Επιλογή Σελίδας

Του Ιωάννη Πέππα

Ο Γιουγκοσλάβος, σέρβικης καταγωγής τερματοφύλακας Βλάντιμιρ Μπεάρα (Vladimir Beara), γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1928, στο χωριό Ζέλοβο, κοντά στο Σπλιτ, στη νότια Κροατία, από σερβόφωνη οικογένεια. Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες της γενιάς του στον κόσμο και εξακολουθεί να έχει τη φήμη του καλύτερου της γιουγκοσλαβικής ποδοσφαιρικής ιστορίας!  Με την εθνική ομάδα κατέκτησε το Ολυμπιακό Ασημένιο Μετάλλιο το 1952 και έχει συμμετάσχει σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα. Σε επίπεδο συλλόγων, κέρδισε πολλούς τίτλους με την Χάιντουκ του Σπλιτ και τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου. Με 9 εθνικούς τίτλους κατέχει από κοινού το ρεκόρ με τον μυθικό επιθετικό του Αστέρα, τον Ντράγκαν Τζάιτς (Dragan Džajić). Στη Γερμανία, έπαιξε με την Αλεμάνια του Άαχεν και τη Βικτόρια της Κολωνία, ενώ αργότερα εκεί ξεκίνησε εδώ την προπονητική του καριέρα.

Ο Μπεάρα είχε μία χάρη και μεγαλοπρέπεια στις αποκρούσεις του. Για αυτό άλλωστε και τον είχαν αποκαλέσει «O Xορευτής Mπαλέτου με τα Xέρια από Χάλυβα». Λέγεται ότι μικρός ακόμη, είχε παρακολουθήσει μαθήματα μπαλέτου σε ερασιτεχνικό θέατρο. Απλά ο Βλάντιμιρ είχε τέτοιο ταλέντο που του επέτρεπε να κινείται στις… μύτες των ποδιών του και να πραγματοποιεί απίστευτα άλματα που θα ζήλευε και ο καλύτερος αθλητής καταδύσεων. Σημαντικό ρόλο είχε παίξει ο Λούκα Καλίτερνα (Luka Kaliterna), ένας από τους πρώτους προπονητές του, που τον δίδαξε τα μυστικά της μπάλας και ιδιαιτέρως πως να τη γραπώνει και να την αποκρούει στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Η φήμη του έφθασε πολύ ψηλά και θεωρούνταν μάλιστα στην εποχή του ένας εκ των κορυφαίων πορτιέρο στον κόσμο, αν όχι ο «№ 1»! Όταν ο Ρώσος τερματοφύλακας, Λεβ Γιασίν (Lev Yashin) αναδείχθηκε Κορυφαίος Ποδοσφαιριστής της Ευρώπης το 1963 και του απονεμήθηκε η «Χρυσή Μπάλα» από το “France Football”, τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι αν όντως την αξίζει και εκείνος επέμεινε: «Ο καλύτερος τερματοφύλακας δεν είμαι εγώ, αλλά ο Βλάντιμιρ Μπεάρα». 

Τα παραπάνω λόγια ειπώθηκαν από έναν θρύλο του ποδοσφαίρου και παράλληλα από έναν μετριόφρονα άνθρωπο και αποδεικνύουν την αξία του Μπεάρα. Η αλήθεια είναι ότι η φήμη του Μπεάρα, ο οποίος υπήρξε ένας τερματοφύλακας μεγάλης κλάσης, δεν έφθασε ποτέ, στο επίπεδο του Γιασίν. Ειδικά για τον πολύ κόσμο. Ο Γιουγκοσλάβος γεννήθηκε για να παίζει ποδόσφαιρο στο υψηλότερο επίπεδο και το έκανε με την ψυχή του. Όταν ήταν 50 ετών μάλιστα, αγωνίστηκε σε ένα ματς της Χάιντουκ που είχε οδηγηθεί στην διαδικασία των πέναλτι!

Ξεκίνησε την καριέρα του στη Χάιντουκ του Σπλιτ, με την οποία έπαιξε από το 1947 έως το 1955, συμμετέχοντας σε 308 ματς, δέχτηκε 139 γκολ και έφτασε στην κατάκτηση 3 πρωταθλημάτων Γιουγκοσλαβίας (1950, 1952, 1955). Μετά τις εξαιρετικές του εμφανίσεις στην ομάδα της Αδριατικής, τον απέκτησε ο Ερυθρός Αστέρας! Λέγεται, ότι η μετακίνησή του στον Ερυθρό Αστέρα, όπου στο Βελιγράδι ο σπουδαίος τερματοφύλακας πραγματικά μεγαλούργησε, ήταν απόρροια πολιτικών παιχνιδιών και ότι δύο πράγματα συνέβησαν: το ένα είναι ότι έπαιξε ρόλο η γυναίκα του που ήταν Σέρβα και είχε γνωριμίες. Επίσης, λέγεται ότι δόθηκε δώρο ένα λεωφορείο, τελευταίας τεχνολογίας για την εποχή, στην διοίκηση της Χάιντουκ. Τίποτε πάντως από αυτά τα δύο δεν επιβεβαιώθηκαν.

