Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Ο Κόμπε θα λείψει σε προσωπικό επίπεδο , μονάχα στους δικούς του – οι εκατομμύρια άνθρωποι που θρηνούν σήμερα, δεν τον ήξεραν και κατά πάσα βεβαιότητα δεν θα τον γνώριζαν ποτέ.
Κι ωστόσο το σοκ, το μούδιασμα που προκάλεσε παγκοσμίως η είδηση του θανάτου, συγκρίνεται με λίγα πράγματα που θυμάμαι. Τα πρώτα λεπτά που κυκλοφόρησε η είδηση, ο κόσμος ήρθε κοντά με έναν τρόπο πρωτοφανή.
Υπήρξαν αντίστοιχα παραδείγματα στο παρελθόν – απρόσμενοι θάνατοι με τεράστια επίδραση. Ο θάνατος του Σένα έρχεται στο μυαλό. Μόνο που τότε δεν είχαμε τα social media να μας ενώσουν σε ένα κοινό και ταυτόχρονο θρήνο. Μέσα στις αμέτρητες πρωτιές του βίου του, ο Κόμπε απέκτησε και μια τελευταία που διόλου δεν θα την ήθελε: έγινε ο πρώτος παγκόσμιος σούπερ σταρ που πεθαίνει πρόωρα και απρόσμενα στην εποχή των κοινωνικών δικτύων.
Η συντριπτική πλειονότητα του κοινού ενημερώθηκε για το δυστύχημα από την οθόνη του κινητού της. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά το ήξεραν σχεδόν όλοι. Και όχι απλώς το ήξεραν, αλλά μπορούσαν να εκφράσουν και τα συναισθήματά τους για αυτό. Και το έπραξαν. Το αποτέλεσμα ήταν πέρα ως πέρα συγκλονιστικό.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, σχεδόν ταυτόχρονα εκατομμύρια άνθρωποι, από τη μία άκρη της γης έως την άλλη, θυμηθήκαμε γιατί αγαπάμε τον αθλητισμό. Θυμηθήκαμε τις αμέτρητες φορές που με μια μπάλα στα χέρια κάναμε ό,τι και ο Κόμπε, όπως περιέγραψε στο περίφημο γράμμα του προς το μπάσκετ. Φανταστήκαμε δηλαδή ότι πρωταγωνιστούμε σε ένα μεγάλο παιχνίδι και παίρνουμε το τελευταίο σουτ: «5, 4, 3, 2,1…». Για εμάς, το όνομα που φέρναμε στο χείλη ήταν του Μάικλ, για την επόμενη γενιά του Κόμπε, για τα σημερινά παιδιά του Λεμπρόν ή του Στεφ, όμως το συναίσθημα παραμένει το ίδιο.
Θυμηθήκαμε την γνήσια χαρά του παιχνιδιού. Και θυμηθήκαμε την έξαψη εκείνων των χρόνων, την βιασύνη για το αύριο, την προσμονή μιας ζωής γεμάτης με μεγάλες στιγμές. Μια ζωή στην οποία όλα είναι δυνατά και εμείς θα είμαστε οι λαμπεροί πρωταγωνιστές της!
Τούτο το συναίσθημα ανέσυρε σε μαζική κλίμακα ο χαμός του Κόμπε. Εκεί και όχι τόσο στο αναμφισβήτητο αθλητικό του μεγαλείο οφείλεται εν πολλοίς το παράξενο κυριακάτικο φαινόμενο που ζήσαμε όλοι μαζί: μια είδηση που εμφανίστηκε ξαφνικά σε εκατομμύρια μικρές οθόνες high definition , μετατράπηκε σε ένα πρωτοφανές ρίγος στην παγκόσμια σπονδυλική στήλη και μετά σε επιφώνημα θλίψης το οποίο ακούστηκε σε ολόκληρη την υφήλιο, πριν επιστρέψει ξανά, με την μορφή εκατομμυρίων λέξεων, γλυκών, ειλικρινών, συγκινητικών, στις ίδιες οθόνες από όπου ξεκίνησε.
Οι περισσότεροι, βεβαίως, δεν ζήσαμε την ζωή του πρωταγωνιστή που ονειρευτήκαμε. Ζήσαμε και ζούμε μια άλλη. Με ανθρώπους που αγαπάμε γύρω μας, εφόσον είμαστε τυχεροί. Ανθρώπους που την νύχτα της Κυριακής, τους κοιτάξαμε με λίγη περισσότερη αγάπη και λίγη περισσότερη αγωνία – μάλλον υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας ότι δεν θα ξανακαυγαδίσουμε για μικρά πράγματα και δεν θα χαλάμε το κέφι μας πια με ανοησίες – όταν όλα μπορούν να χαθούν σε ένα δευτερόλεπτο, δεν υπάρχει χρόνος για την ενστικτώδη μικροπρέπεια μιας συνηθισμένης καθημερινότητας, σωστά; Σωστά. Μετά κοιμηθήκαμε και ξυπνήσαμε και βάλαμε τις φωνές γιατί κάποιος στο σπίτι κατανάλωσε όλο το ζεστό νερό και «πώς θα κάνω ντους πριν πάω στη δουλειά σήμερα»; Έτσι πάνε αυτά. Η Δευτέρα ανήκει πάντα στα προβλήματά της. Και στην κακία που ήδη έχει επιστρέψει δριμύτερη στους «τοίχους» μας.
Η Κυριακή όμως άνηκε στον Κόμπε. Ο οποίος, κόντρα στην συνήθη ασχήμια και τον κανιβαλισμό της εποχής, κόντρα στην χολή των haters την οποία ουκ ολίγες φορές δοκίμασε όταν ήταν ενεργεία και εν ζωή, κόντρα στον φθόνο και το μίσος που κατακλύζουν καθημερινά τα timeline μας, μας ένωσε, έστω και για λίγο, στο ίδιο γήπεδο – το παντοτινό γήπεδο των παιδικών μας χρόνων. Ήταν ένα στενάχωρο αλλά και παράδοξα όμορφο κυριακάτικο βράδυ. Ένας μικρός, σύντομος θρίαμβος της ανθρωπιάς στο συνήθως σκληρό πλαίσιο της κοινωνικής δικτύωσης.
Και ήταν, δυστυχώς, ο τελευταίος θρίαμβος του Κόμπε Μπράιντ.
Πηγή: Sport DNA
















