Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Αδαμόπουλου

Το κεφάλι του έκανε μία κίνηση προς τα δεξιά. Οι συμπαίκτες του, οι οποίοι είχαν εκπλαγεί από την ασυνήθιστη ηρεμία του, κατάλαβαν τότε ότι ο Γκάρι Πέιτον είναι καλά. Πραγματικά καλά.

Όταν το βλέμμα του αποκτούσε αυτή την κλίση, ήξεραν όλοι ότι κάτι τον ενόχλησε. Αυτό, βεβαίως, δεν ήταν και «κατόρθωμα». Δεν χρειαζόταν να τον «τσιγκλήσεις» και πολύ.

Ήξεραν, παράλληλα, ότι ακριβώς τότε, με κεφάλι γερμένο δεξιά και με «σπίθα» στη ματιά του, ήταν έτοιμος για όλα, εντός κι εκτός παρκέ. Το μόνο που απέμενε ήταν να «ενεργοποιηθεί» η «ευφράδειά» του.

Ήταν ένα τάιμ άουτ σε ένα ματς στο Σακραμέντο. Η πρωτεύουσα της Καλιφόρνια είναι το μέρος που όλοι όσοι κατάγονται από την πολιτεία αλλά δεν γεννήθηκαν εκεί, λατρεύουν να μισούν. Ο εξ Όκλαντ ορμώμενος Γκάρι δεν αποτελούσε εξαίρεση.

Ένας οπαδός των Κινγκς δεν σταμάτησε να φωνάζει το όνομά του, για πολλή ώρα. Στο επόμενο τάιμ άουτ, ο Πέιτον τον πλησιάζει στην εξέδρα και του λέει: «Φίλε, έχεις πληρώσει για να με χαζέψεις να παίζω. Δεν πλήρωσα εγώ για να δω εσένα. Γι’ αυτό σκάσε και απλώς παρακολούθησέ με!».

Μία φήμη αναφέρει ότι του είπε επίσης «να μπεις στο τρακτέρ σου και να πας πίσω στο χωράφι σου!».

Ο Γκάρι Πέιτον δεν το θυμάται. Άλλωστε, στη μνήμη του έχουν «χαραχτεί» όσα του είπαν και όχι όσα ξεστόμισε. Τα τελευταία έγιναν αρχεία των Μ.Μ.Ε. ή «πληγές» και… «τραύματα» όσων τα άκουσαν.

Ο παλαίμαχος γκαρντ του ΝΒΑ, ωστόσο, δεν ήταν εξαρχής τόσο ομιλητικός. Τουλάχιστον όχι τόσο όσο στην καριέρα του, από την οποία αποχώρησε το 2007 με το «παράσημο» του σπουδαιότερου trash-talker της Λίγκας.

Στην πρώτη διαμάχη του βγήκε ηττημένος. Σχεδόν «ταπεινωμένος» και παραλίγο και στο νοσοκομείο… Κατάλαβε για τα καλά ότι τα «πρωτόκολλα» ισχύουν για όλους, ανεξαιρέτως.

Η επιλογή του στο Νο2 του ντραφτ του 1990 από τους Σόνικς δεν του εξασφάλιζε «ασυλία». Ακόμη και σε τόσο υψηλό πικ, όφειλε να «πληρώσει» τα «τέλη» του ως ρούκι.

Στο ΝΒΑ συνηθίζεται οι πρωτοεμφανιζόμενοι να έχουν έναν βετεράνο «μέντορα» καθ’ όλη τη σεζόν. Η «ανάθεσή» στον Εξέιβιερ ΜακΝτάνιελ έμοιαζε αρχικά με «κακή τύχη». Εκείνος ο ζόρικος και μονίμως τσαντισμένος φόργουορντ, όμως, φρόντισε με τη συμπεριφορά του να δείξει στον 22χρονο τότε Πέιτον τι έχει να αντιμετωπίσει στο πρωτάθλημα.

Τα «καθήκοντα» του ρούκι είναι να… κουβαλά τις βαλίτσες του «μεγάλου», να του αγοράζει καθημερινά ντόνατς και καφέ και, κυρίως, να μην μιλά πολύ.

