Εγώ δεν ήμουν στην Πορτογαλία – το λέω γιατί πλησιάζοντας προς την συμπλήρωση είκοσι χρόνων από την κατάκτηση του Euro από την Εθνική Ελλάδος άκουγα πάρα πολλούς γνωστούς μου να ισχυρίζονται πως ήταν στο Στάδιο Ντα Λούζ την βραδιά που ο Θοδωρής Ζαγοράκης σήκωσε το τρόπαιο ενώ γνωρίζω πως δεν ήταν. Με μέτριους υπολογισμούς όσοι ήταν εκεί κατά δήλωσή τους υπολογίζονται σε περίπου 5 εκατομμύρια! Οποιος λέει το αθώο αυτό ψέμα εκφράζει απλά την θέλησή του να ήταν εκεί – είναι κατανοητό. Εγώ και να μπορούσα να ήμουν ωστόσο (που δεν μπορούσα γιατί έκανα τότε τις εκπομπές για το Euro στην ΕΡΤ) θα προτιμούσα να μην ήμουν και να ήμουν όπου ήμουν δηλαδή στην Αθήνα. Που σου έδινε το δικαίωμα εκείνο το καλοκαίρι να την αισθανθείς σαν κάτι μοναδικό: ένα είδος πρωτεύουσας του κόσμου. Αυτή ήταν μια αίσθηση που φούντωσε και χάθηκε σε χρόνο ρεκόρ.
Δύσκολο να εξηγηθεί, αλλά…
Στα χρόνια που ακολούθησαν μιλήσαμε πολύ για το «2004», δηλαδή για τον θρίαμβο του Οτο Ρεχάγκελ και των παιδιών του στην Πορτογαλία. Αρχικά στο κατόρθωμα αποδόθηκε μια διάσταση σχεδόν πολιτική. Το κύπελλο έγινε ένα είδος απόδειξης της Ελλάδας που προοδεύει και δεν έχει τίποτα να φοβηθεί – θα λεγα μάλιστα ότι αυτό και όχι η επιτυχημένη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων οδηγούσε σε τέτοια συμπεράσματα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν και σκοτεινές ιστορίες – οι περιπέτειες των Ελλήνων αθλητών με το αντιντόπινγκ κοντρόλ δημιούργησαν πολλά ερωτηματικά ενώ μόλις οι Αγώνες ολοκληρώθηκαν ξεκίνησε ένα είδος εθνικού άγχους για την αξιοποίηση των εγκαταστάσεων. Καταλάβαμε γρήγορα ότι διοργανώθηκε ένα πάρτι χωρίς κανένα σχέδιο για την επόμενη μέρα και σύντομα προέκυψαν προβληματισμοί και για το κόστος του. Μετά από λίγα χρόνια αρχίσαμε να συζητάμε αν η επερχόμενη οικονομική κρίση είχε να κάνει και με την διοργάνωσή τους – το κάποτε εθνικό όραμα έγινε εθνικό ερωτηματικό. Για το «Εuro» όμως δεν υπήρξε ποτέ καμία σκιά. Αφού το χρησιμοποιήσαμε για την τόνωση της εθνικής μας σιγουριάς, αρχίσαμε να προβληματιζόμαστε για το πώς θα το ξαναζήσουμε, ψάχνοντας την απάντηση στην ερώτηση πως θα μπορούσε να επαναληφθεί. Κι όταν επιτέλους καταλάβαμε ότι ο θρίαμβος είχε έρθει έπειτα από μια συνομωσία του σύμπαντος, προσπαθήσαμε να του δώσουμε μια διάσταση περίπου ιερή: ήταν και παραμένει ένα είδος τελευταίου εθνικού μύθου με την διαφορά ότι είναι αληθινό. Δύσκολο να εξηγηθεί, αλλά αναμφίβολα κάτι υπέροχο.
