Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Κανένας από τους όρκους σιωπής που έδωσε σε στιγμές χαλάρωσης ή αμφιβολίας δεν κράτησε πολύ. Συνήθως δεν χρειαζόταν να «φιλτράρει» τα λόγια του. Οι λέξεις «ξεπηδούσαν» από το στόμα του δίχως να έχουν υποστεί επεξεργασία στο μυαλό του. Πρώτα μιλούσε, μετά σκεφτόταν.

Στα μέρη από όπου προέρχονταν, άλλωστε, η σκέψη έμοιαζε ή πολυτέλεια και προνόμιο των λίγων ή χάσιμο χρόνου για τους υπόλοιπους.

Για το μόνο πράγμα που ήταν πάντοτε βέβαιος ο Καρλ Μαλόουν ήταν ο εαυτός του. Δεν ήταν απλώς η αυτοπεποίθηση στο παρκέ ή την ταραχώδη ζωή του.

Ήταν συχνά η άγνοια, μία συνειδητή άγνοια, των πραγμάτων. Από το περιβάλλον του έλεγαν πως ο ίδιος δεν γνώριζε ποιος είναι όταν ξεστόμιζε όσα προκαλούσαν.

Ενδεχομένως για τούτο απέκτησε μετά την εφηβεία τη συνήθεια να μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο… «Ο Καρλ Μαλόουν πρέπει να πει και να κάνει αυτά που ο Καρλ Μαλόουν πρέπει», έλεγε συχνά.

Ο ίδιος τόνιζε ξεκάθαρα ότι είναι αυθόρμητος, αληθινός, ευθύς. Στο Σολτ Λέικ, όπου μεγαλούργησε μπασκετικά, θυμούνται με χαμόγελο τα πειράγματα του τοπικού Τύπου…

«Κάθε φορά που ο Καρλ ανοίγει το στόμα του, οι καθηγητές αγγλικών φωνάζουν μέσα στη νύχτα!». Ο «πόλεμος» του παλαίμαχου φόργουορντ και μεγάλου σταρ του ΝΒΑ με τα ρήματα, τις αντωνυμίες και τη σύνταξη ήταν μονόπλευρος. Δεν τον απασχολούσε.

Σημασία, για εκείνον, είχε πως «έχω κάθε δικαίωμα να λέω ότι θέλω και όπως το θέλω».

Η Σίρλεϊ δεν απογοητεύτηκε ποτέ από τις συνθήκες και τις συγκυρίες που παρουσιάστηκαν στον δρόμο της. Απέκτησε εννέα παιδιά τα οποία ουσιαστικά μεγάλωσε μόνη της και δεν ξεχώρισε ποτέ κανένα τους.

Ο μικρότερος ήταν ο Καρλ, ο οποίος ελλείψει πατρικής φιγούρας στράφηκε στην μητέρα του.

Ο Καρλ Μαλόουν γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1963 στο Σάμερφιλντ της Λουϊζιάνα, τότε που ακόμη και τέσσερα στρέμματα γης κόστιζαν μόλις πέντε δολάρια. Λίγο μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του, Σέντρικ, αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένειά του και να ζήσει με τη νέα φαμίλια του. Ο Καρλ δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει καλά, καθώς ο Σέντρικ αυτοκτόνησε όταν ο γιος του ήταν τριών ετών…

Η Σίρλεϊ έδωσε τότε λίγη παραπάνω σημασία στον μικρό. Δεν του έλεγε «να κάνεις όνειρα», αλλά του ξεκαθάριζε πως τον πιστεύει και του θύμιζε ότι «ξέρω πως θα τα καταφέρεις στη ζωή σου».

Όταν ο Μαλόουν, αν και πάντα ένα ενεργητικό παιδί που εργαζόταν σκληρά στη φάρμα της μαμάς του, κόβοντας ξύλα και κυνηγώντας και ψαρεύοντας, άρχισε να διαμορφώνει το μπασκετικό όνειρό του, εκείνη δεν τον απέτρεψε.

Δεν ήθελε να σκέφτεται πως θα της έλειπε ένα ζευγάρι χέρια στη φάρμα και στο κατάστημα τοπικών ειδών που διατηρούσε και πίστευε πως το μέλλον του μικρού Καρλ είναι μακριά από το Σάμεριφιλντ.

