Ο Άντρε Άγκασι γεννήθηκε στο Λας Βέγκας της Νεβάδα τον Απρίλιο του 1970 και είναι γιός του Ιρανού, Εμανουέλ Αγκασιάν (ή Μάικ) και της Αμερικανίδας, Ελίζαμπεθ Ντάντλει.
Ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας μποξέρ και πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του ’48 και του ’52, πριν μετακομίσει για μόνιμη εγκατάσταση στην Αμερική όπου γνώρισε την μητέρα και το 1970 αποκτήσανε έναν γιό που έμελλε να αλλάξει το “ρου” της παγκόσμιας ιστορίας της αντισφαίρισης.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Ο Αντρέ, από τα πρώτα του παιδικά βήματα ασχολήθηκε με το τένις. Σε ηλικία, μόλις πέντε ετών, προπονούταν μαζί με σπουδαίους τενίστες όπως ο Τζίμι Κόνορς και ο Ρόσκε Τάννερ και μάλιστα, λέγεται, πως χτυπούσε 3000 με 5000 μπαλάκια την ημέρα. Ο πατέρας του είχε πιάσει δουλειά σε ένα καζίνο της περιοχής, ιδιοκτησίας του Αμερικανού, Αρμενικής καταγωγής, Κιρκ Κερκοριάν.
Σε ηλικία 13 ετών, ο Άγκασι πήγε στην ακαδημία τένις του Νικ Μπολετιέρι στη Φλόριδα. Ο Αντρέ έμεινε μόλις 8 εβδομάδες στην ακαδημία καθώς ο πατέρας του δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις της ακαδημίας. Παρόλα αυτά, μόλις ο Μπολετιέρι είδε ένα ράλι του Άγκασι, φώναξε τον πατέρα του στον οποίον έδωσε πίσω την επιταγή και του είπε: “Ο Αντρέ θα μείνει μαζί μας, χωρίς λεφτά”.
Ωστόσο, οι δυσκολίες δεν ήταν μόνο οικονομικές. Ο Άγκασι ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί με δύσκολη εφηβεία. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην ακαδημία του Μπολετιέρι, έμαθε να πίνει μπύρα, έσπαγε συχνά ρακέτες ενώ είχε κούρεμά Μοϊκανού, τάση των ασυμβίβαστων της εποχής. Μάλιστα, σε ένα τουρνουά που είχε τηλεοπτική κάλυψη, ο Αγκάσι επιβεβαίωσε τον άστατο και ιδιότροπο χαρακτήρα του, πηγαίνοντας με σκισμένο τζιν, έβαψε τα νύχια του ροζ ενώ φόρερε και κραγιόν.
Ο Μπολετιέρι είχε χάσει την ψυχραιμία του βλέποντας την αδιαφορία του Άγκασι, τον έπιασε και τον ρώτησε, τι θέλει… Ο 14χρονος, τότε, Άγκασι απάντησε “Θέλω να φύγω και να γίνω επαγγελματίας”.
Τελικά, το όνειρό του πραγματοποιήθηκε σε ηλικία 16 ετών όταν απέκτησε δίπλωμα επαγγελματία. Το πρώτο τουρνουά ήταν στην Λα Κουίντα της Καλιφόρνια όπου ο Άγκασι ηττήθηκε στον δεύτερο γύρο από τον Ματς Βιλάντερ 6-1, 6-1. Ήταν η αρχή μιας τεράστιας καριέρας και στο τέλος του χρόνου, ο Αντρέ ήταν Νο91 στην παγκόσμια κατάταξη.
Η ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΤΕΡΑΣΤΙΑΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ
Την επόμενη χρονιά (1987), ο Άγκασι κέρδισε τον πρώτο του τίτλο στην Ιταπαρίκα ενώ το τέλος της χρονιάς τον βρήκε στο Νο25 της παγκόσμιας κατάταξης. Το 1988 κέρδισε έξι τουρνουά και σε σύνολο 43 διοργανώσεων, είχε αποκομίσει περίπου 2 εκ. δολάρια. Ήταν μακράν ο πρώτος αθλητής με την γρηγορότερη εξέλιξη στην ιστορία του τένις. Το τέλος της χρονιάς τον βρήκε στο Νο3 της κατάταξης, πίσω από τον “τεράστιο”, Ιβάν Λεντλ (Νο2) και τον Ματς Βιλάντερ (Νο1).