Η τελευταία υποχρέωση έμοιαζε με τη δυσκολότερη «αγγαρεία» του φαφλατά Γκάρι. Όταν σε έναν αγώνα προετοιμασίας πέρασε επιδεικτικά μπροστά από τον πάγκο των Μπουλς και είπε κάτι στον Μάικλ Τζόρνταν, δεν γνώριζε πως ο «Air» δεν ξεχνά ποτέ.

Θα το θυμόταν στη συνέχεια της καριέρας του.

Ο ΜακΝτάνιελ του φώναξε για την «απροσεξία» του, με μία συμβουλή κάτι σαν «μην ξυπνάς, ακόμη, την “αρκούδα”». Αυτό δεν θα ήταν το μοναδικό «μάθημα» από τον μετέπειτα παίκτη και του Ηρακλή…

Η αυτοπεποίθηση είναι απαραίτητο προσόν στα σπορ. Υπάρχει, πάντως, μία λεπτή γραμμή που την χωρίζει από την αλαζονεία.

Στη ρούκι χρονιά του, ο Γκάρι Πέιτον κατέληξε στη λάθος πλευρά της «γραμμής», στην κόντρα του με τον Εξέιβιερ ΜακΝτάνιελ, όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε κείμενό του στην ιστοσελίδα The Players Tribune.

Ο παλαίμαχος σταρ του Σιάτλ παραδέχθηκε αρχικά πως «ο προπονητής μου, Κέι Σι Τζόουνς, με θεωρούσε μ….α. Ήμουν μ…..ς!. Δεν πίστευε ότι ήμουν ακόμη έτοιμος, κάτι που νόμιζα εγώ».

Στην ομάδα υπήρχαν σπουδαίοι βετεράνοι όπως ο Έντι Τζόνσον, ο Νέιτ ΜακΜίλαν και ο ΜακΝτάνιελ «και αυτό ήταν τύχη για μένα». Μία μέρα, όμως, αρκετά νωρίς, αποφάσισε πως βαρέθηκε τα «καψώνια» του τρίτου…

Ο Πέιτον εξιστόρησε πως «έκανα τα πάντα για τον “Εξ”, αλλά σε μία προπόνηση τού είπα: “Τελείωσα με αυτά. Δεν κάνω άλλη φορά ό,τι μου λες”».

Ο σκληροτράχηλος ΜακΝτάνιελ τον κοίταξε αγριεμένα και αποκρίθηκε: «Μικρέ, δεν έχεις κάνει τίποτα στη Λίγκα και θα μου πεις τι θα κάνω; Θα “πληρώσεις” τον “φόρο” σου όπως τον πλήρωσα κι εγώ». Ο νεαρός Γκάρι συνέχισε και είπε πως «τι θα κάνεις γι’ αυτό; Γιατί εγώ τελείωσα».

Η επόμενη «κουβέντα» του ΜακΝτάνιελ, στη μέση της προπόνησης, ήταν να… πιάσει τον ρούκι από το λαιμό και του θύμισε πως «αν χρειαστεί να χτυπώ τον πισινό σου κάθε μέρα για να μάθεις, θα μάθεις να με ακούς!».

Το «μάθημα» και το μήνυμα ελήφθη και ο Γκάρι Πέιτον εξήγησε στο κείμενό του ότι «ήταν μία αφύπνιση για μένα. Έπειτα από αυτό, έκανα ό,τι μου ζητούσε.

»Τώρα συνειδητοποιώ ότι η καριέρα μου δεν θα ήταν αυτή που έπρεπε αν είχα γίνει ντραφτ από μία ομάδα γεμάτη πιτσιρίκια στην οποία θα έκανα ό,τι ήθελα και όχι από τους γεμάτους βετεράνους Σόνικς».

Ο Πέιτον έμαθε να περιμένει «ώστε αυτή η ομάδα να γίνει η “ομάδα η δική μου και του Σον Κεμπ”». Το trash-talking, το οποίο είχε διδαχθεί από τον πατέρα του, δεν το ξεχνούσε. Ήταν η «τέχνη» του, αλλά θα έμενε για λίγο κρυφή…

Ο Αλ Πέιτον, μάγειρας στο επάγγελμα, ήταν γνωστός στο Όκλαντ με το παρωνύμιο «Mr. Mean» (=«κύριος Κακός»). Μάλιστα, λάτρευε τόσο το παρατσούκλι του που το είχε τυπώσει και στην πινακίδα του αυτοκινήτου του!