Για αυτό του μιλούσε διαρκώς και συχνά σχημάτιζε με τα χέρια της ένα «καλάθι», ώστε ο Καρλ να σουτάρει μία αυτοσχέδια μπάλα!

Μεγάλωσε μαθαίνοντας να μην φοβάται τίποτα και κανέναν. Δεν ήταν ένα αλαζονικό μάθημα από την Σίρλεϊ, αλλά περισσότερο ένας οδηγός επιβίωσης.

Αισθανόταν πως, παρά τις δυσκολίες, δεν του έλειπε κάτι. Μπορεί να είχε μάθει να μοιράζεται το φαγητό και τα ρούχα με τα αδέρφια του, όμως αυτό δεν του στέρησε τη μοναδικότητά του.

Η μητέρα του το έβλεπε αυτό και για αυτό τον «έσπρωξε» προς το μπάσκετμπολ. Ο ίδιος έχει επισημάνει ότι «πολλά διδάγματα ήταν όταν η μαμά μου δεν πρόσεχε ότι την παρατηρώ. Δεν ήταν απλώς ο τρόπος που φερόταν στα αδέρφια μου και σε μένα. Ήταν ο απλός τρόπος της με τους υπαλλήλους της. Ήταν το αυθόρμητο “καλή δουλειά” που θαρρεί κανείς ότι άξιζε όσο και μισθός τους. Η μητέρα μου συμπεριφερόταν σε όλους το ίδιο».

Ο Καρλ, ωστόσο, αν και στην αρχή της εφηβείας του έδειχνε «κλειστός», μπόρεσε να «ανοιχτεί» στο παρκέ. Στο γυμνάσιο Σάμερφιλντ Χάι, το οποίο οδήγησε σε τρεις πολιτειακούς τίτλους από το 1979 ως το 1981, ήταν δημοφιλής.

Ίδια θα ήταν η αντιμετώπισή του και στο νέο σπίτι του, στο Ράστον της Λουϊζιάνα, όπου μετακόμισε το 1981 για να φοιτήσει και να αγωνιστεί στο NCAA με το πανεπιστήμιο Λουϊζιάνα Τεκ.

Το Ράστον των 21.000 κατοίκων, ήταν τότε γνωστό για το ετήσιο φεστιβάλ ροδάκινου. Πλέον, αποκαλείται «Malone-Land».

Ο Καρλ Μαλόουν δεν ταυτίστηκε με την πόλη μόνο για την κολεγιακή καριέρα του, αλλά κυρίως για το ότι ζει εκεί μετά την αποχώρηση του από το ΝΒΑ και του ανήκουν οι περισσότερες επιχειρήσεις (συγκροτήματα διαμερισμάτων και εστιατόρια) της περιοχής.

Αν και αρχικά είχε «στρατολογηθεί» από τον φημισμένο κόουτς Έντι Σάτον και το πανεπιστήμιο του Άρκανσο, προτίμησε το Λουϊζιάνα Τεκ για να μείνει κοντά στο σπίτι και την οικογένειά του. Ως πρωτοετής δεν είχε δικαίωμα να αγωνιστεί, λόγω χαμηλών βαθμών στα μαθήματα και φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα των Bulldogs το 1982.

Ο κόουτς Άντι Ρούσο τού έδωσε τα «κλειδιά» της ομάδας από την αρχή και δεν το μετάνιωσε. Στην τριετή καριέρα του στο σχολείο μέτρησε μ.ό. 18,7 πόντων και 9,3 ριμπάουντ και το 1984-1985, ως τελειόφοιτος, έγραψε τη σπουδαιότερη σελίδα στην ιστορία της ομάδας.

Ο Μαλόουν οδήγησε το πανεπιστήμιο σε ρεκόρ 29-3 και στην παρθενική πρόκριση στο τελικό τουρνουά της March Madness, όπου οι Bulldogs έφτασαν ως τους «16»!

Κάθε σεζόν του ήταν μέλος της κορυφαίας πεντάδας της Περιφέρειας Southland και το 1985 δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ του ΝΒΑ, σε μία βραδιά που δεν πήγε όπως την περίμενε…

Ήταν η εποχή που ο Καρλ Μαλόουν ήταν ολοένα και πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Η πρώτη μπασκετική βεβαιότητα, πάντως, δεν «έπιασε».

