Επιλογή Σελίδας



Του Νίκου Παπαδογιάννη

Καταλαβαίνεις ότι μεγάλωσες και ότι είσαι για απόσυρση όταν σκαλίζοντας παλιά αρχεία ανακαλύπτεις φωτογραφίες σου από συνέντευξη με τον Ρόνι Σεϊκέλι.

Από το μακρινό 1989. Όταν ο παλιόφιλος Ρόνι ήταν ακόμη όχι ντισκ-τζόκεϊ του διεθνούς τζετ-σετ, αλλά εν ενεργεία μπασκετμπολίστας στο Μαϊάμι.

Μάλιστα στο τέλος της ίδιας χρονιάς κέρδισε τον τίτλο του Πιο Βελτιωμένου Παίκτη στο ΝΒΑ, με μέσους όρους 16,6 πόντων και 10,4 ριμπάουντ (έκτος σε ολόκληρη τη λίγκα).

Όταν τον συνάντησα, ο πισινός του είχε ακόμη σκλήθρες από τον πάγκο του ΣΕΦ, όπου καθόταν γεμάτος αγωνία, σε ρόλο σαραντάπηχου τσιρλίντερ της Εθνικής, στο χρυσό Ευρωμπάσκετ 1987.

Ο Σεϊκέλι ήταν το πρώτο «πικ» στην ιστορία των νεοσύστατων Μαϊάμι Χιτ, νούμερο 9 στο ντραφτ του 1988, από το Σίρακιους.

Η κολεγιακή καριέρα του ήταν το καλύτερο διαπιστευτήριο, αφού ο «Σάικ» οδήγησε στον τελικό του NCAA του 1987, όταν οι «Πορτοκαλί» ηττήθηκαν από την Ιντιάνα του Μπομπ Νάιτ, με το θρυλικό καλάθι του Κιθ Σμαρτ.

Θυμάμαι ότι το είχαμε μεταδώσει τον συναρπαστικό τελικό ετεροχρονισμένα στην εκπομπή «Άθλημα και Θέαμα», όταν ακόμη ήμουν νεούδι σε μία ΕΡΤ πολύ καλύτερη από τη σημερινή. Από τότε το έχω καημό και απωθημένο, να παρακολουθήσω από κοντά ένα κολεγιακό Final-4.

Ο Σεϊκέλι είναι Λιβανέζος, αλλά έζησε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του στην Αθήνα, σε μία σπιταρόνα που διατηρούσε η οικογένειά του στη Φιλοθέη ή ίσως στο Παλαιό Ψυχικό.

Μέχρι το 1986 βαυκαλιζόμασταν ότι θα του βγάζαμε ελληνικό διαβατήριο για να παίξει στην Εθνική, αλλά οι ψευδαισθήσεις εξανεμίστηκαν το καλοκαίρι του Μουντομπάσκετ, όταν ο θεόρατος σέντερ των 2μ09 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στην Ισπανία με την Εθνική των ΗΠΑ, ως καμαρώτος του «ναυάρχου» Ντέιβιντ Ρόμπινσον.

Η πράσινη φανέλα με το όνομα «Σακαλής» έμεινε για πάντα αφόρετη, στα αρχαία αποδυτήρια του «Τάφου του Ινδού».

Για την ακρίβεια, ο Σεϊκέλι έπαιξε με τον Παναθηναϊκό σε ένα ανεπίσημο τουρνουά στην Κύπρο, όταν ήταν 16 χρονών και μαθητής στο αμερικάνικο σχολείο ACS στην Αθήνα. Το προξενιό το είχε κάνει ο Τάκης Κορωναίος.

Τον συνάντησα για μία συνέντευξη στο «Τρίποντο» ένα καλοκαιρινό πρωινό του Αυγούστου 1989, στη βίλα της Φιλοθέης. Εάν δεν με απατά η μνήμη, το ραντεβού έκλεισε από σταθερό τηλέφωνο, μέσω μίας υπηρέτριας, που μας ζήτησε να πάμε στο σπίτι τους στις 10 το πρωί και να μην αργήσουμε.