Στους αιώνες των αιώνων
Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις: το Euro2004 θα μείνει το μοναδικό σπουδαίο τρόπαιο που θα έχει κερδίσει η Εθνική Ελλάδος στο νυν και αεί και εις τους αιώνες. Οι ομάδες μας ίσως καταφέρουν να κερδίσουν «ευρωπαϊκά» – δεν αποκλείω κάποτε (σε είκοσι, τριάντα σαράντα χρόνια…) να γίνουν και ποδοσφαιρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις: με πολλά χρήματα, σωστές επιλογές, με δουλειά, με λίγη απαραίτητη τύχη όλα γίνονται – το έδειξε κι ο Ολυμπιακός κατακτώντας πριν μερικούς μήνες το Europa Conference League. Αυτό ωστόσο που έκανε η Εθνική στην Πορτογαλία είκοσι χρόνια πριν είναι απίθανο να επαναληφθεί. Ο βασικός λόγος είναι γιατί προέκυψε χωρίς να έχει υπάρξει η τήρηση μιας κάποιας συνταγής, που αν την επαναλάβουμε μπορεί να φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα: ήταν ιδιοκατασκευή. Ακόμα κι αν μαγικά αύριο ξαναεμφανιζόταν στην Ελλάδα ένας Οτο Ρεχάγκελ κι έβρισκε τον Νικοπολίδη, τον Ζαγοράκη, τον Καραγκούνη, τον Χαριστέα, τον Σεϊταρίδη, τον Κατσουράνη, τον Μπασινά, τον Τσιάρτα, τον Γιαννακόπουλο, τον Δέλλα, τον Καψή και όλους τους υπόλοιπους, η Εθνική μας δεν θα κέρδιζε ποτέ το τρόπαιο. Το κέρδισε τότε γιατί συνέβη κάτι εκ των πραγμάτων ανεπανάληπτο: ήταν η κατάλληλη ομάδα στην κατάλληλη στιγμή για να κάνει αυτού του είδους τι θαύμα.
Δεν το λέω με βάση την στιγμή που περνούσε η χώρα: αναφέρομαι κυρίως στο ποδόσφαιρο που εκείνη η ομάδα έπαιζε. Που ήταν κατανοητό από τους παίκτες (που αγαπούσαν τον προπονητή τους κυρίως γιατί καταλάβαινε την ανάγκη τους να μην υποφέρουν αγωνιστικά προσπαθώντας να κάνουν όσα δεν μπορούσαν…), αλλά και γιατί ήταν ένα ποδόσφαιρο που μόνο εκείνη την στιγμή θα μπορούσε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα.
Στο μεταίχμιο της αλλαγής
Το Εuro του 2004 ακολούθησε το μουντιάλ του 2002 που είχε γίνει στα γήπεδα της Ιαπωνίας και της Νοτίου Κορέας. Εκεί μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες είχαν κλείσει κύκλους. Η Δανία του Ζινεντίν Ζιντάν παγκόσμια πρωταθλήτρια και πρωταθλήτρια Ευρώπης είχε αποκλειστεί νωρίς. Η Γερμανία είχε παίξει και είχε χάσει τον τελικό με μια γερασμένη ομάδα. Ισπανοί και Ιταλοί είχαν αποκλειστεί από τους Κορεάτες καταγγέλλοντας την διαιτησία που σαφώς τους είχε αδικήσει, αλλά – διάβολε – από την Κορέα έχασαν κι αυτό σημαίνει πως κάτι δεν είχαν κάνει καλά. Οι Αγγλοι είχαν την ετικέτα του μόνιμου ασθενή, ο Ολλανδοί ήταν του ύψους και του βάθους, οι Πορτογάλοι δυνατοί μεν, γηπεδούχοι δε: ήταν πιθανό να πνιγούν από το άγχος τους αφού ως τότε δεν είχαν κερδίσει τίποτα μέχρι τότε.