Ο νεαρός φόργουορντ ήταν βέβαιος, έπειτα από δοκιμαστικές προπονήσεις και συζητήσεις, ότι οι Ντάλας Μάβερικς θα τον επιλέξουν στο Νο8 του πρώτου ντραφτ με τη, διαδικασία της λοταρίας για τις ομάδες που είχαν μείνει εκτός πλέι οφς. Ο Καρλ είχε ήδη νοικιάσει σπίτι στο Ντάλας, όμως το Τέξας δεν ήταν τελικά το αγωνιστικό πεπρωμένο του. Στο ντραφτ στο οποίο ξεχώρισε στο Νο1 ο Πάτρικ Γιούινγκ, επιλογή των Νικς, ο Μαλόουν περίμενε απρόσμενα πολύ για να ακούσει το όνομά του.

Οι Μαβς διάλεξαν τελικά τον Γερμανό Ντέτλεφ Σρεμπφ και από εκείνη τη στιγμή το μυαλό του Αμερικανού γέμισε αμφιβολία και αβεβαιότητα.

Μετά τον Σρεμπφ επιλέχθηκε ο Τσαρλς Όουκλι (Κλίβελαντ), αλλά και οι Εντ Πίκνεϊ (Φίνιξ), Κιθ Λι (Σικάγο), Κένι Γκριν (Ουάσινγκτον), που δεν είχαν μία αξιοσημείωτη καριέρα στη Λίγκα.

Δεν αποκάλυψε την απογοήτευσή του. Δεν γνώριζε τι θα συναντήσει στη Γιούτα, η οποία τον επέλεξε στο Νο13, όπως δεν ήξερε πως στο παγωμένο Σολτ Λέικ θα βρει ένα νέο «σπίτι».

Αποφάσισε να «επιστρέψει» στον Καρλ που πίστευε στον εαυτό του, έστω κι αν αναφερόταν σε εκείνον σε τρίτο πρόσωπο.

Η ρούκι σεζόν του ήταν χρονιά προσαρμογής και αναγνώρισης, για τη συνεργασία του με τον Τζον Στόκτον, ο οποίος είχε γίνει πικ στο Νο16 του 1984.

Κατέγραψε μ.ό. 14,9 πόντους και χρειάστηκε να φτάσει σε ηλικία 40 ετών, στην τελευταία σεζόν του με τους Λέικερς, για να «πέσει» κάτω από την επίδοση των 20 πόντων ανά αγώνα (13,2).

Ως δευτεροετής στο ΝΒΑ ήταν ήδη κορυφαίος σκόρερ (21,7π.) και ριμπάουντερ (10,4) των Τζαζ, υπό τις οδηγίες του κόουτς Σκοτ Λέιντεν.

Το 1987-1988 μέτρησε 27,7 πόντους, έγινε για πρώτη φορά All Star και μέλος της κορυφαίας πεντάδας της σεζόν και το καλοκαίρι υπέγραψε δεκαετές(!) συμβόλαιο αντί 18 εκατομμυρίων δολαρίων. Η άνοδος των επιδόσεών του (29,1π. το 1989 και 31 το 1990) ήταν εντυπωσιακή, αλλά πάντοτε τον έφερνε δεύτερο σκόρερ της Λίγκας πίσω από τον Μάικλ Τζόρνταν και συνδυάστηκε με ομαδική επιτυχία το 1992.

Η Γιούτα έφτασε ως τους δυτικούς τελικούς όπου αποκλείστηκε από το Πόρτλαντ, σε μία σεζόν που περιλάμβανε για τον Μαλόουν μία ατομική αποθέωση αλλά και μία κοινωνική κριτική…

Αφενός διότι έγινε μέλος της Dream Team των Η.Π.Α. για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης και αφετέρου γιατί από την αρχή αντέδρασε στην παρουσία του Μάτζικ Τζόνσον, λίγους μήνες μετά την αποχώρησή του από το μπάσκετμπολ ως φορέας του ιού HIV που προκαλεί το AIDS.

Ο Μάτζικ σκέφτηκε αρχικά ότι ο σταρ της Γιούτα τού γύρισε την πλάτη σε μία δύσκολη στιγμή…

Ο Καρλ Μαλόουν είχε δυσανασχετήσει από το All Star Game του 1992, στο οποίο αν και εκτός ΝΒΑ, ο Μάτζικ είχε ψηφιστεί από το κοινό ως βασικός, αγωνίστηκε και αναδείχθηκε και MVP.

