοκαΐνη. Εκείνο το καλοκαίρι. Σε ένα μπάρμπεκιου στην έπαυλη που πλέον είχε χτίσει στο πατρικό του στη Φορταλέσα, κάποιος του πούσαρε. Δοκίμασε. Για πρώτη φορά.

και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά

Στην αρχή, η φτιαξιά ήταν επιλεκτική. Συγκρινόμενη με την αδρεναλίνη του γηπέδου, το ανέβασμα του γκολ ίσως και να έχανε. Ακόμα και αν το γκολ είχε γίνει πλέον συνήθεια, ρουτίνα. Όπως άλλωστε και η εξάρτηση. Από παιδί σχετίστηκε και με τα δυο. Το γκολ και το φαρμάκι.

Ενημέρωσε πάντως αμέσως τους ανθρώπους της Πόρτο για τη δική του παρθενική εμπειρία. Παρακολουθούνταν. Πάντα. Ισχυρίζεται πως απέφευγε την χρήση στα παιχνίδια λόγω του ντόπινγκ κοντρόλ. Και πως είχε τέτοιον έλεγχο που γέμιζε τα ρουθούνια του μόνο σε διακοπές από τις ποδοσφαιρικές του υποχρεώσεις.

όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μπάλα ήξερε να παίζει. Τίποτα άλλο. Δεν έμαθε ούτε και προσπάθησε ποτέ να μάθει κάτι περισσότερο. Όταν, στα ποδοσφαιρικά του στερνά, έφτασε στην Ιαπωνία για να παίξει, θεώρησε πρέπον να απαντήσει στο καλωσόρισμα λέγοντας πως έχει ακούσει πολλά για τη χώρα που θα τον φιλοξενούσε και πως ήταν σίγουρος πως βάσει αυτών θα κυκλοφορούσαν στους δρόμους της πολλά εισαγόμενα αυτοκίνητα.

Παράδειγμα μόνο της φήμης και της προσωπικότητάς του εκτός γηπέδων. Ήταν αδύνατον να διαχειριστεί όσα πετύχαινε στο χορτάρι, την αδιανόητη ευχέρεια του στο γκολ, την ασύλληπτη ισχύ του στον αέρα, την «bullet header», όπως κάποιοι άλλοι κατοπινοί του εργοδότες από το σύντομο φεγγάρι του στην Μπόλτον χαρακτήρισαν την κεφαλιά σήμα κατατεθέν του λόγω της ασύλληπτης δύναμης που είχε.

Όταν αποφάσισε λοιπόν να κεφαλαιοποιήσει αυτή την τετραετία στο Dragão (χρόνος παραμονής σε μια ομάδα έτσι κι αλλιώς υπερβολικός, για έναν επιθετικό που πετύχαινε σε αυτήν την ομάδα, στην όποια ομάδα, κατά μέσο όρο ένα γκολ ανά ματς), είχε όλη την προηγμένη ποδοσφαιρική Ευρώπη στα πόδια του. Μπορούσε να κλείσει τα μάτια και, απλώς αφήνοντας τη διαλογή στην τύχη, να έβρισκε club, υποψήφιο και ικανό παράλληλα, να τον αγοράσει.

Η Ίντερ ήταν τότε η επικρατέστερη αγοράστρια. Η κατάκτηση όμως του Κυπέλλου UEFA από τη Γαλατασαράι, με μπροστάρη της τον Χακάν Σουκούρ, θάμπωσε τους «Nerazzurri», οι οποίοι προτίμησαν τελικά τον Τούρκο. Και έτσι, οι ούτως η άλλως γαλαντόμοι ιθύνοντες της «Cim Bom», συνεπικουρούμενοι ουσιαστικά και από την τότε κρατική εξουσία, δεν δυσκολεύτηκαν να τον ξεχωρίσουν ως διάδοχο.

Τα χρήματα δεν ήταν πρόβλημα. Υπήρχαν άφθονα. Και προσφέρθηκαν αναλόγως. Τόσο στην Πόρτο όσο και στον ίδιο. Ζαλίστηκε. Δεν ήθελε πολύ. Τα κριτήρια του ήταν πολύ περιορισμένα. Η κακουχία, με την οποία συμβίωσε στα παιδικά του χρόνια, τα όριζε επιγραμματικά. Καλοπέραση. Ανέσεις. Και αυτά εξασφαλίζονται μόνο με παρά. Πολύ παρά. Και οι Τούρκοι, αν μη τι άλλο, είχαν άφθονο, ικανό να του προσφέρει την κάθε μια και κυρίως τη λησμονιά σε οτιδήποτε αφορούσε στην ποδοσφαιρική του εξέλιξη.