Το Euro2004 ήταν μια διοργάνωση έτοιμη για να γίνει μια έκπληξη. Και η Ελλάδα είχε ένα στιβαρό αμυντικό παιγνίδι που τότε μπορούσε να έχει αποτελέσματα: δυο χρόνια αργότερα με την τακτική του «παίζω για να μην χάσω» οι Ιταλοί κέρδισαν το μουντιάλ στην Γερμανία. Και μετά το ποδόσφαιρο άλλαξε: ήρθε ο Γκουαρντίολα, τα super team της Πρέμιερ λιγκ, η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ με την επιθετική νοοτροπία τους, οι καιροί του Μέσι και του Κριστιάνο. Οποίος επιχείρησε να το κάνει όπως ο Ρεχάγκελ λύγιζε στο τέλος κι έμενε με τα μπράβο για την προσπάθεια: και αν. Ακόμα και στο εφετινό Euro, που όλοι σκοράρουν δύσκολα, Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Γεωργιανοί κι άλλοι που αποπειράθηκαν να κερδίσουν ποντάροντας στην άμυνα και στην ψυχή δεν τα κατάφεραν. Το λέω για να ξέρουμε τι γιορτάζουμε: γιορτάζουμε τα είκοσι χρόνια από την συμπλήρωση ενός θριάμβου που είναι απίθανο να επαναληφθεί γιατί το ποδόσφαιρο άλλαξε.
Ο καλός κύκλος
Στην επέτειο των δεκαπέντε χρόνων από το Euro2004 νομίζω είχα γράψει ένα κομμάτι με τίτλο «δεν μπορώ την επέτειο». Στα είκοσι χρόνια από αυτό μετανιώνω: το Euro2004 είναι μια ωραία στιγμή της ζωής μας και δεν είναι κακό να το γιορτάζουμε χωρίς υπερβολές. Γιορτάζουμε άλλωστε τα νιάτα μας, τους ανέμελους καιρούς, τα κορίτσια που αγαπούσαμε, τις μνήμες του πανηγυριού, το ωραίο αναπάντεχο. Αγαπήσαμε τους παίκτες που το κέρδισαν; Ελάχιστους και ελάχιστα. Αγαπήσαμε πιο πολύ το ποδόσφαιρο; Δεν νομίζω. Την Εθνική μας; Ούτε για αστείο. Το μύθο του 2004; Νομίζω πολύ!
Στο βιβλίο που έγραψα για την ιστορία του Euro («Δυσκολότερο από ένα μουντιάλ», εκδόσεις Παπαδόπουλος) το πιο δύσκολο κεφάλαιο ήταν αυτό για το Euro2004. Τι να γράψεις για κάτι που όλοι όσοι το έχουν ζήσει δεν θα το ξεχάσουν ποτέ; Δεν θα σας πως τι έγραψα, αλλά θα παραθέσω μια – δυο απαντήσεις από μια συνέντευξη του Θοδωρή Ζαγοράκη που του πήρα για τις ανάγκες του βιβλίου. Τον ρωτάω στο τέλος της αν η επιτυχία αξιοποιήθηκε. «Οσο ήταν δυνατόν» μου λέει και προσθέτει: «Ξαφνικά μετά το Euro η ομάδα απέκτησε βαρύτητα, κύρος. Προκρίθηκε σε άλλα δυο Euro, πήγε στο Confederation Cup, πήγε δυο φορές σε μουντιάλ. Μην ρίχνουμε στην Εθνική τα κρίματα άλλων. Το ό,τι δεν φτιάξαμε ένα πολύ καλύτερο πρωτάθλημα δεν ήταν ευθύνη της Εθνικής. Εγώ και την κρίση που πέρασε μετά το 2014 την καταλαβαίνω. Πολλές ομάδες που έφτασαν σε επιτυχίες και που δεν είναι παραδοσιακές δυνάμεις πέρασαν κρίσεις μετά από ένα καλό κύκλο. Το Βέλγιο. Η Δανία. Η Τσεχία μετά τον τελικό που έπαιξε το 1996. Ο κύκλος της δικής μας Εθνικής δεν κράτησε λίγο: κράτησε πολύ» τονίζει και όταν τον ρωτάω αν ποτέ θα ξανανοίξει προσθέτει πως «κάποια στιγμή κι αυτό θα συμβεί». Για να πω την αλήθεια δεν πιστεύω πως θα ξαναζήσουμε κάτι τέτοιο. Αλλά κρατάω την κατάθεση της αισιοδοξία του αρχηγού λόγω της μέρας. Και μακάρι δέκα χρόνια μετά, στα τριάντα χρόνια από το Euro, η ερώτηση για το αν κύκλος θα ξανανοίξει να είναι ανεπίκαιρη…
Πηγή: Karpetshow