Αντέδρασε στις δύο φορές που ο Τζόνσον θέλησε να επιστρέψει στην ενεργό δράση αλλά δεν «μασούσε» τα λόγια του. «Δεν θέλω να παίξω μαζί του. Φοβάμαι ότι θα κολλήσω και δεν φοβάμαι να το πω», είχε πει. Το κοινό, ο Τύπος και ο τότε κομισάριος, Ντέιβιντ Στερν, άρχισαν να τον δείχνουν με το δάχτυλο… «Προτιμώ να γίνω εγώ ο κακός και να πω αυτό που σκέφτονται πολλοί», είχε προσθέσει.

Ενώ για τον Στερν έλεγε πως «είναι ο αγαπημένος μου και μην σας παραξενεύει η μύτη μου που μεγαλώνει, όταν το λέω!».

Ο Μάτζικ αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992, όμως το πρώτο comeback του στο ΝΒΑ δεν έγινε ποτέ «λόγω των βλεμμάτων», όπως είχε εξηγήσει. Ο ίδιος ο Τζόνσον δεν έδωσε συνέχεια στη βεντέτα και, μάλιστα, όταν οι Λέικερς απέκτησαν το 2003 τον Μαλόουν, ζήτησε να του δώσουν το Νο32 που είχε αποσυρθεί. Ο Μαλόουν αρνήθηκε, αν και στην επίσημη παρουσίασή του κρατούσε τη φανέλα με το Νο32.

Η ιστορία με τον Μάτζικ υπενθύμισε στο κοινό -ο Τύπος το γνώριζε καλά- τον εγωκεντρικό χαρακτήρα του σταρ των Τζαζ.

Συχνά, όταν έχανε βραβεία από νεότερους παίκτες, ασκούσε έντονη κριτική. Σε μία βράβευση του Άλεν Άιβερσον ως παίκτη του μήνα, λόγω τεσσάρων αγώνων με 40+ πόντους, ο Μαλόουν είχε απορήσει: «Και πέντε 40άρες να πετύχει, και τι έγινε; Αυτό είναι κοροϊδία! Τι έχει καταφέρει εκείνος και κάποιοι άλλοι στη Λίγκα;».

Τα Μ.Μ.Ε. άλλων πόλεων συνήθιζαν να αναφέρουν πως «ο Καρλ Μαλόουν μιλά πολύ, αλλά ουσιαστικά δεν λέει τίποτε…». Όταν αντιδρούσε για τη φόρμα των συμπαικτών του, τους αποκαλούσε «χοντρούς που βαριούνται να προπονηθούν!».

Αυτό δεν ίσχυε για τον Τζον Στόκτον. Όχι απλώς γιατί η ατάκα «Stockton to Malone», στο περίφημο πικ-εν-ρολ της Γιούτα ήταν πιο συνηθισμένη στις μεταδόσεις από την αναφορά του σκορ ή των ομάδων, αλλά διότι ο Αμερικανός γκαρντ ήταν δουλευταράς.

Το παρουσιαστικό του Στόκτον δεν παρέπεμπε στον «δεκαθλητή» Μαλόουν, όμως ο Ντένις Ρόντμαν, στο βιβλίο του «As Bad As I Wanna Be», έχει γράψει ότι «ο Τζον είναι ο πιο βρώμικος παίκτης του ΝΒΑ!».

Ο άλλοτε σταρ των Σόνικς, Γκάρι Πέιτον, «σεσημασμένος» trash talker, είχε αποκαλύψει ότι «δεν μπορώ να “μπω” στο μυαλό του. Κάθεται και σε κοιτά σαν ζόμπι, δεν μιλά και μετά σε “σκοτώνει” στο ματς».

Ο Μαλόουν, ωστόσο, είχε ομολογήσει πως για πολλά διαστήματα δεν έλεγε ούτε… «καλημέρα» στον «Διόσκουρό» του. Εξηγώντας ότι «δεν συμφωνούσαμε σχεδόν σε τίποτα, γιατί το υπόβαθρο και η κουλτούρας μας ήταν τελείως διαφορετικά πράγματα».

Τόνιζε, πάντως, ότι «ακόμη κι έτσι, σεβόμασταν πάντα ο ένας τον άλλον και στο γήπεδο δεν είχαμε λόγο να διαφωνούμε. Ήμασταν επαγγελματίες».