Ο μικρός Γκάρι είχε δει ως τα 12 του εκατοντάδες φορές τον πατέρα του είτε να βρίζει κόσμο είτε να δέρνει όποιον του αντιμιλούσε… Ο κόσμος μάθαινε να μην επαναλαμβάνει αυτό το «λάθος». Το πατρικό παράδειγμα ήταν πολύ κοντινό, πολύ χειροπιαστό για να το προσπεράσει ο γιος του στις κακόφημες συνοικίες της γενέτειράς του.

Όπως εξήγησε ο ίδιος, «όλοι οι μπαμπάδες στο Όκλαντ ήταν έτσι και γι’ αυτό μπήκα στο ΝΒΑ και δεν φοβόμουν τίποτα και κανέναν», έχοντας παίξει στις ανεξάρτητες λίγκες που διοργάνωνε ο Αλ Πέιτον.

Ο Γκάρι Πέιτον γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1968 στο Όκλαντ της Καλιφόρνια

Ο πατέρας του ήταν ένας ζόρικος τύπος, αλλά απέφευγε τις παρανομίες. Ο γιος του είχε επισημάνει στο The Players Tribune πως «στην πόλη μου υπήρχαν πολλοί πειρασμοί και πολλές παγίδες για να ξεφύγεις και να μπλέξεις…

»Ο μπαμπάς μου, όμως, ήταν μεγάλη επιρροή όσο μεγάλωνα και εκτός από την αυτοπεποίθηση που μου έδωσε, ήταν εκείνος που μου έδειξε να λέω “όχι” στα μπλεξίματα.”.

Το μόνο που δεν του έλεγε ο Αλ ήταν πόσο καλός ήταν στο μπάσκετμπολ. «Υπήρχαν ματς που, χωρίς πλάκα, είχα σκοράρει 50 πόντους και η αντίδρασή του ήταν: “Κοίτα, κ…….ο, δεν είσαι τίποτα ακόμη. Δεν παίζεις καλή άμυνα και θα μπορούσες να είχες πετύχει και 60 ή 70!”».

Το ταλέντο του στο γυμνάσιο Σκάιλαϊν ήταν αρκετό -παρότι η αγωνιστική καριέρα του διακόπηκε προσωρινά λόγω χαμηλών βαθμών- να του χαρίσει μία υποτροφία στο Όρεγκον Στέιτ. Το παιδί από το ανατολικό Όκλαντ που «δεν πρόκειται ποτέ να κατορθώσει να φύγει ποτέ από εδώ», τα κατάφερε.

Ο Πέιτον ήταν ο ίδιος εντός κι εκτός παρκέ. Θα έλεγε το ίδιο σε κάποιον και μέσα στο γήπεδο και αν τον έβλεπε στον δρόμο. Αλλά το «σκληρό» Όκλαντ τον ωρίμασε πρόωρα.

«Οι δρόμοι του Όκλαντ δεν ήταν αστείο και είναι διαφορετικό να προέρχεσαι από εδώ», έχει εξηγήσει μιλώντας για τον συντοπίτη του, Ντέιμιεν Λίλαρντ.

«Ο Ντέιμ μετέφερε την πόλη στο ΝΒΑ». Κάτι που πάντως, δεν είχε κάνει αρχικά ο Τζέισον Κιντ…

Μία βεβαιότητα που απέκτησε παίζοντας ο Γκάρι Πέιτον ήταν πως η ψυχική δύναμη και σκληράδα είναι το ίδιο σημαντική με τα προσόντα και το ταλέντο.

Εκτός από ηγέτης στο παρκέ, καθοδηγητής των Σόνικς ως τους Τελικούς του 1996 και ως προσαρμοστικός ρολίστας αλλά με μεγάλη συμμετοχή στον τίτλο με τους Χιτ το 2006,  ο παλαίμαχος Αμερικανός έγινε και μέντορας του Τζέισον Κιντ.

Ο νυν κόουτς των Ντάλας Μάβερικς και άλλοτε παίκτης, γεννήθηκε στο γειτονικό Σαν Φρανσίσκο και από τη μέρα που συνάντησε τον Πέιτον τον θεώρησε δάσκαλό του. Οι δυο τους μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά.

