Επιλογή Σελίδας

Του Γιώργου Καραμάνου

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2005. Επιβλητικός, αγέρωχος, όπως πάντα με σκληρή όψη, δίχως κανέναν μορφασμό. Σχεδόν παγωμένος.

Το Signal Iduna Park έχει κατακλυστεί από έναν περίεργο ήχο. Είναι ιαχές πιθήκων. Οι οπαδοί της Ντόρτμουντ κάνουν πράξη αυτό που οι αντίπαλοί του ψιθυρίζουν ή ουρλιάζουν εδώ και χρόνια.

Ένα κίτρινο μακρόστενο φρούτο προσγειώνεται στα πόδια του. Είναι ο πρώτος λευκός που του πετούν μπανάνα. Την πιάνει και χαλαρά την αφήνει εκτός γηπέδου.

Δεν θυμώνει, δεν χαμογελάει, επιβεβαιώνοντας την κακόβουλη θεωρία της εποχής: ότι είναι ψυχρόαιμο ον, το οποίο, στην περίφημη κλίμακα της μεταμόρφωσης του πιθήκου σε άνθρωπο, έχει χάσει ένα κομμάτι της εξέλιξης…

Διπλωμάτης, πολιτικός, ιστορικός, ανθρωπιστής και συγγραφέας της περιόδου της Αναγέννησης, ο Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) υπήρξε η μυθική μορφή που αποφάσισε να τακτοποιήσει σε μία πολιτική θεωρία όλο το αμοραλιστικό και δημώδες περιεχόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτό που θα έμενε σκληρά αποτυπωμένο στην ιστορία ως «Μακιαβελισμός»

Επιτρέπεται η άρση κάθε ηθικού φραγμού, η μηχανορραφία και η δολοπλοκία για την επίτευξη προσωπικών στόχων, ακόμα και άνομων, στα πλαίσια των ρυθμιστικών κανόνων μιας κοινωνικής ομάδας ή οποιασδήποτε μορφής κοινότητας. Κυρίως όμως επιτρέπεται το «σκοπός αγιάζει τα μέσα» μέσω του φόβου. Με τη στενή του έννοια, η κυβέρνηση ή άλλοτε ο ηγεμόνας μίας χώρας, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μεταχειρίζεται οποιοδήποτε μέσο, ηθικά ορθό ή μη, προκειμένου να προστατεύσει το κράτος του.

Τον Όλιβερ Καν ενίοτε οι συμπαίκτες του τον κοιτούσαν με περίσκεψη, η οποία άγγιζε τον σνομπισμό και την απορία. Πάντοτε όμως τον κοιτούσαν κρυφά, φοβισμένα.

«Κάθε φορά στις συγκεντρώσεις της ομάδας, κάθε φορά στις προετοιμασίες, άπαντες έπαιζαν playstation ή χαρτιά μεταξύ τους και ήξερα ότι με συζητούσαν περίεργα. Προσωπικά, προτιμούσα να απομονώνομαι και να διαβάζω». Ποιος όμως άραγε θα μπορούσε να ταιριάζει αυτήν τη φολκλόρ φυσιογνωμία με τα έργα της κλασικής φιλοσοφίας;

«Αγαπημένο βιβλίο μου είναι ο “Ηγεμόνας” του Μακιαβέλι. Επειδή εκεί το πρώτο μέλημα είναι να ελεγχθεί η τύχη και από εκεί και πέρα να παραχθεί έργο. Αυτό ακριβώς δηλαδή που έχω κι εγώ ως κινητήρια δύναμη μέσα μου. Επίσης, μιλάει για τον ηγέτη. Αυτό δηλαδή που υπήρξα εγώ στο γήπεδο. Και έναν ηγέτη πρέπει να τον φοβούνται και να τον αγαπούν. Αν δεν γίνεται και τα δύο, τότε καλύτερα μόνο να τον φοβούνται. Και μάλλον με εμένα συνέβη ακριβώς αυτό. Αν και πήρα και λίγη αγάπη. Αγάπη με έναν διαφορετικό τρόπο. Έτσι δεν είναι;»