Μετά την αποχώρησή τους από τη Γιούτα, το 2003, οι σχέσεις τους έγιναν πιο στενές, καθώς ο ένας βάφτισε το ένα από τα παιδιά του άλλου.

Αγωνιστικά, η συνεργασία τους ήταν αρμονική, αλλά δεν είχε μετουσιωθεί στον πολυπόθητο τίτλο του ΝΒΑ.

Το 1994 έφτασαν ξανά στους δυτικούς τελικούς, χάνοντας από τους μετέπειτα πρωταθλητές Χιούστον Ρόκετς του Χακίμ Ολάζουον, οι οποίο τους απέκλεισαν και στον 1ο γύρο του 1995.

Την επόμενη σεζόν ήταν το Σιάτλ των Σον Κεμπ και Γκάρι Πέιτον που τους απαγόρευσε την παρουσία στους Τελικούς, κάτι που η Γιούτα πέτυχε το 1997 και το 1998. Ο αντίπαλος, ο ίδιος. Η κατάληξη, επίσης η ίδια.

Οι Σικάγο Μπουλς αποδείχθηκαν δύο φορές αξεπέραστο εμπόδιο. Ο Καρλ Μαλόουν ήταν ήδη διάσημος στη Λίγκα με το παρωνύμιο «Mailman». Ο «Ταχυδρόμος», γιατί ήξερε να «παραδίδει».

Στον 1ο Τελικό του 1997, όμως, ο Σκότι Πίπεν του αφαίρεσε τον «τίτλο»… Ήταν Κυριακή 1η Ιουνίου, στο Σικάγο και το σκορ ήταν στο 82-82.

Ο Μαλόουν στάθηκε στη γραμμή των βολών, στα 7,5΄΄ πριν από το φινάλε. Οι δύο πόντοι έμοιαζαν σίγουροι για έναν παίκτη που σούταρε με 75,5% από τη γραμμή. Πριν σουτάρει, ο Πίπεν πλησιάζει τον σταρ των Τζαζ και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Λίγο αργότερα αποκαλύφθηκε πως του είπε πως «οι ταχυδρόμοι δεν δουλεύουν τις Κυριακές».

Ο «Mailman», MVP της σεζόν, αστόχησε και στις δύο και στην εκπνοή ο Τζόρνταν σκόραρε για το 84-82 και το 1-0!

Οι Τζαζ έχασαν τον τίτλο με 4-2 νίκες, όμως η ομάδα του κόουτς Τζέρι Σλόαν δεν απογοητεύθηκε. Τη σεζόν 1997-1998 η Γιούτα είχε ρεκόρ 62-20 και βλέψεις για ρεβάνς από τους Μπουλς.

Τούτη τη φορά η σειρά με το Σικάγο εκκίνησε από το Σολτ Λέικ, με νίκη 88-85 στην παράταση. Το Σικάγο, όμως, «έκλεψε» το πλεονέκτημα έδρας στο Game 2 (93-88) και διέλυσε τους «Μορμόνους» με 96-54 για το 2-1!

Οι «Ταύροι» έφτασαν και στο 3-1, αλλά οι Τζαζ νίκησαν στο Σικάγο για να μειώσουν και να αποκτήσουν δύο ευκαιρίες για τον τίτλο στο δικό τους «σπίτι».

Στις 14 Ιουνίου 1998, ο Μαλόουν ήταν εκεί με 31 πόντους και 11 ριμπάουντ, αλλά «εξαφανίστηκε» στα τελευταία δευτερόλεπτα. Στα 20΄΄ για το τέλος, με τη Γιούτα μπροστά με 86-85, ο Τζόρνταν τού έκλεψε τη μπάλα. Η συνέχεια έγινε γνωστή ως το «The Shot 2», με τον «Air» να σκοράρει στα 5,2΄΄, να φτάνει τους 45 πόντους, να χαρίζει στους Μπουλς τον έκτο τίτλο τους και να αφήνει τον «Ταχυδρόμο» χωρίς δαχτυλίδι πρωταθλητή.

Η ήττα τον πλήγωσε και επηρέασε την ατομική φήμη του, όμως επιμένει πως «δεν αγωνιζόμουν εναντίον του Μάικλ Τζόρνταν. Έχω απεριόριστο σεβασμό προς τον Μάικ, αλλά κάθε φορά αντιμετώπιζα τους Μπουλς και όχι μόνο εκείνον».