Η εμφάνιση για τον Άγκασι, ήταν το παν. Με εκκεντρικό κούρεμα, σκουλαρίκια στα αφτιά και πολύχρωμα μπλουζάκια, έστρεφε τα φώτα δημοσιότητας πάνω του, χωρίς να τον ενοχλεί καθόλου. Αντιθέτως, αυτός ήταν ο σκοπός του. Μάλιστα, Από το 1988 μέχρι το 1990 δεν πήρε μέρος στο Wimbledon καθώς ο αγγλικός “κώδικας” του τουρνουά, ανάγκαζε τους αθλητές να φορούν λευκά σορτς και μπλούζες γεγονός που έβρισκε αντίθετο τον Άγκασι. Τα ΜΜΕ, πάντως, απέδιδαν τη μη συμμετοχή του Άγκασι στο Wimbledon στο γεγονός πως δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο αφού το παίξιμό του από την baseline, δεν θα τον βοηθούσε στα γρήγορα court της φημισμένης διοργάνωσης.
Ο Αγκάσι φλέρταρε με τον τίτλο του Γαλλικού και Αμερικανικού Open το 1988, όμως και στα δύο τουρνουά αποκλείστηκε στα ημιτελικά. Ο πρώτος του μεγάλος τελικός ήταν ο 1990 στο Roland Garros όπου γνώρισε την ήττα από τον Αντρέ Γκόμες. Ο επόμενος τελικός Grand Slam ήταν κόντρα στον “μεγάλο” Πιτ Σάμπρας στο US Open την ίδια χρονιά. Παρότι θεωρούταν το μεγάλο φαβορί, ηττήθηκε με 6-4, 6-3, 6-2 από τον Ελληνομαμερικανό με τον οποίον τα επόμενα χρόνια θα έδινε μεγάλη μάχη για την κυριαρχία των courts, σε μια από τις κλασικές αντιζηλίες στη σύγχρονη ιστορία. Στο τέλος της χρονιάς, ο Άγκασι βοήθηκε την εθνική ομάδα της Αμερικής να κατακτήσει το Davis Cup μετά από 8 χρόνια.
Το 1991, ο Άγκασι έφθασε στον τελικό του Roland Garros όπου βρήκε απέναντί του τον φίλο του, από την ακαδημία του Μπολετιέρι, Τζιμ Κούριερ. Ο Κούριερ, μετά από έναν συγκλονιστικό τελικό που κρίθηκε στα πέντε σετ, κατέκτησε το πρώτο του Grand Slam και ανάγκασε τον Άγκασι να δηλώσει συμμετοχή στο Wimbledon το οποίο απέφευγε μέχρι τότε. Αφήνοντας τα πολύχρωμα μπλουζάκια σπίτι και με λευκή εμφάνιση, κατάφερε να φτάσει μέχρι τα προημιτελικά της διοργάνωσης που την επόμενη χρονιά, ήταν και η τυχερή του.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ “ΑΙΜΑ”
Έχοντας μόνο μια εμπειρία από το Αγγλικό Open, ο Αγκάσι παίρνει μέρος για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (1992) στο Wimbledon και καταφέρνει να κατακτήσει το πρώτο του Grand Slam στον τελικό κόντρα στον Γκόραν Ιβανίσεβιτς. Στην πορεία του προς το τρόπαιο, ο 22χρονος, τότε, Άγκασι είχε αποκλείσει τους πρωταθλητές, Μπόρις Μπέκερ και Τζον Μακ Ενρό για να του δοθεί ο τίτλος του αθλητή της χρονιάς από το BBC. Ένας σοβαρός τραυματισμός την επόμενη χρονιά (1993), που τον οδήγησε στο χειρουργία, δεν επέτρεψε στον Άγκασι να κερδίσει κάποιο Grand Slam και αρκέστηκε σε ορισμένους τίτλους στο διπλό.
