Του Μιχάλη Τσόχου
Η βελτίωση του Φώτη Ιωαννίδη δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Σχεδόν βελτιώνεται κάθε μέρα εδώ και χρόνια. Τους τελευταίους μήνες όμως, όχι τόσο η βελτίωση του, όσο η έκρηξη, η εκτόξευση του ταλέντου του είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί και δεν είναι άσχετη με το ποδοσφαιρικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει…
Τι έχει αλλάξει λοιπόν αυτούς τους τελευταίους μήνες σε αυτό το ποδοσφαιρικό περιβάλλον. Με μία πρώτη πρόχειρη ματιά θα μπορούσε να απαντήσει κάποιος ο προπονητής. Εχει μία βάση αυτό. Ο Τερίμ είναι ένας προπονητής που δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο της τακτικής και της αγωνιστικής πειθαρχίας, όπως ήταν ο Γιοβάνοβιτς. Αυτό έχει και τα καλά του και τα κακά του, αλλά στην περίπτωση του Ιωαννίδη έχει περισσότερα καλά, γιατί ο σέντερ φορ του Παναθηναϊκού με τον Τούρκο στον πάγκο έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, άνεση πρωτοβουλιών, περίπου το ελεύθερο να κάνει ότι θέλει. Δεν έχει έξτρα οδηγίες ή συγκεκριμένες οδηγίες στο κεφάλι του, διότι ο Τούρκος προπονητής δεν τον γεμίζει με τέτοιες.
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία νομίζω όμως ότι έχει μία άλλη αλλαγή στο ποδοσφαιρικό περιβάλλον του Παναθηναϊκού τους τελευταίους μήνες και αυτή είναι η μεταγραφή του Τάσου Μπακασέτα. Οι δύο τους έτρεφαν (είμαι σε θέση να το γνωρίζω), μεγάλη εκτίμηση για τα ποδοσφαιρικά προσόντα του άλλου, προτού γίνουν συμπαίκτες στον Παναθηναϊκό. Η κοινή παρουσία τους στην Εθνική ομάδα, αλλά και η οπτική που έχουν και οι δύο για το άθλημα, ήταν αυτά που είχαν δημιουργήσει αυτή την αλληλοεκτίμηση.
Και φτάσαμε στο σημείο που οι δύο τους άρχιζαν να παίζουν συνεχώς μαζί, σε κάθε ματς, κάθε Κυριακή και πολλές φορές και κάθε Τετάρτη και κυρίως άρχισαν να προπονούνται και μαζί, όχι μία φορά στο τόσο με την Εθνική, αλλά κάθε μέρα. Και εκεί η συνεργασία πέρασε σε άλλα επίπεδα. Και χρειάστηκε ένα μικρό σχετικά γήπεδο, όπως αυτό της Λαμίας, όπου δεν χρειάζεται να κουνάς το κεφάλι σου δεξιά και αριστερά για να το βλέπεις όλο, αλλά με μία κίνηση των ματιών παρατηρείς τα πάντα, για να διαπιστώσω και δια ζώσης το επίπεδο αυτής της συνεργασίας.
Το μυαλό και των δύο λειτουργεί περίπου σαν ένα σε ότι έχει να κάνει με την ποδοσφαιρική σκέψη. Ο Μπακασέτας όταν παίρνει ή ακόμη καλύτερα όταν είναι να πάρει την μπάλα, σκανάρει το γήπεδο με σκοπό να δει ή να προεκτιμήσει την κίνηση του Ιωαννίδη και ο Φώτης, όταν δει ότι η μπάλα πάει στα πόδια του Μπακασέτα, παίρνει την δύσκολη επιλογή στο χώρο γιατί ξέρει ότι ο Μπακασέτας μπορεί να τον βρει οπουδήποτε. Στο πέμπτο γκολ του Παναθηναϊκού στη Λαμία, ο Ιωαννίδης σκέφτεται αρχικά να πάει κοντά σε αυτόν που έχει τη μπάλα για να του δώσει στήριγμα και επιλογή, όταν διαπιστώνει ότι είναι ο Μπακασέτας φεύγει αμέσως στο χώρο γιατί έχει την σιγουριά ότι ο συμπαίκτης του θα τον βρει στον χώρο και ανάμεσα σε δύο αμυντικούς της Λαμίας χωρίς πρόβλημα. Την ίδια ακριβώς στιγμή ο Μπακασέτας πριν κατεβάσει την μπάλα έχει δει τον Ιωαννίδη και έχει καταλάβει τι κίνηση θα κάνει. Σηκώνει το κεφάλι, βάζει φάλτσα και κάνει μία λόμπα πάσα, γνωρίζοντας ότι αν τον βρει ο Φώτης θα κάνει όλη την υπόλοιπη δουλειά να μοιάζει εύκολη. Και όντως η μπαλιά έχει απόλυτη ακρίβεια, ο Ιωαννίδης εξουδετερώνει με τζαρτζ τον πρώτο αντίπαλο, με προσποίηση τον δεύτερο και πλασάρει τον τρίτο.
Μοιάζει εύκολο και στην πραγματικότητα το κάνει εύκολο η αυτοπεποίθηση στη συνεργασία. Η σιγουριά του ενός ότι ο άλλος θα κάνει την δουλειά, η βεβαιότητα του Ιωαννίδη ότι ο Μπακασέτας θα τον βρει, η σιγουριά του Μπακασέτα, ότι ο Ιωαννίδης θα κάνει σωστά την κίνηση και θα τελειώσει την δουλειά.
Αλλά αυτή η συνεργασία είναι αμφίδρομη. Λειτουργεί και αντίστροφα. Στο δεύτερο γκολ του Παναθηναϊκού στη Λαμία, με το που πάει η μπάλα στα άκρα στον Ιωαννίδη, ο Μπακασέτας ξεκινά μία κούρσα προκειμένου να ξεμαρκαριστεί και να φτάσει εκεί στα όρια της μεγάλης περιοχής για να παραλάβει το γύρισμα του Ιωαννίδη. Ο φορ του Παναθηναϊκού ανακόπτεται προσωρινά, αλλά επιμένει και περνά, όταν σηκώνει το κεφάλι αναζητεί το σίγουρο τελείωμα του Μπακασέτα και ο Μπακασέτας έχοντας προεκτιμήσει τι θα συμβεί, όχι μόνο του προσφέρει το καλό τελείωμα στο πλαϊνό δίχτυ, αλλά κυρίως του δίνει την δυνατότητα να πιστωθεί μία ασίστ γιατί έχει βρει τον τρόπο να τοποθετηθεί στα επτά οκτώ μέτρα από τον Ιωαννίδη, εντελώς αμαρκάριστος και διαθέσιμος.
Η ατομική ποιότητα είναι εκεί και στους δύο, αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για κάθε παίκτη, αλλά στην περίπτωση των Ιωαννίδη – Μπακασέτα, είναι εκεί και η κοινή σκέψη, η αντίληψη, η συνεργασία. Και στο ποδόσφαιρο πάντα η ποιοτική συνεργασία θα έχει μεγαλύτερη αξία, από την ατομική ποιότητα. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που με κάνει να πιστεύω ότι ο Τάσος κάνει καλύτερο τον Φώτη και ο Φώτης κάνει πολύτιμο τον Τάσο…
Πηγή: Gazzetta