Επιχείρησε να το κερδίσει το δαχτυλίδι το 2003-2004 παίζοντας μία σεζόν για τους Λέικερς, αλλά η super team των Σακίλ Ο’Νιλ, Κόμπι Μπράιαντ και Γκάρι Πέιτον ηττήθηκε στους Τελικούς από το Ντιτρόιτ…

Η χρονιά στο Λ.Α. όχι μόνο «πλήγωσε» τους φαν των Τζαζ, αλλά και το προφίλ του ίδιου του Μαλόουν, ο οποίος κατηγορήθηκε από τον Κόμπι ότι… φλέρταρε με την σύζυγό του, Βανέσα!

Ο Μαλόουν το αρνήθηκε, αρχικά.

Ωστόσο, περίπου δέκα χρόνια αργότερα μάλλον το επιβεβαίωσε, λέγοντας πως «είχαμε μία μικρή κόντρα, όμως το έχω ξεπεράσει και δεν κρατώ κακίες. Αν ο Κόμπι είναι ακόμη ενοχλημένος, είναι δικό του πρόβλημα και όχι δικό μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό».

Ο βετεράνος φόργουορντ, μάλιστα, πρόσθεσε ότι «εγώ έχω έρθει σε ειρήνη με τον εαυτό μου, αλλά θα είμαι έτοιμος για πόλεμο, αν χρειαστεί…». 

Και ανέφερε πως «μπορώ να παλέψω με τον Κόμπι, αν είναι ακόμη εκνευρισμένος επειδή φλέρταρα με την σύζυγό του! Η προσφορά για μάχη ισχύει».

Οι εξωαγωνιστικές συμπεριφορές του είχαν γίνει γνωστές από το 1998. Δέκα χρόνια μετά τον γάμο του με την άλλοτε Miss Idaho, Κέι Κίνσεϊ, με την οποία έχει αποκτήσει τέσσερα παιδιά.

Η εφημερίδα «The Globe» αποκάλυψε τότε πως είχε δεχθεί μηνύσεις από δύο γυναίκες οι οποίες ισχυρίζονταν ότι ο Καρλ ήταν ο πατέρας των εξώγαμων παιδιών τους…

Η πρώτη ήταν η Μπονίτα Φορντ, φίλη του από το Σάμερφιλντ, η οποία γέννησε δίδυμα, τους Ντάριλ και Σέριλ. Η Σέριλ κράτησε το επώνυμο της μητέρας της και με αυτό αγωνίστηκε στο WNBA και τότε απέκτησε σχέσεις με τον διάσημο μπαμπά της.

Η Γκλόρια Μπελ κατέθεσε αγωγή ζητώντας από τον Μαλόουν να αναγνωρίσει τον γιο της, Ντεμέτριους, τον οποίο γέννησε στα… 13 της. Ο Καρλ ήταν τότε 20 και ενώ αρχικά αρνήθηκε τις κατηγορίες, το τεστ DNA απέδειξε πως ήταν ο πατέρας και των τριών παιδιών.

Ο Ντεμέτριους Μπελ τόνισε το 2008 στο δίκτυο ESPN ότι «σκέφτομαι πως απλώς η μαμά μου πήγε σε τράπεζα σπέρματος, αλλά δεν μισώ τον Μαλόουν που δεν είναι μέρος της ζωής μου. Όλη αυτή η ιστορία με έκανε καλύτερο άνθρωπο και πιο δυνατό χαρακτήρα».

Ο Καρλ συνάντησε για πρώτη φορά τον γιο του όταν εκείνος τελείωσε το γυμνάσιο και προσπαθεί να έχει καλές σχέσεις μαζί του. Ο ίδιος ο Μαλόουν, πάντως, έχει ομολογήσει ότι «δεν διαχειρίστηκα σωστά αυτές τις καταστάσεις… Έχω κάνει λάθη και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω για να τον κερδίσεις».

Οι ήττες και τα «παραπτώματα» και η αποφυγή των κατηγοριών βιασμού της Γκλόρια Μπελ τον έκαναν ακόμη πιο σκληρό, αλλά του έδωσαν και μαθήματα που χρειαζόταν. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο ίδιος.