Ο Πέιτον, ήδη μέλος του Hall Of Fame από το 2013, ήταν εκείνος που παρουσίασε και τον Κιντ στη δική του ένταξη στο «μουσείο» του παγκόσμιου μπάσκετμπολ, πέντε χρόνια αργότερα. Αντίπαλοι στα ανοικτά του Όκλαντ, ο Κιντ παραδεχόταν ότι «εναντίον του Γκάρι δεν μπορούσα να πετύχω ούτε πόντο». Ο Πέιτον, άλλωστε, επέμενε πως «με όλους μπορώ να είμαι φίλος πριν και μετά το ματς. Όταν ο αγώνας αρχίσει, θα τους διαλύσω!».

Μάλιστα, για να «ξυπνήσει» τον μικρό, έλεγε για τον Κιντ ότι «στην αρχή δεν είχε την πνευματική ετοιμότητα να παίξει, αν και πριν παίξει στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ήταν ένας τύπος παίκτη σαν του ΛεΜπρον στο γυμνάσιο!».

Προσθέτοντας πως «πριν τον αναλάβω ήταν ένα μαλθακό παιδί, όμως εγώ έβαλα το γκέτο μέσα του. Ήταν επίμονος και παρότι παραλίγο να βάλει τα κλάματα αρκετές φορές, συγκρατήθηκε και θαύμασα το γεγονός ότι παρά τις “σφαλιάρες” μου, ερχόταν συνεχώς να με αντιμετωπίσει».

Ο Πέιτον δεν είχε καμία όρεξη για καθωσπρεπισμούς. Γνώριζε τι πρέπει να κάνει και πώς να βοηθά και την ομάδα και τους νεότερους συμπαίκτες του.

Στο NCAA έγινε ένας από τους καλύτερους πόιντ γκαρντ των Η.Π.Α. Όταν το 1990 αποφοίτησε από το Όρεγκον Στέιτ, ήταν ο κορυφαίος σκόρερ, πασέρ, «κλέφτης» και πρώτος σε ποσοστό τριπόντων της ομάδας του, ενώ οδήγησε τους «Beavers» σε τρεις παρουσίες στη March Madness.

Μετά την επιλογή του στο Νο2 του ντραφτ, βρέθηκε σε μία ομάδα γεμάτη μπαρουτοκαπνισμένους παίκτες. Δεν έκανε εύκολα πίσω, ακόμη και όταν ο ΜακΝτάνιελ έβγαλε τα χέρια του από τον λαιμό του… Όταν κατάλαβε ότι η αντίδρασή του είναι μόνο νεύρα, τέντωσε τ’ αυτιά του. Οι ικανότητες υπήρχαν και η εξέλιξη της πορείας του στους Σόνικς έκανε πολλούς να υποστηρίζουν πως εκείνος «έτρεχε» το σόου και όχι ο θεαματικός Σον Κεμπ.

Ο Γκάρι Πέιτον ήταν ένας πλέι μέικερ που μπορούσε να σκοράρει, να δημιουργήσει και, κυρίως, λάτρευε την αποστολή να μαρκάρει τον καλύτερο αντίπαλο.

Οι «απέναντι» έλεγαν πως έχει μεγάλο στόμα, όμως το 1993 έλαβε ένα καλύτερο, πιο κατάλληλο και ιδιαιτέρως εύστοχο παρωνύμιο. Έπειτα από τις δύο πρώτες σεζόν με μ.ό. 8,2 πόντων και 6,3 ασίστ, το 1992-1993 κατέγραψε 13,2 πόντους και βοήθησε το Σιάτλ να φτάσει στους Δυτικούς τελικούς.

Κάθε σεζόν του Πέιτον οι Σόνικς έκαναν ένα βήμα παραπάνω. Το 1991 αποκλείστηκαν στον 1ο γύρο των πλέι οφς από το Πόρτλαντ. Το 1992, ως 6οι, προκρίθηκαν με μειονέκτημα έδρας επί του Γκόλντεν Στέιτ, πριν αποκλειστούν στον 2ο γύρο από τη Γιούτα.

Την άνοιξη του 1993, από την 3η θέση της κανονικής περιόδου, νίκησαν Γιούτα και Χιούστον και έφτασαν τη σειρά με τους Φίνιξ Σανς του MVP Τσαρλς Μπάρκλεϊ στο 7ο ματς, ενώ είχαν προηγηθεί με 2-1 νίκες και είχαν μείνει πίσω με 3-2.