Και κάπως έτσι, ένας από τους κορυφαίους φουνταριστούς της Γηραιάς Ηπείρου, δεδομένα ο επί τετραετίας αποτελεσματικότερός της, αποφάσισε στην ακμή της καριέρας του, στα 27 του, να πάει στην Τουρκία. Άβυσσος.

Στην παρουσίασή του στην Πόλη έφτασε με μια 10μετρη λιμουζίνα. Το πόσο (θα) ξεπερνούσε το επίπεδο που επέλεξε φάνηκε στο πιο ξεχωριστό από τα πρώτα του παιχνίδια με τα «Λιοντάρια». Ευρωπαϊκό Super Cup. Κόντρα στη Ρεάλ, με τη φανέλα της οποίας ντεμπούταρε ο Λουίς Φίγκο, έχοντας ολοκληρώσει μια κοσμοϊστορική μεταγραφή από την Μπαρτσελόνα, η οποία δεν ήταν μόνο ασύλληπτα δαπανηρή (60 εκατ. ευρώ τότε πλήρωσε ο Φλορεντίνο Πέρεθ για να σπάσει τη ρήτρα του Πορτογάλου και έτσι να κερδίσει και τις εκλογές για τον προεδρικό θώκο της «Βασίλισσας»), αλλά, το κυριότερο, αποτέλεσε πολυεπίπεδα το σημείο καμπής της οριστικής μετάλλαξης της football business.

Και όμως. Το “βασιλικό” Νο10 εκείνου του Τελικού μια υποσημείωση αποτέλεσε. Ο άλλος νιόφερτος, εκείνος στον Βόσπορο, ήταν που έλαμψε, πετυχαίνοντας τα δύο γκολ της νίκης (στην παράταση) της Γαλατασαράι, η οποία κατέκτησε το δεύτερο συνεχόμενο ευρωπαϊκό της τρόπαιο (με τον Μιρτσέα Λουτσέσκου πλέον στον πάγκο της, μιας και ο Φατίχ Τερίμ είχε αποχωρήσει) και έτσι υπογραμμίζοντας το δικό του εντυπωσιακό ξεκίνημα στην «Cim Bom» με 10 γκολ στα τέσσερα πρώτα του παιχνίδια.

Αρχή που δεν αποδείχτηκε τροχιοδεικτική. Tο “χρυσό κλουβί” που του έφτιαξαν στην Πόλη δεν τον χωρούσε και οι παροχές του δεν τον ικανοποιούσαν, δεν τον γέμιζαν. Ναι, γκολ έβαλε (και πάλι) έναν σωρό. Αλλά δεν καλυπτόταν. Συνολικά. Πλέον όμως η φήμη του προπορευόταν. Και ως καιροσκόπου και ως bon viveur. Ευφημισμός προφανώς.

Αποδείχτηκε και το επόμενο καλοκαίρι (2001). Αυτός περίμενε και πάλι την Ίντερ. Οι «Nerazzurri» όμως αγόρασαν δύο συμπαίκτες του από τη Γαλατσαράι, Εμρέ Μπελόζογλου και Οκάν Μπουρούκ, προσπερνώντας τον επιδεικτικά.

Υπήρξαν και άλλοι που θα μπορούσαν, αλλά ο ένας μετά τον άλλον, μόλις άγγιζαν, μόλις ρωτούσαν, μόλις μάθαιναν, έστριβαν, λάκιζαν. Και έτσι, η επιστροφή στην Πορτογαλία έμοιαζε με μονόδρομο. Εκεί (θα) του συγχωρούνταν όλα. Εκεί τα κεφάλια, αν και όποτε χρειαζόταν, θα γύριζαν, χωρίς να (τον) κοιτάνε. Δεν ήταν η Πόρτο όμως. Ήξεραν. Ήταν η Σπόρτινγκ που τον υποδέχτηκε.

Με τον Λάζλο Μπόλονι προπονητή. Με τον Κριστιάνο Ρονάλντο στα ξεκινήματα. Του έμαθε -λέει πως- την τέχνη της κεφαλιάς. Του γνώρισε -λέει πως- την αδερφή του, με την οποία ο «CR7» είχε την πρώτη του σοβαρή σχέση. Αξιοσημείωτα προφανώς. Γιατί, κατά τα λοιπά, business as usual. Η συνήθεια ήταν τα 55 γκολ στην πρώτη του σεζόν με τα «Λιοντάρια» της Λισαβόνας (τότε κατέκτησε και το δεύτερο Χρυσό Παπούτσι) στον δρόμο τους προς το Πρωτάθλημα.