Αλλά ο Ρόνι είχε ξενυχτήσει και κοιμόταν του καλού καιρού, ώσπου εμφανίστηκε αγουροξυπνημένος και μαχμουρλής κατά τις 11, με γκρι μπλουζάκι και κόκκινο σορτσάκι που έγραφαν: «ΗΕΑΤ».

Δεν θυμάμαι τι ακριβώς μου είπε για το μπάσκετ, αλλά μου εξομολογήθηκε τον έρωτά του για την Ελ ΜακΦέρσον, που έφερε το εύγλωττο παρατσούκλι «The Body»: το κορμί.

Πάντως, οι αφίσες στο υπνοδωμάτιό του ήταν όλες μπασκετικές και γεμάτες μαντράχαλους, με τη δική του μορφή φυσικά να ξεχωρίζει: Σίρακιους, Μαϊάμι, Team USA, δημοσιεύματα, κολάζ.

Την Ελ ΜακΦέρσον δεν την είχα ακόμη ακουστά. Η νέα γενιά των σουπερμόντελς είχε μόλις εκκολαφτεί.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 41 του περιοδικό «Τρίποντο» (που ακόμη δεν είχε χρονίσει), με τον προφανή τίτλο: «Ο σκληρός του Μαϊάμι».

Περίμενα με αδημονία να δω στο εξώφυλλο ένα από τα ενσταντανέ που τράβηξε ο αείμνηστος φωτογράφος Νίκος Φλώρος. Κατά προτίμηση, όχι από αυτά που φανέρωναν τη θηριώδη χαίτη μου.

Έτσι, έσπευσα -ως συνήθως- Δεύτερα βράδυ στην Ομόνοια, μόλις είχα τελειώσει τη δουλειά της ημέρας στη γειτονική «Απογευματινή».

Αλίμονο, όμως, αυτό που αντίκρυσα στους πάγκους ήταν μία δυσάρεστη έκπληξη. Στη μεγάλη φωτογραφία του εξωφύλλου καμάρωνε όχι ο σκληρός του Μαϊάμι, αλλά ο …Νίκος Αναστόπουλος, από τον οποίο είχε πάρει συνέντευξη στο ίδιο τεύχος ο Βασίλης Σκουντής.

Μάλιστα ο «μουστάκιας» με το λαχουρένιο πουκάμισο πόζαρε στροβιλίζοντας την πορτοκαλί θεά στο δάχτυλό του, σαν να ήταν ένας Γκάλης του ποδοσφαίρου. Τι την έκανε τη μπάλα ο θεός, θεμουσυχώραμε.

Στις μέσα σελίδες, υπήρχε άλλη μία φωτογραφία του, όπου κρατούσε στο ένα χέρι τη μπάλα του ποδοσφαίρου και στην άλλη αυτή του μπάσκετ. «Από δω η γυναίκα μου και από δω το αίσθημά μου», έγραφε η επικεφαλίδα.

Και ήταν βγαλμένη μέσα από τη ζωή. Ο Αναστόπουλος είναι τωόντι ακραιφνής φίλος του μπάσκετ και όχι γιαλαντζί από αυτούς τους μοδάτους της σχολής Πέτρου Κωστόπουλου.

Κάποτε τον συνάντησα σε ένα αεροδρόμιο ενώ ταξίδευα για να περιγράψω έναν αγώνα του Ιωνικού στο Ηράκλειο (με τον ίδιο στο λυκόφως της καριέρας του) και τον άκουσα έκπληκτο να με ρωτάει τα νέα του μπασκετικού Ολυμπιακού, για τον οποίο είχε εμπεριστατωμένη άποψη.

Όταν ήταν μικρός, ο «Αναστό» έπαιζε μπάσκετ και μάλιστα αρκετά καλό, με καθήκοντα πλέι-μέικερ στη Δάφνη.

Τώρα που παρατηρώ το θρυλικό εξώφυλλο, βλέπω ότι υπάρχει ένα κραυγαλέο λάθος που δεν το πρόσεξε κανείς πριν την έκδοση.