Η φανέλα του λετονικού πεπρωμένου

Στις θεωρίες για το τι είναι αυτό το διαολεμένο πράγμα που ονομάζεται «πεπρωμένο», οι περισσότεροι θα ισχυριστούν πως… είναι το καθορισμένο από τη μοίρα, το προδιαγεγραμμένο, αυτό που κατευθύνει  την ανθρώπινη ζωή, δίχως ο άνθρωπος να είναι σε θέση να αντιδράσει. Γιατί η μοίρα είναι εκείνη που έχει καθορίσει το μέλλον και την εξέλιξή του.

Κάποιοι άλλοι είναι πεπεισμένοι πως μοίρα θεωρείται η υπερφυσική εκείνη δύναμη-υπερθεότητα που διαμοιράζει στον κόσμο τα καλά και τα κακά, ενώ το πεπρωμένο επαγρυπνεί για να τηρούνται αυστηρά  όλα όσα προδιεγράφηκαν από τη… μοιραία μοίρα. Συνεπώς, κατ’ αυτούς, το πεπρωμένο είναι, κατά κάποιον τρόπο, το επιγέννημα αυτού που ονομάζεται μοίρα. Και για όλ’ αυτά είχε φροντίσει ο καλός παππούλης, Ρολφ Καν.

Πριν όμως ο φόβος αρχίσει να γεμίζει τα μέτρα της περιοχής του Καν, τα πάντα φάνταζαν προδιαγεγραμμένα. Τι κι αν ο μπαμπάς, επίσης Ρολφ, ο οποίος μεσουρανούσε στην Καρλσρούη των ’60s, τον πήρε το 1975, όταν ο μπόμπιρας ήταν μόλις έξι ετών, και τον έριξε στην επίθεση. «Ο πατέρας μου με ονειρευόταν υπερσκόρερ. Μέχρι που έφυγε από τη ζωή, πάντα το έλεγε μεταξύ σοβαρού κι αστείου: “Εσύ θα γινόσουν καλύτερος και από τον Γκερτ Μίλερ”. Ας όψεται όμως ο παππούς. Εκείνος ήταν που τα άλλαξε όλα».

Τρία χρόνια αργότερα, στα εννιά του, ο Όλιβερ είδε τον γηραιότερο άνδρα της οικογένειας να του κάνει το πλέον διαδραστικό δώρο της ζωής του. Μία φανέλα τερματοφύλακα με το όνομα του Ζεπ Μάγιερ στην πλάτη.

«Όταν ο παππούς σού κάνει ένα τέτοιο δώρο, ξέρεις ότι αυτό είναι που πρέπει να ακολουθήσεις. Έτσι απλά συνέβη. Δεν είναι ότι το έκανα όμως συνειδητά. Μου ζήτησε εκείνος να δοκιμάσω και θυμάμαι ότι σκέφτηκα “Ok, ας του κάνω για λίγο τη χάρη”. Έκτοτε δεν έβγαλα ποτέ ξανά τα γάντια…».

Ο παππούς ήξερε. Έβλεπε καλύτερα από τον πατέρα. Τερματοφύλακας και ο ίδιος σε μικρές ομάδες των γερμανικών κτήσεων στη Βαλτική, στη Ρίγα της Λετονίας, με τη γιαγιά να είναι βέρα Λετονή, μπήκαν σε μία βάρκα, διέσχισαν τον ποταμό Νέμαν και έτρεξαν να ξεφύγουν από την οργή του Κόκκινου Στρατού που επήλαυνε για τη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εγγονός μεταναστών και κατά τα 3/4 Γερμανός, ο Όλιβερ δυσκολεύτηκε να δεχτεί την αποδοχή των παιδιών της περιοχής του. Τότε ήταν η πρώτη φορά που χρειάστηκε να επιβληθεί με τη δύναμη: «Η πρώτη στιγμή που κατάλαβα ότι ο Καλιγούλας (12-41 μ.Χ., Ρωμαίος Αυτοκράτορας) είχε δίκιο που ισχυριζόταν το διαβόητο “Ας με μισούν, αρκεί να με φοβούνται” ήταν στο νηπιαγωγείο. Έκτοτε αυτή η φράση με συνόδευσε στα πάντα»!

