Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Κωνσταντόπουλου

«Βγες έξω και πήγαινε όσο μακριά θέλεις. Ποτέ μη φοβάσαι το νερό». Η μητέρα Καχαναμόκου, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τις περισσότερες μητέρες, που φοβούνται μην πνιγούν τα παιδιά τους στη θάλασσα, προέτρεπε τα δικά της να κολυμπούν, να συμφιλιωθούν με το νερό. Το «πυρ, γυνή και θάλασσα» δεν ίσχυε γι’ αυτήν. Ούτε για τον πατέρα, τον Χαλάπου Ντιουκ Καχαναμόκου. Το δημοτικό σχολείο του Γουαϊκίκι, στη Χονολουλού, βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την ακτή. Τι πιο φυσικό, τα παιδιά, μετά το μάθημα, να μπαίνουν στη θάλασσα; «Ο,τι κάναμε, ήταν συνέχεια, νερό, νερό, νερό. Η οικογένειά μου πιστεύει, ότι έχουμε έλθει από τον ωκεανό. Και εκεί θα γυρίσουμε», έλεγε ο Λούις, ένας από τους έξι γιους και από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειας. Από μία άποψη, λοιπόν, η μετέπειτα πορεία του Ντιουκ Παόα Καχίνου Μοκόε Χουλικοχόλα Καχαναμόκου ήταν προδιαγεγραμμένη.

Ο Χαβανέζος Αμερικανός, Ντιουκ Παόα Καχαναμόκου γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1890. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, προσπάθησε να πάρει τρία χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια στο ίδιο αγώνισμα.

Ο Καχαναμόκου δεν τα κατάφερε στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Τερμάτισε «μόλις» 2ος, πίσω από τον θρυλικό συμπατριώτη του, Τζόνι Βαϊσμίλερ (τον μετέπειτα Ταρζάν του κινηματογράφου) και μπροστά από τον αδελφό του, Σάμουελ Καχαναμόκου. Αλλά είχε, ήδη, γράψει με χρυσά γράμματα τ’ όνομά του στην ιστορία του αθλητισμού, έχοντας κατακτήσει την 1η θέση στα 100μ. ελεύθερο στους Ολυμπιακούς του 1912, στη Στοκχόλμη (Σουηδία) και σ’ εκείνους του 1920, στην Αμβέρσα (Βέλγιο), αλλά και αρκετά άλλα Ολυμπιακά μετάλλια. Ίσως, αν είχαν διεξαχθεί οι Ολυμπιακοί του 1916, που ματαιώθηκαν λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, να το είχε καταφέρει.

Το Ντιουκ δεν ήταν τίτλος. Ήταν όνομα, που πήρε πρώτα ο πατέρας του, που γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1869, προς τιμήν του δούκα του Εδιμβούργου, πρίγκιπα, Άλφρεντ, ο οποίος είχε επισκεφθεί τότε το νησί. Πολλές οικογένειες έδωσαν εκείνον τον καιρό στ’ αγόρια τους ως όνομα τον τίτλο (ντιουκ = δούκας). Έτσι, ο Παόα, ως πρωτότοκος, «κληρονόμησε» αυτό τ’ όνομα. Όταν ο Παόα κατέκτησε την παγκόσμια αναγνώριση μέσω των επιτυχιών του στους Ολυμπιακούς αγώνες, έγιναν προσπάθειες να συνδεθεί το Ντιουκ με βασιλική καταγωγή. «Ο πατέρας μου είναι αστυφύλακας», απαντούσε ο Καχαναμόκου.

Ο Ντιουκ βαπτίστηκε στον ωκεανό, σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση στο νησί. Όταν ήταν μικρό αγόρι, ο πατέρας του και ο θείος του τον πήγαν μ’ ένα κανό στ’ ανοικτά και τον πέταξαν πάνω σ’ ένα τεράστιο κύμα. «Έπρεπε να κολυμπήσεις. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Αυτό έκαναν οι παλιοί Χαβανέζοι», έλεγε αργότερα ο Ντιουκ.

Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ο Ντιουκ Παόα, θεωρήθηκε ως ο πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος του νερού. Ο ταχύτερος κολυμβητής του καιρού του και ο καλύτερος σέρφερ, το πρώτο πραγματικά διάσημο «αγόρι της ακτής», όπως τον χαρακτήρισε ο βιογράφος του, Γκρέιντι Τίμονς.

Στις 11 Αυγούστου του 1911, ο Καχαναμόκου, σε αγώνες στο θαλάσσιο νερό στο λιμάνι της Χονολουλού, κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στις 100 γιάρδες (91μ.) με 55.4, βελτιώνοντας το προηγούμενο κατά 4,6″. Επίσης κατέρριψε το ρεκόρ στις 220 γιάρδες και ισοφάρισε των 50. Όμως, η Ένωση Ερασιτεχνικού Αθλητισμού, δεν αναγνώρισε αυτές τις επιδόσεις, παρά έπειτα από πολλά χρόνια. Αρχικά, υποστήριξε, ότι οι κριτές δεν χρησιμοποίησαν χρονόμετρα, αλλά κοινά ρολόγια, έπειτα ότι τα κύματα του ωκεανού βοήθησαν τον Ντιουκ. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι το θαλασσινό νερό, λόγω της περιεκτικότητάς του σε αλάτι, βοηθάει τους κολυμβητές. Γι’ αυτό, εδώ και πολλά χρόνια, οι επιδόσεις αναγνωρίζονται μόνο αν επιτευχθούν σε γλυκό νερό.

Ο Καχαναμόκου πέθανε στις 22 Ιανουαρίου του 1968 από καρδιακή προσβολή. Για την ταφή του στη θάλασσα, μια μακριά σειρά πενθούντων, που συνοδεύονταν από τιμητική φρουρά 30 αστυφυλάκων, περπάτησε κατά μήκος της ακτής του Γουαϊκίκι. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, μια ομάδα παιδιών της ακτής, τραγούδησαν τραγούδια της Χαβάης, στα οποία περιλαμβανόταν και το «Αλόχα Οέ». Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στον ωκεανό. Μόνο εκεί θα έβρισκε γαλήνη η ψυχή του.

Θεωρείται ο «πατέρας» του σύγχρονου σέρφινγκ

Ο Ντιουκ Καχαναμόκου στην Ελλάδα δεν είναι πολύ γνωστός. Και αυτοί που έχουν ακούσει τ’ όνομά του τον ξέρουν λόγω των επιτυχιών του στην κολύμβηση. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν πως θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου σέρφινγκ; Το σέρφινγκ, μια σανίδα που γλιστράει στη θάλασσα, είναι πολύ διαδεδομένο στη Χαβάη. Με απίστευτη δεξιοτεχνία, οι σέρφερ στέκονται στη σανίδα πάνω σε θεόρατα κύματα.

Στην ακτή του Γουαϊκίκι, ο Καχαναμόκου ανέπτυξε τις ικανότητές του στην κολύμβηση και στο σέρφινγκ. Νέος ακόμη, προτιμούσε ένα παραδοσιακό σερφ, το οποίο αποκαλούσε «πάπα νούι», και ήταν κατασκευασμένο σύμφωνα με τον τρόπο του αρχαίου χαβανέζικου «όλο». Ήταν ξύλινο, είχε μήκος 4,8 μ. και βάρος 52 κ. Αργότερα, ο Ντιουκ χρησιμοποιούσε συχνά μικρότερα σκάφη, αλλά πάντα προτιμούσε τα κατασκευασμένα από ξύλο.

Ήταν ο άνθρωπος που πρώτος έκανε δημοφιλές το σέρφινγκ στην κυρίως Αμερική, το 1912, στη Νότια Καλιφόρνια. Ως ένδειξη της τεράστιας συμβολής του στην εξέλιξη του αθλήματος, μία από τις πρώτες σανίδες του, με τ’ όνομά του χαραγμένο στην πλώρη, εκτίθεται σε μουσείο της Χονολουλού.