Το 1994, επανήλθε δριμύτερος κατακτώντας το πολυπόθητο, γι’αυτόν, Αμερικανικό Open μπροστά στο κοινό του νικώντας στον τελικό της διοργάνωσης τον Μίκαελ Στικ. Η επόμενη χρονιά τον βρήκε στην κορυφή του βάθρου στο Αυστραλιανό Open το οποίο έμελλε να κατακτήσει ακόμα τρεις φορές (2000, 2001, 2003).
Ο Άγκασι έφθασε στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης τον Απρίλιο του 1995, μόλις είχε κλείσει τα 25 του χρόνια και έμεινε εκεί για 30 εβδομάδες και ήταν η καλύτερη χρονιά του με ρεκόρ 72 νίκες και 10 ήττες, σπάζοντας το ρεκόρ του Σάμπρας (77-12 την προηγούμενη χρονιά). Τις χρονιάς του ’96 και του ’97 ο Άγκασι θα ήθελα να τις ξεχάσει το γρηγορότερο καθώς δεν κέρδισε κανέναν μεγάλο τίτλο ενώ ταλαιπωρήθηκε και πάλι από τραυματισμούς. Πάντως, το 1996 μπροστά στο κοινό του, αποζημιώθηκε κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα νικώντας τον Σέργκι Μπρουγκέρα 6-2, 6-3, 6-1.
Το 1998 ήταν και πάλι μια στείρα, από τίτλους, χρονιά για τον ταλαιπωρημένο Άγκασι ωστόσο κατάφερε ένα μεγάλο επίτευγμα. Από το Νο140 που βρέθηκε στο τέλος του 1997, το κλείσιμο της σεζόν του 1998 τον βρήκε στο Νο6 της παγκόσμιας κατάταξης κάνοντας ένα, αν μη τι άλλο, δυναμικό come back.
Το 1999 ο Αγκάσι έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομά του στην ιστορία, κατακτώντας το Roland Garros παρότι βρέθηκε 2-0 σετ πίσω στο σκορ από τον Αντρέι Μεντβεντεφ. Έγινε ο πέμπτος τενίστας, μετά τους Ροντ Λάβερ, Φρεντ Πέρι, Ρόι Έμερσον και Ντον Μπατζ που κατέκτησε και τα τέσσερα μεγάλα τουρνουά στην καριέρα του. Μετά από αυτό, ο Αντρέ κατέκτησε και το Us Open νικώντας στον μεγάλο τελικό τον Πιτ Σάμπρας και το τέλος της χρονιάς τον βρήκε στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης και ήταν ο αθλητής που σταμάτησε την αυτοκρατορία του Ελληνοαμερικανού που διατηρούταν στην κορυφή της κατάταξης για έξι συνεχόμενα χρόνια από το 1993 μέχρι το 1998.
Η αρχή της νέας χιλιετίας βρήκε τον Αντρέ Άγκασι να κατακτά το Αυστραλιανό Open για δεύτερη φορά στην καριέρα του νικώντας τον Σάμπρας στον ημιτελικό και τον Ευγένι Καφέλνικοφ στον μεγάλο τελικό. Ο Αγκάσι έφθασε επίσης στα ημιτελικά του Wimbledon όπου αποκλείστηκε από τον Αυστραλό, Πάτρικ Ράφτερ σε έναν αγώνα που ακόμα χαρακτηρίζεται ως ένας από τους καλύτερους που έχουν παιχτει ποτέ στο Αγγλικό τουρνουά. Στον τελικό του Μasters Cup, της ίδιας χρονιάς, ο Άγκασι ηττήθηκε από τον Γκουστάβο Κουέρτεν με 6-4, 6-4, 6-4 γεγονός που επέτρεψε στον Βραζιλιάνο να ανέβει στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης.
Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (2001) ο Αγκάσι κατακτά το Australian Open νικώντας τον Αρνό Κλεμέντ. Νωρίτερα είχε αποκλείσει στον ημιτελικό τον Πάτρικ Ράφτερ μπροστά στο κοινό του, όμως ο Αυστραλός πήρε την εκδίκησή του στο Wimbledon νικώντας τον Άγκασι στα ημιτελικά του θεσμού. Στο US Open της ίδιας χρονιάς, ο Άγκασι συναντήθηκε με τον Πιτ Σάμπρας στα προημιτελικά με τον Σάμπρας να επικρατεί 3-1 σετ (6-7, 7-6, 7-6, 7-6) σε ένα παιχνίδι όπου δεν έγινε κανένα “μπρέικ” και όλα τα σετ κρίθηκαν στο “ται μπρέικ”.
Στo Αυστραλιανό Open του 2002, ο Άγκασι δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον τίτλο του καθώς ένας τραυματισμός δεν του επέτρεψε να ταξιδέψει στην Αυστραλία. Η τελευταία “μονομαχία” του Άγκασι με τον Σάμπρας έλαβε χώρα στον τελικό του US Open, όπου και πάλι ο Σάμπρας κατάφερε να νικήσει και διεύρυνε το σερί των νικών του κόντρα στον συμπατριώτη του σε 20-14, κατακτώντας τον άτυπο τίτλο στις μεταξύ τους αναμετρήσεις. Αυτό ήταν και το τελευταίο παιχνίδι του Πιτ Σάμπρας ο οποίος ανακοίνωσε την απόσυρσή του από το τένις, επίσημα το 2003.
Το 2003, ο Άγκασι κατέκτησε το 8ο και τελευταίο Grand Slam της καριέρας του και πάλι στο Australian Open και μετά τη νίκη του στο Miami Masters κατάφερε να ανέβει στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης, όντας ο γηραιότερος που το έχει καταφέρει σε ηλικία 33 ετών και 13 ημερών. Ωστόσο, το τέλος της χρονιάς τον βρήκε στο Νο4 καθώς ηττήθηκε από τον Ρότζερ Φέντερερ στον τελικό του Μasters Cup.
Παρόλαυτά, ο Άγκασι συνέχιζε να παίζει τένις και την επόμενη χρονιά (2004) κατέκτησε το Cincinnati Masters, τον 59ο τίτλο φτάνοντας τα 17 ATP Masters Series έχοντας κατακτήσει όλα τα ATP events στην καριέρα του, εκτός από του Αμβρούργο και του Μόντε Κάρλο.
Η αρχή του τέλους της μεγάλης καριέρας του Αγκάσι, είχε ξεκινήσει βλέποντας πως δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τους κατά πολύ νεώτερους, Φέντερερ, Ναδάλ και Φερέρο. Ωστόσο, το 2005 ο Άγκασι κατάφερε, με νύχια και με δόντια, να φθάσει στον τελικό του Αμερικανικού Open όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με τον “αρχοντα” των courts, Ρότζερ Φέντερερ. Τελικά ο Ελβετός, μετά από ένα σπουδαίο παιχνίδι, κατάφερε να νικήσει τον Αμερικανό και να κατακτήσει για 2η συνεχόμενη χρονιά το Αμερικανικό Open και τον 5ο του τελικό σε Grand Slam.
Το τέλος της χρονιάς, βρήκε τον Άγκασι να χάνει από τον Νικολάι Νταβιντένκο στο Masters Cup της Σανγκάι, έχοντας προηγουμένος έναν σοβαρό τραυματισμό στον αγκώνα που προήλθε από την ερασιτεχνική ενασχόλησή του με το μπειζμπολ. Τελικά, τερμάτισε στην 7η θέση της παγκόσμιας κατάταξης που αποτελεί ρεκόρ καθώς για 16 συνεχόμενα χρόνια βρισκόταν στην πρώτη 10αδα της σχετικής κατάταξης κάτι που είχε καταφέρει επίσης και ο Τζιμ Κόνορς.