Κατά τη διάρκεια των αγώνων, ένας ξάδερφός του Πέιτον τού είπε πως «όπως αντιμετωπίζεις τον Κέβιν Τζόνσον, είναι σαν να τον κρατάς ως μπαλάκι μέσα σε γάντι του μπέιζμπολ»… Υψηλή τεχνολογία και social media δεν υπήρχαν, ωστόσο η ατάκα κυκλοφόρησε στο γήπεδο και τον τοπικό Τύπο και ο Γκάρι απέκτησε ως μεσαίο όνομα το «The Glove»! Το «Γάντι» μόλις είχε «γεννηθεί».

Οι Σόνικς ηττήθηκαν με 4-3 και το ραντεβού με τους Σικάγο Μπουλς αναβλήθηκε για τρία χρόνια. Το 1994 το Σιάτλ, ως Νο1 της ρέγκιουλαρ σίζον, βίωσε απρόσμενο αποκλεισμό στον 1ο γύρο από τους 8ους Ντένβερ Νάγκετς του Ντικέμπε Μουτόμπο και του Μαχμούντ Αμπντούλ-Ραούφ…

Η πορεία των Σόνικς ως τους Τελικούς, όμως, έμοιαζε προδιαγεγραμμένη παρά τις αναποδιές και τις «λακκούβες» στον δρόμο τους. Η συνάντηση με τον Τζόρνταν και τους «Ταύρους» θα ήταν και η προσωπική «μονομαχία» τους, αλλά μόνο… στο δεύτερο μισό της σειράς.

Ο Γκάρι Πέιτον ήταν μέλος της κορυφαίας αμυντικής πεντάδας της σεζόν για εννέα διαδοχικές χρονιές (1994-2002).

Πάντως, μόνο το 1996 αναδείχθηκε καλύτερος αμυντικός και ετοιμαζόταν για τη μεγάλη συνάντηση με τους Μπουλς.

Η αναμέτρησή του με τον Μάικλ Τζόρνταν ήταν εξαρχής ιδιαίτερη. Από το 1988 κι έπειτα είναι οι μοναδικοί με το βραβείο του κορυφαίου αμυντικού ως γκαρντ. Ο «Mike» είχε αναδειχθεί το 1988.

Το συναπάντημα των Τελικών ήταν «μπασκετική δικαιοσύνη». Το Σικάγο είχε ολοκληρώσει την ιστορική σεζόν του ρεκόρ 72-10 και οι Σόνικς ήταν 1οι στη Δύση με 64-18.

Η εξέλιξη της σειράς, όμως, δεν είχε σασπένς… Οι Μπουλς πέτυχαν το 2-0 στην έδρα τους, με μία εύκολη (107-90) και μία δύσκολη (92-88) νίκη και ταξίδεψαν στο Σιάτλ, όπου επιβλήθηκαν με 108-86 για το 3-0!

Με δεδομένο ότι ακόμη και στις μέρες μας καμία ομάδα στην ιστορία του ΝΒΑ δεν έχει «επιστρέψει» από το 0-3, το Σιάτλ έδειχνε «καταδικασμένο».

Ο κόουτς Τζορτζ Καρλ ουσιαστικά παραδέχθηκε το λάθος του να μην αναθέσει τελικά το μαρκάρισμα του Τζόρνταν στον καλύτερο αμυντικό του. Στις τρεις σειρές Τελικών, ο «Air», μετρούσε μ.ό. 36,3 πόντους.

Στα τρία πρώτα ματς του 1993 πέτυχε 28, 29 και 36. Στο Game 4, με τον Πέιτον «κολλημένο» πάνω του, έμεινε στους «μόλις» 23 και στον 6ο αγώνα πέτυχε 22, στη χαμηλότερη επίδοσή του στην καριέρα του σε Τελικούς…

Το Σιάτλ νίκησε τα δύο επόμενα ματς στην έδρα του (με 107-86 και 89-78) και μείωσε σε 3-2, στέλνοντας και πάλι της σειρά στο Σικάγο. Οι Μπουλς κατέκτησαν τον τότε τέταρτο -από τους έξι- τίτλο τους νικώντας με 87-75, με τον «MJ» να αναδεικνύεται MVP με 27,3 πόντους, αλλά να μετρά 23,6 στα τρία τελευταία ματς, με προσωπικό αντίπαλο τον Πέιτον.