Όσο ζούσε στη Νέα Καλιφόρνια, έπαιξε σε αρκετές ταινίες του Χόλιγουντ. Με τον τρόπο αυτόν, ήλθε σ’ επαφή με ανθρώπους που μπορούσαν να κάνουν πιο δημοφιλές το σπορ του σέρφινγκ. Ο Καχαναμόκου εργάστηκε ως ναυαγοσώστης. Στις 14 Ιουνίου του 1925, έσωσε οκτώ άνδρες στην ακτή Νιούπορτ της Καλιφόρνιας. Το ψαροκάικό τους «έπεσε» σε μεγάλα κύματα, ενώ προσπαθούσε να μπει στο λιμάνι. Είκοσι εννέα ψαράδες βρέθηκαν στο νερό και δεκαεπτά χάθηκαν στα βάθη της θάλασσας. Ο Ντιουκ, χρησιμοποιώντας τη σανίδα του, κατόρθωσε, με γρήγορες διαδρομές από την ακτή στη θάλασσα, να σώσει οκτώ ψαράδες. Δύο άλλοι σέρφερ διέσωσαν άλλους τέσσερις. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Νιούπορτ χαρακτήρισε τις προσπάθειες του Καχαναμόκου ως την «πιο υπεράνθρωπη πράξη διάσωσης με σερφ που έχει δει ο κόσμος».

Μεταξύ των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και μετά την ολοκλήρωση της ολυμπιακής του σταδιοδρομίας, ο Καχαναμόκου ταξίδευε σε διάφορες χώρες του κόσμου, κάνοντας κολυμβητικές επιδείξεις. Ήταν σε αυτή την περίοδο που έκανε δημοφιλές το άθλημα του σέρφινγκ, το οποίο πριν ήταν γνωστό μόνο στη Χαβάη. Στις επιδείξεις του, ενσωμάτωνε και επίδειξη στο σέρφινγκ. Η επίσκεψή του στο Σίδνεϊ, στις 23 Δεκεμβρίου του 1914 (μην ξεχνάτε ότι στο νότιο ημισφαίριο τότε είναι χειμώνας) θεωρείται ότι ήταν το γεγονός που συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη του σέρφινγκ στην Αυστραλία. Η σανίδα του Ντιουκ, κατασκευασμένη από ντόπιο πεύκο, φυλάσσεται στον τοπικό σύλλογο σέρφινγκ.

Δεν ήταν μόνο σπουδαίος κολυμβητής και περίφημος σέρφερ, ο Καχαναμόκου. Επαιζε και πόλο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932, μάλιστα, σε ηλικία… 42 ετών, αγωνίστηκε με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ.

«Δεν έχω δει χιόνι και δεν ξέρω τι σημαίνει χειμώνας. Δεν έχω κατέβει ποτέ έναν λόφο με παγωμένη βροχή, αλλά κάθε μέρα, πρωί και βράδυ, με τα κύματα να τινάζονται ψηλά, παίρνω το έλκηθρό μου (σ.σ.: τη σανίδα του σέρφινγκ), χωρίς δρομείς (σ.σ.: τα έλκηθρα του χιονιού συνήθως τα σέρνουν σκυλιά ή άλλα ζώα, ο Ντιουκ κάνει παρομοιώσεις) και κατεβαίνω στην ακτή για ν’ αντιμετωπίσω τα τεράστια κύματα στο Γουαϊκίκι. Πώς σου αρέσει να στέκεσαι όπως ένας Θεός, μπροστά στην κορυφή ενός τερατώδους κύματος, πάντα να κατεβαίνεις με τεράστια ταχύτητα προς τους πρόποδες ενός λόφου (σ.σ.: τη βάση του κύματος, το οποίο παρομοιάζει με λόφο) και ποτέ να μη φτάνεις στη βάση του και να έρχεσαι για μισό μίλι με τεράστια ταχύτητα, με χαριτωμένο τρόπο βεβαίως, έως ότου φθάσεις στην ακτή και βηματίσεις εύκολα από το κύμα στο ρεύμα», είχε πει κάποτε ο Ντιουκ…

Πηγή: Καθημερινή