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά

Τι παραπάνω χρειαζόταν για να βρεθεί στην αποστολή της «Seleção» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002; Στο προηγούμενο, το παραδέχεται, ήταν πρώιμο, ναι. Σ’ εκείνο όμως; Τι παραπάνω να αποδείξει με 259 γκολ σε 260 παιχνίδια σε έξι διαδοχικές σεζόν; Ρονάλντο, Ριβάλντο, οι δύο ακλόνητοι. Ροναλντίνιο και Κακά οι δύο που έρχονταν. Και πάλι όμως, χώρος υπήρχε.

Προτιμήθηκαν τελικά οι Εντίλσον και Λουιζάο. Οι… ποιοι; Ο πρώτος δεν είχε καλά-καλά παίξει εκείνη την χρονιά, ο δεύτερος εξαργύρωσε με θέση στην αποστολή τα δυο του γκολ στο παιχνίδι της ζωής του, στα προκριματικά κόντρα στη Βενεζουέλα, με τα οποία η Βραζιλία τσέκαρε το εισιτήριο για τα τελικά.

Καμία σχέση οι επιδόσεις, τα ρεκόρ τους, το… οτιδήποτε με τα δικά του. Αυτοί όμως ήταν που συμπλήρωσαν το ρόστερ των μετέπειτα Παγκόσμιων Πρωταθλητών. Αυτούς διάλεξε ο «Φελιπάο». Προδοσία. Ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι είχε γίνει τέτοιος, «Φελιπάο» («ο μεγάλος Φελίπε» δηλαδή), όταν τα δικά του γκολ τότε του είχαν χαρίσει τον πρώτο μεγάλο τίτλο της καριέρας, το Copa Libertadores του ’95 στον πάγκο της Γκρέμιο.

Δεν τον εκτιμούσαν οι συμπατριώτες του. Δεν τον μετρούσαν ανάλογα με τα γκολ του. Δεν τον θεωρούσαν ισότιμο, ισάξιο των φημισμένων συν-επιθετικών και συν-“Ευρωπαίων”, αντάξιο έστω για μια θέση στον πάγκο.

Δεν είναι τυχαίο πως όλες κι όλες 10 ήταν μόλις οι συμμετοχές του με το εθνόσημο (μια εξ αυτών στο Copa America του 2001 και την ταπεινωτική ήττα αποκλεισμό στα προημιτελικά από την Ονδούρα, η οποία και εκτιμάται πως τον μετέτρεψε αμετάκλητα σε παρία), με μόλις ένα γκολ σε αυτές.

Τον Τελικό τον είδε μόνος του. Χωρίς φως, παρά μόνο της τηλεόρασης. Πανηγύρισε, εννοείται, τον τίτλο. Κλαίγοντας μαζί. Όχι μόνο από χαρά. Ποτέ δεν ζήτησε εξηγήσεις για τον αποκλεισμό του.

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει

Τότε δεν το ξεπέρασε. Ό,τι έπρεπε για να τον κυριεύσει πλέον η χρήση. Δεν ήταν παροδική, δεν ήταν συμπληρωματική, είχε νομοτελειακά μετατραπεί σε ανάγκη. Σωματική και ψυχολογική. Εθισμός. Και ήταν παραδομένος σε αυτόν. Τον επόμενο κιόλας Δεκέμβριο, λίγο αφότου γνωστοποιήθηκε πως η πρώτη του σύζυγος, φημισμένο μοντέλο, ζητούσε διαζύγιο, κόντεψε να πεθάνει. Έπεσε -κυριολεκτικά- με τα μούτρα. Από την χρήση έμεινε ξάγρυπνος επτά ημέρες. Τσίτα. Όριο.

Η Σπόρτινγκ έστειλε τον φυσικοθεραπευτή Ροντόλφο Μούρα στο σπίτι του στη Φορταλέσα για να τον βοηθήσει. Κάπως, με όποιον τρόπο. Έστω να τον κρατήσει στη ζωή. Το πέτυχε, αλλά μετά δεν υπήρχε επιστροφή. Επαγγελματικά, ποδοσφαιρικά.