Μπουσουλώντας στην Καρλσρούη

Το 1988 είχε φτάσει η ώρα. Μία τιμωρία του keeper Αλεξάντερ Φάμουλα τον οδήγησε στην 11άδα των μεγάλων. Μόνο που το ντεμπούτο κάθε άλλο παρά ονειρικό υπήρξε. Ο ξανθός 19χρονος δέχτηκε τέσσερα γκολ από την Κολωνία, αποσπώντας άκρως αρνητικές κριτικές.

Θα ακολουθούσε ένα 2-0 από τη Βέρντερ Βρέμης, το οποίο θα τον επανέφερε στον πάγκο με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν τα είχε πάει καλά. Όφειλε να περιμένει δύο ακόμα σεζόν για να του δοθεί η άδεια να επιστρέψει ως βασικός. Μόνο που από τη σεζόν 1990-1991 εκείνος θα έδινε το παρασύνθημα για κάτι σημαντικό.

Αν και ανάμεσα στα 16 ιδρυτικά clubs της Bundesliga (1963), η Καρλσρούη είχε εξελιχτεί στο απόλυτο ασανσέρ. Ωστόσο, την τριετία 1991-1994 με τον Καν στο «Νο1» τερμάτισε διαδοχικά 8η, 6η, 6η. Ό,τι καλύτερο της είχε συμβεί μέσα σε μία 15ετία.

Η μεγάλη αναγνώριση όμως θα ερχόταν στην Ευρώπη. Στο Κύπελλο UEFA του 1993-1994, μετά τον αποκλεισμό της Φέγενορντ, βρέθηκε με ήττα 3-0 στη Βαλένθια.

Στη ρεβάνς όμως εκείνος και η παρέα του βάλθηκαν να στήσουν το «Θαύμα του Wildpark», διαλύοντας 7-0 τις «Νυχτερίδες».

Επόμενο θύμα η Μπορντό του νεαρού Ζινεντίν Ζιντάν, για να έρθει ο αποκλεισμός στα ημιτελικά από τη Ζάλτσμπουργκ.

Η “ελαφριά” φανέλα της Μπάγερν

Τα πέντε clean sheets του στη διοργάνωση έκαναν τον Ούλι Χένες να μην το σκεφτεί δεύτερη φορά. «Έκανα προπόνηση, όταν με φώναξε ο Αντιπρόεδρος στο γραφείο του. Μου έδωσε το τηλέφωνο, δίχως να μου εξηγήσει το οτιδήποτε. Στην άλλη άκρη βρισκόταν εκείνος. Ο Ούλι απλά με ρώτησε: “Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου με τη φανέλα της Μπάγερν ή θα σου πέσει βαριά;”. Και η απάντηση όμως ήταν εξίσου απλοϊκή και σταράτη: “Ναι, κύριε Χένες, μπορώ να με φανταστώ πρωταθλητή!”».

«Πολλοί παίκτες της Καρλσρούης είχαν ακολουθήσει το ίδιο δρομολόγιο. Ελάχιστοι όμως έμειναν για καιρό στη Βαυαρία. Λίγο πριν από μένα είχε προηγηθεί ο Μεμέτ Σολ. Τότε είπα στον εαυτό μου: “Νομίζεις ότι είσαι καλός; Δεν είσαι τίποτα ακόμη. Εκεί θα το αποδείξεις”. Μόνο που στην πρώτη προπόνηση μού κόπηκαν τα πόδια. Όταν βγήκα στο γήπεδο, με περίμενε ο προπονητής τερματοφυλάκων. Το ίνδαλμά μου.

