Το 1964 πέθανε σε βαθιά γεράματα ο Αμερικανός Τζέιμς Κόνολι, συγγραφέας ναυτικών κυρίως ιστοριών σε λαϊκά περιοδικά της Καλιφόρνιας. Ο Κόνολι δεν ήταν ούτε πλούσιος, ούτε διάσημος, ούτε επιτυχημένος, όμως στον τοίχο του σπιτιού του είχε μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία από τα νιάτα του, που την έδειχνε σε όλους με καμάρι ως την τελευταία του πνοή. Για να βγάλει αυτή τη φωτογραφία, έλεγε, άλλαξε η ρότα της ζωής του.
Η αδιαφορία του Τρικούπη και ο αγώνας του Κουπερτέν
Το 1896 ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν πετυχαίνει την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, μετά την απόφαση του Α’ Διεθνούς Αθλητικού Συνεδρίου στη Σορβόνη, το 1894. Ο Κουμπερτέν ήρθε στην ελληνική πρωτεύουσα με πολλά όνειρα, αντιμετώπισε όμως την εχθρότητα της κυβέρνησης του Χαριλάου Τρικούπη. Τα οικονομικά της χώρας ήταν άθλια, σε λίγο ήρθε και το “δυστυχώς επτωχεύσαμεν”, οπότε ο Τρικούπης δεν είχε διάθεση να δώσει χρήματα σε έναν παλαβό Γάλλο βαρόνο που προσπαθούσε να αναβιώσει την αρχαιότητα. Υποσχέθηκε πάντως αμέριστη … ηθική συμπαράσταση. Ο Κουμπερτέν έκανε τότε έκκληση απο τις εφημερίδες σε όποιον αθλητή επιθυμούσε να έρθει στην Ελλάδα ως ερασιτέχνης, με δικά του έξοδα.
Ο Τζέιμς Κόνολι ήταν τότε ένας νεαρός φοιτητής στις Ηνωμένες Πολιτείες που είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα της αναβίωσης των αγώνων. Παρουσιάστηκε αμέσως στον Πρύτανη του Χάρβαρντ και ζήτησε την οικονομική ενίσχυση του Ιδρύματος για να πάρει μέρος σε αυτούς.
Ο πρύτανης όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα, αλλά θεωρώντας ταραξίες όσους συμμετείχαν σε αθλητικούς αγώνες, τον απείλησε με αποβολή από το πανεπιστήμιο αν έφευγε.
Το περιπετειώδες ταξίδι στην Αθήνα
Όμως, ο Τζέιμς Κόνολι είχε πάθος με την Ολυμπιάδα. Αποφάσιε να ταξιδέψει στην Αθήνα. Πώς όμως; Ήταν άφραγκος.
Διηγείται ο ίδιος σε εφημερίδα της εποχής: “Επληροφορήθην οτι απέπλεε εν ατμόπλοιον διά Νάπολιν της Ιταλίας, μεταφέρον σφάγια. Παρουσιάσθηκα στον πλοίαρχο και προσεφέρθην να δουλέψω εις τα σφάγια. Εδέχθη κι έτσι εταξίδεψα, έχων εξασφαλίσει δωρεάν ταξίδιον και τροφήν. Απεβιβάσθην εις Νάπολιν εις αξιοδάκρυτα χάλια. Περιεφερόμην εις το λιμάνι της Νάπολης και όταν έφθασεν η ώρα της αναχωρήσεως δια Βρινδήσιον (Πρίντεζι) διεπίστωσα ότι μου είχαν κλέψει το πορτοφόλι με τα εισιτήρια και τα ολίγα χρήματά μου. Κατεδίωξα τον κλέπτην με ένα χωροφύλακα, τον συλλάβαμε, αλλά τα χρήματα είχαν εξαφανισθεί. Επέστρεψα στον σταθμό με μόνα τα εισιτήρια, ακριβώς κατά τη στιγμή που ανεχώρη η αμαξοστοιχία. Με έσυραν εις βαγόνι και μετά ολίγας ημέρας ευρέθην εις Αθήνας, πειναλέος και εις άθλιαν κατάτασιν.
Εδήλωσα οτι θα λάβω μέρος εις τριπλούν άλμα, αλλά όταν αντίκρισα τον στίβον του αθλήματος, παρολίγον να λιποθυμίσω. Ο στίβος δεν είχε επιστρωθεί με πατημένη τέφραν, όπως συνηθίζετο τότε εις την Αμερικήν, αλλά με μαλακήν άργιλλον, εξ εκείνης που κατασκεύαζαν οι Έλληνες τις… στάμνες. Παρά ταύτα, επέτυχα μήκος 13,71 μέτρων. Ο ισχυρότερος αντίπαλός μου έμεινεν οπίσω 91 εκατοστά. Ως έπαθλος, έλαβον έναν απλόν πράσινον κλάδον ελαίας”.
Αυτό ήταν το κέρδος του Κόνολι για όλες αυτές τις απίστευτες ταλαιπωρίες.
Ένα κλαδί ελιάς, το οποίο επεδείκνυε, μαζί με τη φωτογραφία του που κρατούσε στο χέρι το κλαδί.
Ο Κόνολι απεβλήθη από το Χάρβαρντ.
Έγινε ένας άσημος συγγραφέας ιστοριών για περιοδικά, ενώ, όπως ο ίδιος έλεγε, αν συνέχιζε τις σπουδές του, θα γινόταν σίγουρα καθηγητής του Χάρβαρντ.
Παρά ταύτα, μέχρι που πέθανε, έλεγε οτι το κλαδί ελιάς άξιζε περισσότερο.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου