Του Λευτέρη Ελευθερίου
Ο κόσμος της πυγμαχίας ήταν συγκλονισμένος την 1η Σεπτεμβρίου 1969. Ο Ρόκι Μαρτσιάνο σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, όταν το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε με προορισμό την Άιοβα συνετρίβη. Ο όχι απλώς αήττητος αλλά πάντα νικητής πυγμάχος βαρέων βαρών, με 49 επικρατήσεις σε ισάριθμα ματς, ένας από τους πιο σημαντικούς στην ιστορία, έφυγε από τη ζωή μία μέρα πριν κλείσει τα 46 χρόνια του.
Σχεδόν 10 χρόνια μεγαλύτερος του Μαρτσιάνο, ο Περνέλ Γουίτακερ ένιωσε (πιθανότατα) το νήμα της ζωής του να κόβεται ξαφνικά και αναπάντεχα. O ‘Sweet Pea’, όπως ήταν το προσωνύμιό του, μπορούσε να δει σχεδόν κάθε γροθιά που προσγειωνόταν από τον αντίπαλο στο πρόσωπο και το κορμί του. Αλλά δεν είδε το αυτοκίνητο, που πήγαινε κατά πάνω του με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τα ξημερώματα της Δευτέρας για την Ελλάδα, 15 Ιουλίου, στη Βιρτζίνια Μπιτς. Στη διασταύρωση Νορθάμπτον και Μπέικερ. Έτσι, η άμυνα που δεν έβγαλε του στοίχισε τη ζωή στα 55 χρόνια.
Ο Περνέλ Γουίτακερ ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που αποκαλούμε αγύριστο κεφάλι. Στην πραγματικότητα είχε τόσο βαθιά γνώση της κίνησής του που μπορούσε να το στέλνει όπου ήθελε. Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει στιγμιότυπα από την αναμέτρησή του με τον Αργεντινό Όσκαρ ντε λα Χόγια, στις 12 Απριλίου 1997 στο ‘Thomas & Mack Center’ της Νεβάδας, όταν ο Αμερικανός ήταν 33. Δύο στιγμές, που το ‘Golden Boy’ προσπαθεί να τον βρει με ένα συνδυασμό μισής ντουζίνας γροθιών και δεν τα καταφέρνει, είναι ένα κομμάτι από την πεμπτουσία της ψυχαγωγίας στην πυγμαχία.
Ένας αυθεντικός πυγμάχος, ο Γουίτακερ ήταν τότε 33 και μετά την ήττα του από τον Ντε λα Χόγια, παρά το νοκ ντάουν στο οποίο τον εξανάγκασε στον ένατο γύρο και την αμφιβολία για το αποτέλεσμα, το οποίο ήταν ομόφωνη απόφαση για τον Αργεντινό, είδε για πρώτη φορά το τέλος του δρόμου. “Με έκλεψαν ξανά“, είχε πει για εκείνη την απόφαση: “Ήταν μία έκρηξη, ένας αποκλεισμός. Δεν θα μπορούσα να έχω αγωνιστεί καλύτερα“.
Σε εκείνον τον κρίσιμο αγώνα έχασε τις ζώνες της WBC και Lineal στην κατηγορία welterweight, ενώ ο Ντε λα Χόγια κράτησε το αήττητό του. Η ρεβάνς, που τόσο ήθελε ο Περνέλ, δεν έγινε ποτέ.
Και πάλι, ίσως έμενε στο μποξ, αν τα γεγονότα δεν διαδέχονταν το ένα το άλλο: μετά την αναμέτρηση με τον Αντρέι Πιεστριάγεφ, στις 17 Οκτωβρίου του 1997, ο όχι και τόσο ήσυχος Περνέλ πιάστηκε να έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών. Τιμωρήθηκε για έξι μήνες και έμεινε εκτός για 16, μέχρι στις 20 Φεβρουαρίου 1999 να αντιμετωπίσει τον Πορτορικανό (και στα ντουζένια του) Φίλιξ Τρινιντάντ, για τον τίτλο της IBF στην κατηγορία welterweight.
Ο Περνέλ πάλεψε, έμεινε όρθιος και στο τέλος, με ένα μαυρισμένο δεξιό ματι, απέφυγε το μεγαλύτερο μέρος των επιθέσεων του Τρινιντάντ. Αλλά η απόφαση ήταν τελεσίδικη και ο Γουίτακερ βρέθηκε έναν αγώνα από την αποχώρησή του από τα ρινγκ.
Στις 27 Απριλίου του 2001 ο επίλογος, απέναντι στον Κάρλος Μποχόρκες, ήρθε μέσω πόνου. Στον τέταρτο γύρο, ράγισε η κλείδα. Αναγκάστηκε να αποχωρήσει και στη συνέντευξη, αμέσως μετά, ανακοίνωσε την αποχώρησή του.
Ένας αμυντικός διδάκτωρ
Ο Γουίτακερ έφυγε ως παγκόσμιος πρωταθλητής σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες. Έγινε επαγγελματίας, αφού κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο το 1984, στο Λος Άντζελες. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και το μποϊκοτάζ της Κούβας, με το οποίο ο Άνχελ Ερέρα, που είχε νικήσει δις τον Αμερικανό, στον τελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος το 1982 και στον τελικό των Παναμερικανικών Αγώνων το 1983, δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής. Σε τέσσερις αγώνες, ο Γουίτακερ δεν έχασε σημείο. Στον τελικό με τον Λουίς Ορτίς, νίκησε με τεχνικό νοκ άουτ τρία δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του δεύτερου γύρου, όταν από τη μεριά του Ορτίς έπεσε λευκή πετσέτα.
Έγινε επαγγελματίας και ένας αμυντικός διδάκτωρ της πυγμαχίας. Προκλητικός, έτεινε το κεφάλι του προς το μέρος του αντίπαλου πυγμάχου και τον προκαλούσε να τον πετύχει. Ο αριστερόχειρας Γουίτακερ ήταν σαν αόρατος, σαν να χτυπάς φάντασμα. Έτσι έφτασε, στους 45 αγώνες του, να έχει 40 νίκες, 1 ισοπαλία και 4 ήττες, με 17 νοκ άουτ, αλλά και να είναι παγκόσμιος πρωταθλητής σε 4 διαφορετικές κατηγορίες.
“Μπορούσε να στέκεται μπροστά σου και να μην ήταν δυνατόν να τον βρεις“, δήλωσε λίγη ώρα μετά το θάνατό του ο σχολιαστής Τζιμ Λάμπλεϊ: “Θα σου χαμογελούσε και θα σου επιδείκνυε, ενώ σου χαμογελούσε, πόσο εύκολο ήταν για αυτόν“.
Νίκησε στη lightweight, στις light welterweight, welterweight και super welterweight. Έγινε ο πρώτος πυγμάχος που έριξε νοκ ντάουν το σκληροτράχηλο Γκρεγκ Χάουγκεν, στις 18 Φεβρουαρίου 1989, για τον τίτλο της lightweight στην IBF, ενώ σχεδόν αμέσως μετά πήρε εκδίκηση από τον Χοσέ Λουίς Ραμίρες, αφού ο Μεξικανός ήταν εκείνος που τον είχε νικήσει στις 12 Απριλίου του 1988 με πλειοψηφία για τον αντίστοιχο τίτλο της WBC. Σε εκείνο τον αγώνα, της 30ής Απριλίου 1989 στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Νόρφολκ, ο Γουίτακερ έγινε ο αδιαμφισβήτητος πρωταθλητής της κατηγορίας.
Βεβαίως, η αναμέτρηση που τον στοίχειωνε ήταν εκείνη της 10ης Σεπτεμβρίου του 1993 στο ‘Alamodome’ του Σαν Αντόνιο. Ο Γουίτακερ κράτησε απέναντι στο θρυλικό Μεξικανό Ζούλιο Σέζαρ Τσάβες τον τίτλο του αδιαμφισβήτητου πρωταθλητή στη welterweight, αλλά εκείνη η ισοπαλία σήμαινε ότι μετά από 88 δικές του αναμετρήσεις ο Τσάβες θα παρέμενε αήττητος, αν και η πλειοψηφία του κόσμου, μαζί και το περιοδικό ‘Sports Illustrated’, που είχε τίτλο ‘ROBBED!’ στο εξώφυλλό του, θεώρησαν ότι ο ‘Sweet Pea’ είχε επικρατήσει του Μεξικανού, παρά το ισόπαλο σκορ που έδωσαν οι δύο από τους τρεις κριτές.
“Ήταν σαν κάποιος να μου έχωσε ένα μαχαίρι και να το στριφογύρισε“, είπε μετά από εκείνον τον αγώνα ο Γουίτακερ: “Τον νίκησα πνευματικά και σωματικά. Ήταν μία νίκη από το γκέτο“.
Ο Γουίτακερ κράτησε σχεδόν 10 χρόνια το αήττητό του μέχρι τον αγώνα με τον Ντε λα Χόγια. Ήταν ένας περίφημος αυθεντικός πυγμάχος, ο οποίος εξαιτίας της καταπληκτικής αμυντικής ικανότητας (πραγματικού ταλέντου, περισσότερο, παρά προϊόντος θέλησης), ήταν ειδήμων στις counter punches, δηλαδή τις γροθιές μετά την επίθεση του αντίπαλου. Και μπορεί να μην είχε τη δύναμη για να βγάζει νοκ άουτ, ωστόσο μπορούσε να κρατήσει τον αντίπαλο ζαλισμένο για γύρους και γύρους ολόκληρους, προσφέροντας αφειδώς το θέαμα που το κοινό προσδοκά στο μποξ: μπουνιά, αποφυγή, μπουνιά.
Το περιοδικό ‘The Ring’, μάλιστα, το 2002 τον ψήφισε 10ο κορυφαίο πυγμάχο τα τελευταία 80 χρόνια και τον Δεκέμβρη του 2006, στην πρώτη χρονιά που ήταν διαθέσιμος, μπήκε στο Hall of Fame της διεθνούς πυγμαχίας, μαζί με τους Ρομπέρτο Ντουράν και Ρικάρντο Λόπες.
Από το 2005 έγινε προπονητής στην πατρίδα του, τη Βιρτζίνια. Επιτυχίες του, ο Κάλβιν Μπροκ, που αγωνίστηκε με τον Βλαντιμίρ Κλίτσκο για τον παγκόσμιο τίτλο στα βαρέα βάρη, αλλά και ο πεπειραμένος Ζαμπ Τζούντα, με τον οποίο πανηγύρισαν τον τίτλο της IBF στη welterweight τον Μάρτιο του 2011, απέναντι στον Κάιζερ Μαζούμπα.
Πηγή: Contra