Ο Τζόρνταν, πάντως, μετά τον 4ο Τελικό, δήλωσε χωρίς σεμνότητες πως «το παιχνίδι μου δεν επηρεάστηκε από τον Γκάρι. Αστόχησα, απλώς, σε μερικά ελεύθερα σουτ. Κανένας δεν μπορεί να με σταματήσει!»…

Το «Γάντι» δεν παρεξηγήθηκε και απάντησε ότι «δεν μπορείς να κάνεις πίσω με τον Μάικ, γιατί είναι σαν “λύκος” και θα σε κατασπαράξει αν διαπιστώσει φόβο. Έκανα ό,τι μπορούσα. Ήμουν απλώς ο εαυτός μου». Παρεξηγήθηκε, όμως, όταν ο Τζόρνταν, στο ντοκιμαντέρ «The Last Dance» γέλασε ειρωνικά για την άμυνα του Πέιτον στους Τελικούς του 1996.

Ο εαυτός του Γκάρι Πέιτον ήταν ομιλητικός, ενοχλητικός, συχνά σε σημείο που ξεπερνούσε τα όρια της παρεξήγησης. Κάποιοι έλεγαν πως δεν γνώριζαν τι συμβαίνει στο μυαλό του. Ο ίδιος, πάντως, απλώς ήθελε «να “μπω” στο μυαλό του αντιπάλου. Θα του έλεγα οτιδήποτε ώστε να του αποσπάσω την προσοχή από το παιχνίδι».

Μία φορά, πάντως, ο «εχθρός» δεν ήταν ένας αντίπαλος…

Ο Πέιτον είναι ένας από τους πιο αυθάδεις trash-talkers στην ιστορία του ΝΒΑ. Ως παίκτης του Όρεγκον Στέιτ έφτυσε μία τσίχλα σε έναν χορευτή αντίπαλης ομάδας!

Σε κάθε επίσκεψη στο Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια, φώναζε στον κόουτς των γηπεδούχων «να μου φέρεις στο παρκέ κάποιον που να μπορεί να με μαρκάρει!».

Σε έναν αγώνα στη Μινεσότα είχε αποκαλέσει «στρουμφάκι» τον τότε κόουτς των Γουλβς (και μετέπειτα προπονητή του Αντώνη Φώτση στο Μέμφις), Σίντνεϊ Λόου, προστάζοντάς τον «να καθίσεις κάτω και να μην μιλάς!».

Το μάτι του, όμως, δεν «γυάλιζε» μόνο στον αντίπαλο… Στην πρεμιέρα των («τραυματικών») πλέι οφς του 1994 με το Ντένβερ, ο Γκάρι Πέιτον τσακώθηκε στο ημίχρονο με τον Ρίκι Πιρς.

Ο βετεράνος φόργουορντ, ο οποίος το 1997 πέρασε για λίγο από την ΑΕΚ του Γιάννη Ιωαννίδη, δεν άντεξε τη γκρίνια του νεαρού γκαρντ. Όπως έχει αποκαλύψει στους «New York Times» ο προπονητής τους, Τζορτζ Καρλ, «ακούστηκαν απειλές και ειπώθηκε κάτι για… όπλα.

»Άκουσα αργότερα πως είχαν πιστόλια στις τσάντες τους και ήταν τρελό, γιατί ο Γκάρι είπε στον Ρίκι ότι θα σκοτώσει την οικογένειά του!».

Ο Γκάρι του Όκλαντ ήταν εκεί. Ανυπόμονος, φιλόδοξος και συχνά χάνοντας το μυαλό του.

Για τον Πέιτον, όμως, δεν έφτανε να έχει την ευκαιρία να (αντι)μιλήσει. Τον «έτρεφε» η κόντρα, η βεντέτα και η λέξη του αντιπάλου είχε αξία, ώστε να απαντήσει.

Αυτή ήταν η δική του «ηθική», οι δικές του «αξίες». Αυτός ήταν και ο λόγος που, όπως ομολόγησε στο podcast «All The Smoke» των παλαίμαχων παικτών του ΝΒΑ, Στίβεν Τζάκσον και Ματ Μπαρνς, «μισούσα τον Τζον Στόκτον».

Εξηγώντας ότι «όσο κι αν προσπαθούσα να τον εκνευρίσω, δεν μου απαντούσε. Τον έβριζα, τον πείραζα, αλλά εκείνος με κοιτούσε σαν “ζόμπι” και απλώς έπαιζε. Αυτό κατάντησε να τσαντίζει εμένα περισσότερο!».