Ο Ζεπ Μάγιερ στεκόταν εκεί, με το αυστηρό βλέμμα και την επιβλητική κορμοστασιά. Ό,τι μου έλεγε το έκανα λάθος. Το μυαλό μου γυρόφερνε διαρκώς τα λόγια του παππού κι εκείνο το δώρο που μου είχε κάνει με το όνομα του Μάγιερ στην πλάτη. “Κάποια μέρα θα τον φτάσεις. Ίσως και να τον ξεπεράσεις”. Και ξαφνικά ήμασταν εκεί, μαζί, για να με βοηθήσει να γράψω τις δικές μου σελίδες στον μύθο»!

Μόνο που τα πράγματα δεν ξεκίνησαν ευνοϊκά στο Ολυμπιακό Στάδιο. Μία ρήξη χιαστών τον άφησε εκτός σχεδόν όλο το 1994-1995. Χρειάστηκε να έρθει η τρίτη χρονιά του στο club για να φτάσει και η πρώτη μεγάλη χαρά, ο τίτλος του 1996-1997.

Οι δικές του επεμβάσεις στην προτελευταία αγωνιστική κόντρα στη Στουτγκάρδη χάρισαν τη 13η «Σαλατιέρα» της Μπάγερν και τη γερμανική καταξίωση στον κόουτς Τζοβάνι Τραπατόνι, με τον Καν να υπόσχεται ότι εκείνο θα ήταν το ξεκίνημα του θρύλου του:

«Τα πράγματα μπορεί να μην δούλεψαν σωστά στην αρχή. Από το ξεκίνημα της καριέρας μου ένιωθα ότι όλα θα πρέπει να τα πετύχω με μεγάλο μόχθο. Υπήρξαν αρκετές στιγμές που σκέφτηκα να το παρατήσω. Ότι δεν θα ήμουν ποτέ τόσο καλός όσο θα ήθελα. Ότι αυτό ήταν μεγαλύτερο από εμένα. Εκείνο όμως που κράτησε ήταν ένα όραμα που είχα πάντοτε, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Ότι με σκληρή δουλειά θα μπορούσα να γίνω ο καλύτερος στον κόσμο. Και μετά από αυτό το Πρωτάθλημα, αισθάνομαι ότι μπορώ να γίνω ακριβώς αυτό. Ο Νο1 με το “Νο1” στην πλάτη»!

Από το πιο τρελό σοκ στην πιο μεγάλη αγκαλιά

Εκείνες οι δηλώσεις έμελλε να καταστούν προφητικές. Οκτώ Πρωταθλήματα, έξι Κύπελλα, πέντε League Cup, ένα Κύπελλο UEFA που είχε προηγηθεί (1996) και κάποιες ατομικές διακρίσεις θα έκλειναν τον 20ό αιώνα και θα τον έβαζαν στη νέα 100ετία ως κορυφαίο του κόσμου. Ένα φινάλε όμως που θα του άφηνε και τη μία από τις δύο μεγαλύτερες πικρίες της καριέρας του. Ο χαμένος Τελικός του Champions League στο Camp Nou.

«Εκείνο το φινάλε το έχω παίξει άπειρες φορές σε λούπα στο κεφάλι μου. Για τουλάχιστον δύο χρόνια δεν μπορούσα να δώσω καμία λογική εξήγηση σε αυτό που επιτρέψαμε να μας κάνει η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τώρα ξέρω. Απλώς πιστέψαμε ότι είχε τελειώσει. Εμείς φταίξαμε, εμείς ήμασταν και που κλάψαμε στο τέλος. Την επόμενη διετία όμως σκυλιάσαμε, όσο ποτέ ξανά. Ώσπου το 2001 πήραμε τη ρεβάνς. Όχι από κάποιον αντίπαλο, μα από τους εαυτούς μας. Πλέον μπορούσαμε να επιτρέψουμε στην ποδοσφαιρική ψυχή μας να αναπαυτεί, να ηρεμήσει, να απολαύσει όσα άξιζε».

Στο San Siro απέναντι στη Βαλένθια όρθωσε το ανάστημά του στα πέναλτι των Ζάχοβιτς, Καρμπόνι, Πελεγκρίνο και επανέφερε την Μπάγερν στον ευρωπαϊκό θρόνο έπειτα από 25 χρόνια.

Και ήταν η στιγμή που, ενώ οι συμπαίκτες του πανηγύριζαν σαν τρελοί, εκείνος θα έβγαζε για πρώτη φορά μία ευαισθησία, θα φανέρωνε το εσωτερικό μεγαλείο του. Ο Σαντιάγο Κανιθάρες βρισκόταν γονατιστός με το πρόσωπο στο χορτάρι και ο Καν είχε σκύψει, χαϊδεύοντας το κεφάλι του.

«Μπορούσα να τον κατανοήσω πλήρως. Είχε αποκρούσει δύο πέναλτι, αλλά παρόλ’ αυτά ήταν ηττημένος. Ένιωσα ότι πρέπει να τρέξω κοντά του».

Αυτός που κάνει τα περισσότερα, κάνει τα περισσότερα λάθη

Για τον αρχαίο τραγικό Ευριπίδη τα δεδομένα όσον αφορά σε εκείνους που κάνουν λάθη ήταν απλά. «Τα κάνουν εκείνοι που προσπαθούν περισσότερο». Και σε εκείνο το Μουντιάλ της Ασίας (2002) κανείς δεν προσπάθησε περισσότερο από τον Όλιβερ Καν. Ήταν μάλιστα τόσο καταλυτική η παρουσία του στα γήπεδα της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, ώστε η FIFA να του δώσει το βραβείο του MVP, ξεπερνώντας ακόμα και την εμφατική επιστροφή του Ρονάλντο στα τερέν και στην κούπα για τη Βραζιλία.

Μόνο που ο αχόρταγος μακιαβελικός ηγέτης δεν ήταν ευτυχισμένος που εκείνη η διόλου ισχυρή Γερμανία είχε ξεπεράσει τις ικανότητές της. Το πρώτο γκολ που δέχτηκε δεν θα το ξεχνούσε ποτέ και δεν θα κατάφερνε να συγχωρέσει τον εαυτό του: «Εκείνο το γκελάκι στο σουτ του Ριβάλντο. Όσες φορές και αν το δω, δεν βγάζει νόημα πώς το έκανα. Έχασα την μπάλα στην πιο εύκολη φάση. Ξέρω ότι, εάν δεν το έτρωγα τότε, δεν θα το έτρωγα ποτέ».

Το παγκόσμιο ποδόσφαιρο ωστόσο όχι μόνο τον συγχώρεσε αλλά τον επιβράβευσε κιόλας. Του έδωσε τα πάντα από τις μουντιαλικές διακρίσεις και τον έχρισε 3ο κορυφαίο στην Χρυσή Μπάλα, κάτι που είχε συμβεί και την αμέσως προηγούμενη χρονιά.

Κάπου εκεί θα ολοκληρωνόταν μία φανταστική τετραετία, κατά την οποία θα ψηφιζόταν διαδοχικά καλύτερος πορτιέρο στον κόσμο. Κάπως άρχισε να βαραίνει και στο Μουντιάλ της πατρίδας του (2006) είδε τον αντίζηλό του, Γενς Λέμαν, να του παίρνει τη θέση.

Είχε φτάσει η ώρα για τη δεύτερη κατάθεση αλτρουισμού. Στα πέναλτι με την Αργεντινή στα προημιτελικά, πλησίασε στο αφτί του Λέμαν, του ψιθύρισε συμβουλές και εμψύχωση, τον πήρε μία αληθινή αγκαλιά κι εκείνος του το ανταπέδωσε με δύο αποκρούσεις πρόκρισης.

