Ο Τζιακόμπε «Τζέικ» ΛαΜότα γεννήθηκε στην ανατολική πλευρά του Μανχάταν στις 10 Ιουλίου 1922.
Ο πατέρας του είχε καταγωγή από την ιταλική Μεσσίνα και από μικρή ηλικία, τον εξανάγκαζε να μπλέκεται σε καυγάδες για λίγα δολάρια με μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς, ώστε να ψυχαγωγούνται οι γείτονες.
Με τα χρήματα που στοιχημάτιζε στο γιο του, πλήρωνε το ενοίκιο του σπιτιού!
Αυτή η ανατροφή δεν τον οφέλησε. Η παραβατικότητα έγινε τρόπος ζωής και συμμετείχε σε ληστεία σε κοσμηματοπωλείο.
Τα επόμενα χρόνια μεγάλωσε σε αναμορφωτήριο. Εκεί συνέχισε να καυγαδίζει μέχρι τα 19 του. Το συμπέρασμα ήταν ότι είχε κλήση στην πυγμαχία και αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το άθλημα.
Ένας «νταής» της πυγμαχίας
Το 1941 ήταν πλέον επαγγελματίας μποξέρ στην κατηγορία Μεσαίων Βαρών.
Μία φλεγμονή στη μαστοειδή απόφυση του αυτιού του, ήταν ο λόγος που οι ένοπλες δυνάμεις τον απέρριψαν και δεν πολέμησε κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην προπόνηση και η βελτίωσή του ήταν θεαματική. Η καριέρα του απογειώθηκε.
Σύντομα απέκτησε τη φήμη του νταή μέσα στο ρινγκ, εξ αιτίας του τρόπου που πλησίασε τον αντίπαλό του.
Με σώμα λιγνό, αλλά αρκετά μυώδες και με πολύ δυνατά σαγόνια, μπορούσε να δεχτεί αμέτρητες γροθιές μέχρι να βρει την ευκαιρία να ανταποδώσει στα χτυπήματα με εξαιρετική βαναυσότητα. Οι επιθέσεις του ήταν τόσο άγριες. Αμείλικτες. Δεν άφηνε σχεδόν σε κανένα αντίπαλό του το περιθώριο να αντιδράσει.
«Η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου»
Το σκληρό και αδίστακτο στυλ του Τζέικ ΛαΜότα κέρδισε τις εντυπώσεις και σύντομα σκαρφάλωσε στην κορυφή της πυγμαχίας.
Το 1949 απέκτησε τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή Πυγμαχίας Μεσαίων Βαρών.
Ωστόσο δεν ήταν ανίκητος. Με 30 νοκ- άουτ στις 83 νίκες του, 4 ισοπαλίες και 19 ήττες, ήταν αδιαμφισβήτητα ένας από τους καλύτερους πυγμάχους της εποχής του.
Σταθμός στην καριέρα του ήταν η αντιπαλότητα που είχε με τον επίσης κορυφαίο πυγμάχο Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον. Οι δυο τους αναμετρήθηκαν έξι φορές με τον ΛαΜότα να σημειώνει μόλις μία νίκη.
Η πρώτη τους αναμέτρηση πραγματοποιήθηκε το 1942 και η τελευταία στις 14 Φεβρουαρίου 1951, όπου και ο ΛαΜότα έχασε τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή. Ο τελευταίος αγώνας, έμεινε στην ιστορία του μποξ ως η «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου».
Ο ΛαΜότα, άγριος και σκληρός δεχόταν τα απανωτά χτυπήματα του έμπειρου Σούγκαρ. Παρόλα αυτά δεν λύγισε και δεν έδωσε στον Ρόμπινσον την χαρά να τον κερδίσει με νοκ-άουτ.
Ο ΛαΜότα άντεξε μέχρι τον 13ο γύρο, όταν ο διαιτητής έδωσε τη νίκη στον Ρέι Ρόμπινσον με τεχνητό νοκ άουτ.
Η παρατεταμένη αντιπαλότητα με τον Ρέι Ρόμπινσον περιεγράφηκε από τον ΛαΜότα ως εξής: «Οι τρεις σκληρότεροι πυγμάχοι που αγωνίστηκα ήταν, οι Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον και Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον. Αντιμετώπισα τον Σούγκαρ (στα αγγλικά σημαίνει ζάχαρη) τόσες πολλές φορές, που είμαι έκπληκτος πως δεν έχω γίνει διαβητικός».
Στημένα παιχνίδια και προβλήματα με τον νόμο
Μετά την ήττα του από τον Σούγκαρ, ο Τζέικ ΛαΜότα ανέβηκε κατηγορία. Στην κατηγορία Ελαφρών Βαρέων Βαρών (Light Heavy Weight) είχε ορισμένες αξιοσημείωτες στιγμές, αλλά και την μοναδική ήττα με νοκ άουτ την τελευταία ημέρα του 1952.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, παρά την ανάρρωσή του από έναν τραυματισμό, αποφάσισε να αποσυρθεί οριστικά από την ενεργό δράση.
Η ζωή του εκτός ρινγκ ήταν εξίσου ταραχώδης.
Μετά την απόσυρσή του, ήταν ιδιοκτήτης πολλών νυχτερινών κλαμπ στην περιοχή του Μαϊάμι. Το 1958, καταδικάστηκε σε έξι μήνες καταναγκαστικών έργων, καθώς θεωρήθηκε ότι προωθεί στην πορνεία ένα ανήλικο κορίτσι, το οποίο «γνώριζε» σε θαμώνες ενός από τα μπαρ που είχε. Ο ίδιος, μπροστά στο δικαστήριο υποστήριξε σθεναρά ότι είναι αθώος.
Τα προβλήματα του δεν τελείωσαν εκεί. Το 1960 ο ΛαΜότα κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σε μια υποεπιτροπή της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτείων, η οποία είχε ως στόχο να ανακαλύψει τυχόν σχέσεις του υποκόσμου με το άθλημα της πυγμαχίας.
Ο ΛαΜότα παραδέχθηκε ότι ο αγώνας μεταξύ εκείνου και του πυγμάχου Μπίλυ Φοξ ήταν στημένος.
Ο ΛαΜότα επίτηδες έχασε με νοκ άουτ από τον Φοξ, ώστε να κερδίσει την εύνοια της μαφίας, η οποία και του υποσχέθηκε πέρα από το χρηματικό ποσό των 20 χιλιάδων δολαρίων και τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή.
Η ζωή μετά το μποξ
Ο ΛαΜότα παρέμεινε δραστήριος μετά τη συνταξιοδότησή του. Εκτός από ιδιοκτήτης μπαρ, συμμετείχε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, ενώ εμφανίστηκε και ως stand-up comedian.
Επίσης, το βιβλίο του- αυτοβιογραφία «Raging Bull: My Story», ενέπνευσε την ομώνυμη ταινία του Μάρτιν Σκοτσέζε, «Οργισμένο Είδωλο» με τον εκπληκτικό Ρόμπερτ ντε Νίρο στον ρόλο του Τζέικ ΛαΜότα.
Ο «Ταύρος του Μπρόνξ» παντρεύτηκε επτά φορές και απέκτησε έξι παιδιά.
Η μεγαλύτερη τραγωδία ήταν όταν έχασε τους δύο του γιους σε διάστημα επτά μηνών, τον έναν από καρκίνο και τον άλλο σε αεροπορικό δυστύχημα.
Το 1990 ο ΛαΜότα συγκαταλέχθηκε στο Hall of Fame της Πυγμαχίας και θεωρείται ένας από τους καλύτερους πυγμάχους Μεσαίων Βαρών όλων των εποχών.
Σε ηλικία 95 ετών αφήνει την τελευταία του πνοή. Η είδηση του θανάτου έγινε γνωστή μέσα από τον λογαριασμό της κόρης του στις 19 Σεπτεμβρίου του 2017.
Ο Τζέικ ΛαΜότα πέθανε ύστερα από επιπλοκές πνευμονίας στον οίκο ευγηρίας στο Μαϊάμι, όπου έμενε τον τελευταίο καιρό. Ήταν ο μεγαλύτερος νταής της πυγμαχίας. Παραβατικός, ατίθασος, απρόβλεπτος, ένα «οργισμένο είδωλο» όπως ήταν ο τίτλος της αυτοβιογραφικής του ταινίας που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορτσέζε.
«Είχε μάτια που χόρευαν συνέχεια, μέχρι το τέλος. Συνήθιζα να του λέω ότι, αν ήταν ιθαγενής Αμερικάνος, θα τον ονόμαζαν “Μάτια που Χορεύουν”. Είχε τα πιο διαπεραστικά, κινούμενα μάτια», αναφέρει η έβδομη γυναίκα του, Ντενίζ Μπέικερ.
Πηγή: Η Μηχανή του Χρόνου