Κορυφαία σεζόν της καριέρας του ήταν το 1999-2000, όταν κατέγραψε 24,2 πόντους ανά ματς. Το 2001 ήρθε σε κόντρα με τον νέο ιδιοκτήτη, Χάουαρντ Σουλτζ, το 2002 αρνήθηκε να δώσει το παρών στην πρώτη προπόνηση και τον Φεβρουάριο του 2003 έγινε ανταλλαγή στο Μιλγουόκι…

Του έλειπε ένα δαχτυλίδι πρωταθλητή και είχε αποδεχθεί ότι θα πρέπει να γίνει ρολίστας.

Στους Λέικερς του Σακίλ Ο’Νιλ, του Κόμπι Μπράιαντ και του Καρλ Μαλόουν, το 2003-2004, απέτυχε στους Τελικούς με το Ντιτρόιτ.

Την επόμενη σεζόν αγωνίστηκε στους Σέλτικς και το 2005 βρέθηκε στο Μαϊάμι. Σε 23 ματς είχε τη χαμηλότερη επίδοσή του μετά τη ρούκι σεζόν του, με 5,8 πόντους, όμως οι Χιτ των Σακίλ και Ντουέιν Ουέιντ έφτασαν ως τους Τελικούς.

Η στατιστική δεν αποτύπωνε τη συνεισφορά του. Μπορεί να μέτρησε μόλις 2,7 πόντους και 2 ασίστ μ.ό. στη σειρά με το Ντάλας, όμως πέτυχε το νικητήριο καλάθι στον 3ο αγώνα, για το comeback από το -13 στα έξι τελευταία λεπτά και η εμπειρία του, στα 38 του, ήταν απαραίτητη για 22,3 λεπτά σε κάθε Τελικό!

Δύσκολα θα ξεχωρίσει κάποιος τα «παράσημα» του Γκάρι Πέιτον.

Πρωταθλητής το 2006, χρυσός Ολυμπιονίκης το 1996 στην Ατλάντα και το 2000 στο Σίδνεϊ. Εννέα φορές All Star, δις στην κορυφαία πεντάδα του ΝΒΑ και μέλος του Hall Of Fame.

Για τους θαυμαστές του θα είναι οι άλεϊ-ουπ πάσες στον Σον Κεμπ. Για τους αντιπάλους του, μάλλον ξεχωρίζει η 4η θέση στις… τεχνικές ποινές, πίσω από τους Καρλ Μαλόουν, Τσαρλς Μπάρκλεϊ και Ρασίντ Ουάλας!

Η φήμη του ήταν εξαρχής παρεξηγημένη, ευμετάβλητη. Όμως είχε μάθει να τεντώνει τ’ αυτιά του, αλλά να μην ακούει τις κακοπροαίρετες κριτικές.

Τα μαθήματά του τα διδάχθηκε για τα καλά. Εκείνα που «παρέδωσε» δεν τα θυμάται με λεπτομέρειες. Τον Ιούνιο του 2021 αποδέχθηκε την πρόταση του πανεπιστήμιου Λίνκολν στη γενέτειρά του, στο Όκλαντ, ώστε να γίνει ο νέος προπονητής και να επιστρέψει στο μπάσκετμπολ. Από το 2019, όπως και ο άλλοτε συνοδοιπόρος του στο Σιάτλ, Σον Κεμπ, έχει ιδρύσει την CannaSports, μία εταιρία για τη διάθεση φαρμακευτικής κάνναβης.

Συμβουλεύει τον γιο του, Γκάρι τζούνιορ, ο οποίος μετά την αποφοίτησή του επίσης από το Όρεγκον Στέιτ, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στη G-League, αλλά έχει φορέσει και τις φανέλες των Μπακς, Λέικερς, Ουίζαρντς και πλέον των Ουόριορς.

Με ό,τι καταπιάνεται ο Γκάρι Πέιτον, θα το κάνει με πάθος, «φωναχτά». Δεν θα απολογηθεί, αλλά δεν θα ζητήσει και (περιττές) εξηγήσεις. Θα το ζήσει. Θα το μάθει. Και, πάντα θα έχει τον τελευταίο λόγο.

Πηγή: Athletes’ Stories