Το γκολ που δεν έβαλε ποτέ

Δύο χρόνια αργότερα θα έφτανε η στιγμή του μεγάλου αντίο. Ενός αποχαιρετισμού με αμέτρητα clean sheets (209 μόνο στη Bundesliga), αλλά που δεν περιελάμβανε κανένα δικό του γκολ. Τρεις ήταν οι φορές που το άγγιξε. «Διάολε, πόσο πολύ ήθελα να έχω βάλει ένα γκολ. Έστω ένα, να δικαιώσω τον πατέρα μου που έλεγε ότι θα ήμουν φοβερός επιθετικός. Πατέρα, τελικά μάλλον δεν θα ήμουν και τόσο», μονολογούσε χαμογελώντας σε κάποια από τις πάμπολλες τελετές αποχαιρετισμού στα όπλα.

Το 2001 κόντρα στη Χάνσα Ρόστοκ βρήκε δίχτυα μετά από κόρνερ. Το έκανε όμως με τα χέρια και αποβλήθηκε με δεύτερη κίτρινη. «Νόμιζα ότι επιτρέπεται στους τερματοφύλακες να χρησιμοποιούν χέρια σε κάθε περιοχή», αστειεύτηκε σε μία σπάνια στιγμή δικού του χιούμορ. Τον επόμενο χρόνο στήθηκε στο πέναλτι, αλλά ο Τόμισλαβ Πίπλιτσα της Κότμπους έπαιξε με το μυαλό του γυρνώντας του πλάτη και τον νίκησε. Η τρίτη και φαρμακερή στιγμή ήταν όμως η πιο τρελή, δείγμα της μούρλας και της αυτοπεποίθησης που τον διακατείχαν πάντα. Για καλή του τύχη, του την αρνήθηκαν.

Μάιος του 2001, τελευταία αγωνιστική και στη Μπάγερν αρκεί η ισοπαλία για να πάρει τον τίτλο. Ωστόσο, το Αμβούργο της κάνει το 1-0 στο 90′. Όλα δείχνουν ότι η Σάλκε αγκαλιάζει το Πρωτάθλημα και οι Βαυαροί τρέχουν για το ένα γκολ. Στο 90’+4′ κερδίζουν φάουλ σε καλό σημείο.

Τότε ο Καν διασχίζει δαιμονισμένα το γήπεδο. «Όλοι στην άκρη. Εγώ θα το εκτελέσω», ουρλιάζει, αλλά ο εξίσου μακιαβελικός Στέφαν Έφενμπεργκ τον βάζει στη θέση του με μία αυταρχική απάντηση που δεν έχει ξαναπάρει ποτέ ο ηγέτης: «Είσαι τρελός; Φύγε από εδώ τώρα!».

Ο τελευταίος απλώς πατάει την μπάλα και ο Πάτρικ Άντερσον με μία βολίδα κάνει το 1-1, δίνει στην ομάδα του την κούπα και κερδίζει μία θέση στην αιωνιότητα.

Ο «Τιτάνας» και ο «Πίθηκος»

Για τους φίλους υπήρξε «Der Titan» («O Τιτάνας»). Για τους αντιπάλους «Der Affe» («Ο Πίθηκος»).

Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη ιδιότητά του ήταν εκείνη που πραγματικά τον χαρακτήριζε. Τα δάκτυλα των δύο χεριών δεν επαρκούν ώστε να καταμετρηθούν οι φορές που έκανε συμπαίκτες και αντιπάλους να τα “κάνουν πάνω τους”.

Το άρπαγμα στον λαιμό του Χάικο Χέρλικ και η καρατιά στον Στεφάν Σαπουιζά έκαναν τους οπαδούς της Ντόρτμουντ να τον μισήσουν. Η μύτη του Μίροσλαβ Κλόζε (Βέρντερ Βρέμης) ακόμη πρέπει να πονάει, όπως και ο αυχένας του Τόμας Μπρντάριτς (Λεβερκούζεν).