Αποχώρησε επισήμως το 2005 ως ο δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του ΝΒΑ, πίσω μόνο από τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ. Αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του ΝΒΑ και το 1999, ήταν μέλος των 50 καλύτερων παικτών του πρώτου μισού αιώνα της Λίγκας και το άγαλμά του, πλάι σε αυτό του Τζον Στόκτον, στέκει επιβλητικό έξω από το γήπεδο των Γιούτα Τζαζ.

Κατέκτησε δύο χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, καθώς μετά τη Βαρκελώνη ήταν μέλος της Εθνικής Η.Π.Α. και το 1996 στην Ατλάντα και είναι μέλος του Hall Of Fame από το 2010.

Δοκίμασε ως γκεστ σταρ την τύχη του στην επαγγελματική πάλη και συνέχισε να έχει μία σχέση… οργής με τον Τύπο. Ακόμη εκπλήσσεται ευχάριστα όταν ένας δημοσιογράφος δεν του κάνει άμεσα την πρώτη σχετική ερώτηση, αλλά τον ρωτά αρχικά «πώς είσαι;».

Στα χρόνια του στη Γιούτα, τσακώθηκε και με τον ιδιοκτήτη της ομάδας, Λάρι Μίλερ. Ο αείμνηστος παράγοντας και επιχειρηματίας ήταν εκείνος που έμαθε πολλά στον Μαλόουν για τις επιχειρήσεις.

Λογομάχησαν πολλές φορές για την ομάδα, όμως το 2007, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Μίλερ, συναντήθηκαν στο Σολτ Λέικ και άφησαν πίσω την έχθρα τους…

Στη βιογραφία του, με τίτλο «Driven», ο Λάρι Μίλερ έγραψε πως «ο Καρλ έπαιζε καλύτερα όταν θυμωμένος και δεν με πειράζει που συνήθως εξέφραζε την οργή του σε μένα. Μου φτάνει που το μετάνιωσε».

Πριν από τα γυρίσματα της ταινίας «Collateral», που προβλήθηκε το 2004, ο σκηνοθέτης Μάικλ Μαν θέλησε να διασφαλίσει ότι ο κεντρικός χαρακτήρας του θα ήταν ένας «σκοτεινός» τύπος.

Αποφάσισε να στείλει τον Τομ Κρουζ στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες με βαμμένα άσπρα μαλλιά και φορώντας γυαλιά ηλίου. Κανένας δεν αναγνώρισε τον σταρ του Χόλιγουντ!

Ο Καρλ Μαλόουν βίωσε μία παρόμοια στιγμή στο αεροδρόμιο του Σολτ Λέικ, καθώς μία μέρα περίμενε στον χώρο των αποσκευών τον αδερφό του.

Μία ηλικιωμένη κυρία τον πλησίασε και του ζήτησε να τις κουβαλήσει τις βαλίτσες ως το αυτοκίνητο. Δίχως να την διορθώσει, φορώντας ένα από τα συνηθισμένα καρό πουκάμισά του, αποφάσισε να κρατήσει τις αποσκευές της ως την έξοδο.

Συζητώντας μέχρι να φτάσουν στο αυτοκίνητό τους, διαπίστωσαν πως και οι δύο κατάγονταν από τη Λουϊζιάνα. Τον ρώτησε με τι ασχολείται και απάντησε ότι είναι οδηγός νταλίκας, κρατώντας κρυφή την αληθινή ταυτότητά του, μέχρι που του πρόσφερε φιλοδώρημα που εκείνος αρνήθηκε!

Ο Καρλ Μαλόουν ήταν συχνά ανασφαλής, αν και άνθρωπος με τόση αυτοπεποίθηση. Ήταν ειλικρινής, ακόμη κι αν τα λόγια του ενοχλούσαν.

Συχνά εμφανιζόταν ειρωνικός και χολωμένος, σε έναν συνδυασμό που δεν αποφεύγει την ίντριγκα και το μελόδραμα. Δεν τον απασχόλησε καμία ορθότητα λόγου ή ο καθωσπρεπισμός.

Δεν θέλησε να προτάξει ο ίδιος την έννοια «παρεξηγημένος» ως άλλοθι για τις συμπεριφορές και τα λόγια του. Αυτός ήταν ο Καρλ Μαλόουν. Πάντα πιστός στο «πρώτα μίλα και μετά το σκέφτεσαι».

Πηγή: Athletes’ Stories