Τα επόμενα οκτώ χρόνια άλλαξε 13 ομάδες. Όπου γης και πατρίς. Έπαιζε – ψέματα,  “έπαιζε”, μόνο και μόνο για να χρηματοδοτεί την εξάρτησή του. Τις εξαρτήσεις του, αφού δεν ήταν μόνο τα «βραχάκια» αλλά και το αλκοόλ, οι ιερόδουλες, το σεξ και όλα μαζί μπλεγμένα.

Τα έλεγχε μόνο σε επίπεδο επιβίωσης. Τόσο κυνικά. Φλέρταρε καθημερινά, κάθε στιγμή με τον θάνατο, αλλά επιβίωνε. Και συνέχιζε την (κατά)χρήση. Και την πλήρωνε, όσο μπορούσε, ξεγελώντας εργοδότες. Όχι για πολύ, μιας και η εικόνα του στο γήπεδο προκαλούσε πλέον οίκτο. Δεν θύμιζε σε τίποτα το θεριό που τρομοκρατούσε αμυντικούς, που έδινε την εντύπωσε πως θα έβρισκε δίχτυα ακόμα και χειροπόδαρα δεμένος.

Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, για τον ακριβό λόγω συνηθειών βιοπορισμό του, στράφηκε στην πολιτική. Εκλέχτηκε μάλιστα στη Βουλή των Αντιπροσώπων με το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στις εκλογές του 2014. Δυο χρόνια αργότερα όμως του αφαιρέθηκε η έδρα, λόγω εξακριβωμένης απάτης, συμμετοχής σε εγκληματικές δραστηριότητες, διακίνησης ναρκωτικών και εν γένει παραβατικής συμπεριφοράς.

Πιο κάτω δεν πήγαινε.

θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ

Σε μια συνέντευξή του, από τις πολλές που κατά καιρούς δίνει, το πρώτο που ξεκαθάρισε ήταν πως είχε καθαρίσει. Τη μισή την ξόδεψε αναλύοντάς το. Ξανά και ξανά. Λέγοντας και επαναλαμβάνοντας διαρκώς πως είχε αλλάξει. Πως είχε βρει τον Θεό. Τον συναντούσε τρεις φορές την εβδομάδα, πηγαίνοντας στην εκκλησία. Πως τον βίωνε καθημερινά, αναπολώντας τις στιγμές, τις αναρίθμητες φορές που φλέρταρε με τον θάνατο. Τον προσωποποίησε στη δεύτερη γυναίκα του, τη Σάντρα, και τα δύο του παιδιά, τη Βιτόρια και τον Μάριο, οι οποίοι ήταν αυτοί που τον τράβηξαν, τον σήκωσαν.

Τα χρήματα, τα πολλά χρήματα, είχαν ουσιαστικά σωθεί. Τα περισσότερα περιουσιακά του στοιχεία, λόγω των νομικών προβλημάτων, δεσμευμένα. Δεν υπήρχε πλέον πλούσιος βίος, μα δεν υπήρχε και έκλυτος βίος. Απασχολήθηκε με διάφορα. Βοηθός προπονητή, ατζέντης, συντονιστής ακαδημιών, ό,τι μπορούσε προκειμένου να διατηρήσει επαφή με το άθλημα. Και, αν δεν γινόταν, οτιδήποτε εξασφάλιζε τα προς το ζην. Τον Ιανουάριο του 2022 μόλις συμμετείχε στο «Big Brother» των celebrities στην Βραζιλία.

Τέτοιος θεωρείται ακόμη. Ούτε και εκεί ο όρος έχει κατ’ ανάγκη θετική χροιά και ανάλογο αντίκτυπο. Αξιοποίησε τη μία από τις κάμερες του σόου για να κάνει ένα ακόμα κήρυγμα κατά των ναρκωτικών, να ξεκαθαρίσει πως τα δαιμόνια που σνίφαρε τα έχει αποβάλει πλέον από τον οργανισμό και από την σκέψη του. Κακά τα ψέματα, μοιάζει να προσπαθεί πολύ για να πείσει.

Ας είναι. Όπως να ‘ναι.

«Θέλω να ζήσω σωστά. Να δώσω πλέον το παράδειγμα. Θέλω να παραμείνω ο άντρας που είμαι σήμερα. Να λέω την ιστορία μου. Και να χαίρομαι που ζω κάθε μέρα, κάνοντας και ελπίζοντας ό,τι μπορώ για να ζήσω ως τα 100 μου χρόνια», είπε σ’ εκείνη τη συνέντευξη.

Του λείπει άλλο τόσο για να φτάσει εκεί όπου λαχταρά.

Βάστα, Μάριο Ζαρντέλ…

Πηγή: Athletes’ Stories