Το πρόγραμμα του ΝΒΑ που δημοσιεύσαμε προφανώς δεν ήταν του 1988-89 (αφού η συγκεκριμένη σεζόν είχε μόλις ολοκληρωθεί), αλλά του 1989-90. Το αδίκημα έχει πια παραγραφεί.

Τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής τους, οι νεογέννητοι Μαϊάμι Χιτ (που πρωτοείδαν το φως της ημέρας στο expansion του 1988 μαζί με τους Σάρλοτ Χόρνετς) ήταν ο καρπαζοεισπράκτορας του ΝΒΑ: 15-67, 18-64, 24-58.

Ωστόσο, το 1991-92 άνοιξαν για πρώτη φορά το παράθυρο των πλέι-οφ και, ως 8οι της Ανατολής με ρεκόρ 38-44, αντιμετώπισαν τους παντοδύναμους Σικάγο Μπουλς.

Η σβουριχτή σκούπα ήταν αναμενόμενη (0-3), αλλά στην τρίτη αναμέτρηση, πρώτο παιχνίδι πλέι-οφ που έγινε ποτέ στην Mαϊάμι Αρίνα, χρειάστηκε να βάλει ο Μάικλ Τζόρνταν 56 πόντους, για να αποφύγουν οι πρωταθλητές την ήττα (114-119).

Η άφιξη του Πατ Ράιλι από τη Νέα Υόρκη άλλαξε το ριζικό της ομάδας, αλλά ο Σεϊκέλι δεν πρόλαβε τις μέρες της δόξας, αφού έφυγε το 1994 για το ακόμη ανυπόληπτο Γκόλντεν Στέιτ.

Αργότερα έγινε ρεζέρβα του νεαρού Σακίλ Ο’Νηλ στο Ορλάντο, ώσπου υπέστη τον τραυματισμό που τερμάτισε την καριέρα του στο ΝΒΑ, με τα χρώματα των Νιου Τζέρσεϊ Νετς. Την περίοδο 2000-1 έπαιξε επιτέλους και στην Ευρώπη, με τα χρώματα όχι του Παναθηναϊκού, αλλά της Μπαρτσελόνα.

Ο Σεϊκέλι (ή Σάικαλι) είχε το παρατσούκλι «Spin Doctor» όσο έπαιζε, για τους περίτεχνους στροβιλισμούς του αλα-Ολάζουον μέσα στη ρακέτα.

Το ίδιο προσωνύμιο τον ακολούθησε στη μετέπειτα καριέρα του ως dj και μουσικός παραγωγός της acid house, ακόμη και στον …αμιγώς Σπρινγκστηνικό σταθμό Sirius XM στο Νιου Τζέρσεϊ.

Οι εξ υμών ταξιδιώτες μπορεί να τον πετύχετε να βάζει μουσική σε κάποιο μεγάλο κλαμπ της μαρτυρικής Βηρυττού (από όπου κατάγεται), του Μαϊάμι ή και της Αθήνας.

Πρόσφατα μάλιστα ο ωραίος Ρόνι κατόρθωσε να κινητοποιήσει το ΝΒΑ και να συλλέξει μισό εκατομμύριο δολάρια, για τις οικογένειες των θυμάτων της φονικής έκρηξης στη Βηρυττό.

Εγώ πάντως τον συνάντησα τυχαία τελευταία φορά στα Φηρά, να λογομαχεί με μία κοπέλα σε ένα παγκάκι πάνω από το «Franco’s». Δεν τον πλησίασα, γιατί είχε τα νεύρα του.

Ελπίζω η επόμενη Πέμπτη να τον βρει να παιανίζει θριαμβευτικούς ύμνους στα επινίκια των Χιτ για την κατάκτηση του τίτλου. Έχει τοποθετήσει και ο ίδιος στα θεμέλια αυτής της ομάδας όχι λιθαράκι, αλλά αγκωνάρι ολόκληρο.

Πηγή: Gazzetta