Με τη φανέλα των «ερυθρόλευκων» αναδείχθηκε 4 φορές πρωταθλητής (1956, 1957, 1959, 1960), πανηγύρισε 2 Κύπελλα (1958, 1959) και από το 1955 έως το 1960 έδωσε το παρόν σε 174 ματς, 83 νικηφόρους, ενώ δέχτηκε 81 γκολ. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι ως φύλακας-άγγελος του Αστέρα, κατέκτησε το Mitropa Cup. Είχε αντιμετωπίσει και την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ εκείνες τις ημέρες του 1958, στο 3-3 του Μαρακανά, λίγο πριν την Τραγωδία του Μονάχου. Στη συνέχεια μεταπήδησε στην γερμανική, Αλεμάνια τουΆαχεν (1960-1963, 23 ματς) και έκλεισε τη καριέρα του στην Βικτόρια Κολωνίας (1963/64, 23 ματς). Όσο για τις ατυχίες που σημάδεψαν την καριέρα του, υπέστη δύο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς, τη μία στην Αλεμάνια Άαχεν και τη δεύτερη στην Βικτόρια Κολωνίας.

Ο Μπεάρα αγωνίσθηκε 59 φορές στην εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις 8 Οκτωβρίου του 1950, στο ατυχές ματς εναντίον της Αυστρίας όταν ηττήθηκε με 2-7 στη Βιέννη, όπου, παίζοντας μόνο τα τελευταία 10 λεπτά, είχε ήδη… κληρονομήσει και αρκετά από τα γκολ του προκατόχου του, του Σερντάν Μρκούσιτς (Srđan Mrkušić). Ωστόσο,  οι εκπληκτικές αποκρούσεις που πραγματοποίησε σχεδόν ενάμιση μήνα αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου του 1950 στο Χάιμπουρι απέναντι στην Αγγλία (2-2), θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στις πιο χρυσές σελίδες του αθλήματος! Εκείνος ήταν που κράτησε όρθια την ομάδα του με μια συγκλονιστική εμφάνιση. Το παιχνίδι αυτό θα μείνει αξέχαστο! Οι Βρετανοί για πρώτη φορά μέσα στο σπίτι τους απέτυχαν να νικήσουν μία ευρωπαϊκή ομάδα, πέραν της Μάγχης. Ο Μπεάρα ήταν κυριολεκτικά ο «ήρωας» της μεγάλης μάχης στο Λονδίνο και στη συνέχεια αποθεώθηκε δικαίως από τον αγγλικό Τύπο. Τον χαρακτήρισαν μάλιστα “Vladimir the Great”.

Μετά από αυτό, για 9 χρόνια η φανέλα με το № 1 ήταν δική του. Συμμετείχε σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα (1950, 1954 και 1958) και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι. Το 1950 στη Βραζιλία ήταν μέλος της ομάδας, αλλά έμεινε στην σκιά του βασικού Μρκούσιτς και δεν αγωνίσθηκε ούτε σε έναν αγώνα. Το 1952 ήταν από τους καλύτερους παίκτες της θρυλικής «Ολυμπιακής ομάδας», η οποία στη Φινλανδία κέρδισε το αργυρό μετάλλιο, έχοντας ξεπεράσει την πρώην Σοβιετική Ένωση με 3-1 σε ένα δεύτερο παιχνίδι, καθώς το πρώτο είχε λήξει ισόπαλο 5-5! Έπειτα, στον τελικό είχε την ατυχία να πέσει πάνω στην μεγάλη Ουγγαρία των Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), Νάντορ Χιντεγκούτι (Nándor Hidegkuti), Γιόζεφ Μπόζικ (József Bozsik) και των άλλων αστέρων της και ήταν λογικό να φύγει ηττημένη με 0-2, έχοντας αποκρούσει πέναλτι του Πούσκας στον τελικό!

Στο Παγκόσμιο κύπελλο του 1954 στην Ελβετία, έλαμψε. Εναντίον της Βραζιλίας, στην ισοπαλία με 1-1, ο Μπεάρα με τις απίστευτες αποκρούσεις του κράτησε την ομάδα του όρθια, σε παιχνίδι που κράτησε 120΄λεπτά (0-0 η κανονική διάρκεια). Όμως, η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν αυτή που γνώρισε στα προημιτελικά όταν ηττήθηκε από την Δυτική Γερμανία με 0-2. Όπως είχε πει μετά το παιχνίδι ο Μπεάρα: «Εμείς τα κάναμε όλα. Μόλις στο 8΄σημειώσαμε αυτογκόλ, στη συνέχεια χάσαμε 10 μεγάλες ευκαιρίες και στο τέλος ηττηθήκαμε με 2-0. Αν το παιχνίδι εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ένα δράμα, αυτό ήταν η ατυχία μας». 

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τις ημέρες εκείνες, όπως έλεγε μετά ο Μπεάρα: «Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας, ο Ράτο Ντούγκονιτς (Ratomir “Ratko” ή “Rato” Dugonjić – ανώτερος πολιτικός, που είχε τεθεί επικεφαλής του τμήματος Νεολαίας) μας υποσχέθηκε ότι αν περνούσαμε θα μας έδιναν από μία “Vespa”, που τότε στην Ιταλία στοίχιζε $ 100 δολάρια και ήταν ο μισθός ενός χρόνου. Όμως πριν τον αγώνα, με την Δυτική Γερμανία, ήρθε ξανά ο Ντούγκονιτς και μας είπε ότι δεν υπήρχαν μηχανάκια και ότι δεν ήταν σωστό για μας να παίξουμε όπως η αστική τάξη, όταν άλλοι άνθρωποι έπρεπε να εργασθούν σκληρά για να αγοράσουν τρόφιμα. Ξαφνικά γίναμε ο № 1 Δημόσιος Εχθρός, δίχως να έχουμε ζητήσει τίποτα…» 

 

Την ίδια χρονιά, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1954 στο Κάρντιφ, εναντίον της Ουαλίας οι φίλαθλοι έμειναν άναυδοι από τη μεγαλειώδη εμφάνιση του, που είχε ως αποτέλεσμα και τη νίκη των «πλάβι» με 3-1 . Ήταν μία από τις κορυφαίες του «παραστάσεις». Συγκλονιστικός ήταν και ένα χρόνο αργότερα, στις 29 Μαΐου του 1955 στο Τορίνο, κόντρα στην Ιταλία. Χάρη στις εκπληκτικές του αποκρούσεις και την ομολογουμένως άκρως εντυπωσιακή απόδοση της ομάδας που διέθετε τότε η Γιουγκοσλαβία, συνέτριψαν τους «ατζούρι» με 4-0. Όμως στο παιχνίδι αυτό ο Μπεάρα τραυματίστηκε σοβαρά και γύρισε επειγόντως στο Σαράγεβο όπου και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση.

Να σημειωθεί ότι αγωνίσθηκε τρεις φορές εναντίον της Ελλάδας: Στις 9 Μαΐου του 1953 στο Βελιγράδι, όπου η εθνική του επικράτησε με 1-0, στις 5 Μαΐου του 1957 στην Αθήνα (0-0) και στις 10 Νοεμβρίου την ίδια πάλι χρονιά, ξανά στο Βελιγράδι, όπου υπερίσχυσε η Γιουγκοσλαβία με 4-1. Παράλληλα μία από τις μεγαλύτερες χαρές της καριέρας του ήταν αυτή που γνώρισε στις 21 Οκτωβρίου του 1953 στο Λονδίνο παίζοντας με τη Μικτή Ευρώπης κόντρα στην Αγγλία (4-4) για την συμπλήρωση των 90 χρόνων από την ίδρυση της ποδοσφαιρικής της ομοσπονδίας. Μπήκε στο β’ ημίχρονο αντί του Αυστριακού Βάλτερ Ζέμαν (Walter Zeman), μαζί με τους άλλους θρύλους της χώρας του, τον Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι (Zlatko “Čik” Čajkovski), τον Μπέρναρντ Βούκας (Bernard “Bajdo” Vukas) και τον Μπράνκο Ζέμπετς (Branislav “Branko” Zebec), εντυπωσιάζοντας όλοι τους. Το τελευταίο παιχνίδι στην εθνική του ομάδα το έπαιξε στις 11 Οκτωβρίου του 1959 απέναντι στην Ουγγαρία (2-4), στο Βελιγράδι, όπου πραγματοποίησε ντεμπούτο ένας άλλος επίσης σπουδαίος τερματοφύλακας, ο Μιλουτίν Σόσκιτς (Milutin Šoškić).

Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, δεν το εγκατέλειψε. Το 1967 τελείωσε την Προπονητική Ακαδημία του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, τη σημερινή Ακαδημία Χένες Βαϊσβάιλερ (Hennes Weisweiler). Προπόνησε συλλόγους  στη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία και τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και για 2 χρόνια την εθνική ομάδα του Καμερούν. Το αποκορύφωμα της προπονητικής του καριέρας έγινε όταν κατέκτησε το γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα με Χάιντουκ Σπλιτ το 1971, ως βοηθός του  Σλάβκο Λούστιτσα (Slavko Luštica). Αυτό ήταν το πρώτο πρωτάθλημα του συλλόγου μετά την αποχώρησή του ως παίκτης, το 1955. Κέρδισε επίσης το Κύπελλο Κυπελλούχων Αφρικής με τη Τονέρε του Γιαουντέ το 1975.

Ο Βλαντιμίρ Μπεάρα πέθανε στις 11 Αυγούστου του 2014, στα 85 του χρόνια, στο Σπλιτ και σύμφωνα με την οικογένειά του, ο θάνατος ήταν συνέπεια αρκετών εγκεφαλικών επεισοδίων κατά το προηγούμενο έτος.

Πηγή: Ευλογημένο Ποδόσφαιρο