Ήταν η χρονιά όπου έληξε και η 17ετή συνεργασία του Αντρέ Αγκάσι με την Nike με την Adidas να εκμεταλεύεται το γεγονός και να συνάπτει συνεργασία με τον 35χρονο, Αγκάσι.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΤΙΟ ΚΑΙ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ
Τα προβλήματα τραυματισμού που αντιμετώπιζε ο Άγκασι , ήταν σοβαρός λόγος για να ανακοινώσει την απόσυρσή του από το επαγγελματικό τένις το 2006. Νωρίτερα πάντως στη χρονιά, κατάφερε να αγωνιστεί στο τελευταίο του Grand Slam το Αμερικανικό Open μπροστά στο κοινό του που πραγματικά τον αποθέωσε. Αφού απέκλεισε τον Αντρέι Πάβελ, αντιμετώπισε τον Κύπριο, Μάρκο Παγδατή (Νο8) ο οποίος την περασμένη χρονιά είχε φτάσει στον τελικό του Αυστραλιανού Open και στα ημιτελικά του Wimbledon. Τελικά, ο Αμερικανός επικράτησε του Παγδατή ο οποίος εγκατέλειψε στο 5ο και τελευταίο σετ εξαιτίας ενός τραυματισμού.
Το τελευταίο του επαγγελματικό παιχνίδι έμελλε να είναι με τον Γερμανό, Μπένζαμιν Μπέκερ (Νο112) ο οποίος νίκησε τον Άγκασι 3-1. Το κοινό για οκτώ λεπτά αποθέωσε τον Άγκασι σε ένα συγκλονιστικό “standing ovation” που θα μείνει βαθιά χαραγμένο, όχι μόνο στη ψυχή του Αντρέ αλλά και σε όλους τους φιλάθλους του τένις που είχαν την τύχη να το παρακολουθήσουν.
Ο Άγκασι σε μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές στο παγκόσμιο τένις, μετά το τέλος του αγώνα δήλωσε με λυγμούς και δάκρυα στα μάτια του: ” Σας ευχαριστώ. Ο πίνακας λέει ότι έχασα σήμερα, μα αυτό που δεν μπορεί να πει ο πίνακας είναι τι βρήκα. Τα 21 αυτά χρόνια βρήκα πίστη. Σας είχα μαζί μου στα γήπεδα, σας είχα μαζί μου και στη ζωή. Βρήκα έμπνευση. Με βοηθήσατε να ανέβω κάποιες στιγμές που ήμουν “κάτω”. Με βοηθήσατε να πραγματοποιήσω κάποια όνειρα που χωρίς εσάς δεν θα μπορούσα ποτέ να επιτύχω. Σε αυτά τα 21 χρόνια, βρήκα εσάς και θα σας πάρω μαζί μου σαν μια γλυκιά ανάμνηση στο υπόλοιπο της ζωής μου. Σας ευχαριστώ…”
ΕΚΤΟΣ COURT
Η ζωή του Αντρέ Αγκάσι, εκτός γηπέδων ήταν τόσο “φουρτουνιασμένη”, εκκεντρική και πολυτάραχη όσο και εντός. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχε σχέση με την ηθοποιό Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, πριν παντρευτεί τελικά την νεώτερή της, Μπρουκ Σιλντς το 1997.
Δύο χρόνια αργότερα, ήρθε το διαζύγιο με τη γνωστή ηθοποιό και κατά τη διάρκεια του French Open το 1999, γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, την σπουδαία τενίστρια, Στέφι Γκραφ. Παντρεύτηκαν το 2001 και τον ίδιο χρόνο απέκτησαν έναν γιο, τον Γιάντεν και δύο χρόνια αργότερα μια κορούλα, την Γιαζ. Η οικογένεια Αγκάσι, ζει στο Λας Βέγκας, στην πόλη που εκτός των καζίνο, καυχιέται και για το γεγονός πως εκεί γεννήθηκε ένας μεγάλος αθλητής και άνθρωπος…. Ο “μέγιστος” Αντρέ Αγκάσι.
Grand Slam
- Australian Οpen 1995, 2000, 2002, 2003
- French Open 1999
- Wimbledon 1992
- US. Open 1994, 1999
Πηγή: Tennis 24