Οι Σάμι Κουφούρ, Αντρέας Χέρτζογκ έχουν παραδεχτεί ότι τον έτρεμαν στα αποδυτήρια, ενώ ο κολλητός του, Μεμέτ Σολ, υπήρξε ο πιο παραστατικός και ειλικρινής όλων: «Δύο πράγματα έχω φοβηθεί στη ζωή μου, τον πόλεμο και τον Καν»!

Γυναίκες, Θεοί και Δαίμονες

Ο ίδιος βέβαια δεν φοβήθηκε ποτέ και κανέναν. Ούτε καν τη σύζυγό του, ούτε τις παρενέργειες ενός σκανδάλου που κλόνισε το γερμανικό ποδόσφαιρο στις αρχές του 21ου αιώνα. Με τη Βερένα Κερτ είχαν δημιουργήσει ένα μοντέλο που οι συμπατριώτες τους θεωρούσαν το δικό τους “Μπέκαμ-Spice girl”. Φορούσαν περίεργα, ταιριαστά και φανταχτερά ρούχα, πήγαιναν σε μεγάλα events και ήταν ό,τι πιο ιδιαίτερο στο star system της χώρας. Μαζί είχαν ένα παιδί και τότε (2003) ήταν που φάνηκε όλος ο κυνισμός του Καν.

Ο πορτιέρο της Μπάγερν έγινε γνωστό ότι απατούσε τη γυναίκα του, η οποία μάλιστα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Το συγκλονιστικότερο δείγμα της απάθειάς του όμως ήταν πως, ενώ κυκλοφορούσαν οι φήμες και οι παπαράτσι είχαν ανακαλύψει το σπίτι της 21χρονης που είχε ερωτευθεί, εκείνος δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πηγαίνει και να κοιμάται μαζί της.

Ακόμα πιο σοκαριστικές ήταν οι δηλώσεις του λίγο καιρό αργότερα:

«Έχω ανάγκη ορισμένες ελευθερίες. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή είναι πολύ δύσκολη. Βρίσκεται διαρκώς στον δρόμο και κάτι τέτοιο δεν γίνεται να ωφελήσει έναν γάμο».

Ήταν μία δήλωση που ισοπέδωσε το προφίλ που είχε χτίσει μέχρι τότε. Το προφίλ ενός φολκλόρ οικογενειάρχη, ο οποίος φωτογραφιζόταν για περιοδικά παίζοντας με την κορούλα του στην πισίνα και που αποτελούσε την επιτομή του εργατικού, προσηλωμένου πλήρως στον σκοπό, γερμανικού μοντέλου. Έκτοτε, ακολούθησε το χάος. Χώρισε την πιτσιρίκα, έμπλεξε ξανά με τη Βερένα, για να χωρίσουν πάλι κι εκείνος να παντρευτεί κάποια άλλη και να κάνει τρίτο παιδί.

Ο «πίθηκος» που έγινε CEO και οδηγεί την εξέλιξη

Πλέον είναι φρόνιμος. Έχοντας ξεκινήσει την έκτη δεκαετία της ζωή του, διαδίδει πως βλέπει τη ζωή και το παιχνίδι διαφορετικά. Αφού για τρεις διαδοχικές χρονιές ψηφίστηκε κορυφαίος pundit στα ματς του Champions League για το κανάλι «ZDF», πήρε και δίπλωμα προπονητικής, αλλά… «Πφφφφ, εγώ στην άκρη του πάγκου; Ούτε καν μπορώ να με φανταστώ. Άλλωστε θα είχα πολλά νεύρα. Με φαντάζεστε εσείς»;

Ακολούθησε η διάθεση για marketing. Αρχικά πήρε MBA στο General Management, για να ακολουθήσουν σοβαρές πανεπιστημιακές σπουδές στο Harvard και το Stanford. Κάπως έτσι απέκτησε και τυπικά τα εφόδια για το πιο σπουδαίο που θα ακολουθούσε.

Το καλοκαίρι του 2021 διαδέχτηκε τον θρυλικό Καρλ-Χάιντς Ρουμενίγκε στη θέση του CEO της Μπάγερν και άπαντες μιλούν για τον σωστά καταρτισμένο παράγοντα που θα την οδηγήσει στην επόμενη μέρα.

«Αθλητικά, είμαστε οι καλύτεροι σε πολλούς τομείς. Οικονομικά, μέχρι τώρα η Μπάγερν μπορούσε πάντα να αξιοποιεί πλήρως τους πόρους της. Τώρα, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, έχουμε μία κατάσταση που αυτό δεν ισχύει πλέον. Γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε δημιουργικοί και να εξερευνήσουμε νέους δρόμους. Αυτό είναι το καθήκον μας, γιατί θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε μεταξύ των τριών κορυφαίων στην Ευρώπη.

Οι αγγλικοί σύλλογοι που καθοδηγούνται από επενδυτές ειδικότερα έχουν τεράστια οικονομική επιρροή. Ωστόσο, πάντα καταφέρναμε να αντισταθμίσουμε αυτό το ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Δουλεύουμε πάνω σε αυτό με ό,τι έχουμε, γιατί είμαστε η Μπάγερν. Αυτό που μας διακρίνει από όλους είναι ότι είχαμε πάντα μία πολύ δυνατή κοινότητα και μια πολύ ισχυρή κουλτούρα επιτυχίας εδώ. Εδώ έχουμε την απόλυτη νοοτροπία νικητή. Εδώ διδάσκουμε πώς να κατακτούνται οι τίτλοι. Και αυτό είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμά μας. Και ο ρόλος μου είναι να εξασφαλίσω πως αυτό θα συνεχίσει να ισχύει για το παρόν και το μέλλον του συλλόγου».

Ο Λύκος κι αν εγέρασε…

«Μου πήρε καιρό να συνειδητοποιήσω ότι το ποδόσφαιρο είναι απλώς ένα παιχνίδι που πρέπει να απολαμβάνουμε. Που υποτίθεται ότι είναι κάτι για πλάκα. Ίσως να ήταν καλύτερα, εάν αυτό το είχα καταλάβει πιο νέος»! Όσο όμως και να διαφημίζει την επερχόμενη σοφία του γήρατος, ο Όλιβερ Καν δεν μπορεί να ξεγελάσει κανέναν.

Συνιδρυτής σε δύο ιδρύματα που βοηθούν ορφανά παιδιά να βρουν τον δρόμο τους μέσω του αθλητισμού, βρέθηκε πριν δύο χρόνια σε ένα φιλικό μαζί τους. Απέναντί του στήθηκαν εννιάχρονοι μπόμπιρες. Κι εκείνος απλώς απέκρουσε όλα τους τα πέναλτι, μην επιτρέποντας σε κανένα παιδί να χαρεί.

Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα κακό. Ο Γερμανός legend παραμένει πιστός στο μυστικό της διαχρονικής επιτυχίας του. Και ο Νικολό Μακιαβέλι θα μπορούσε να είναι υπερήφανος που το έργο του εξακολουθεί στο πρόσωπό του να βρίσκει την εφαρμογή του στο ποδόσφαιρο. Άλλωστε, όπως περιέγραψε κοντά 600 χρόνια πριν, «ο Ηγεμόνας θα πρέπει να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις ενστικτώδεις συμπεριφορές, προκειμένου να κυβερνήσει. Ένας ηγέτης οφείλει να ξέρει πότε να δρα ως θηρίο και πότε ως άνθρωπος».

Και ο Όλιβερ Καν ήταν, είναι και θα παραμείνει το απόλυτο θηρίο…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This