Του Θάνου Σαρρή
Έπαιξε σε Ισπανία, έκανε καριέρα στην Ιταλία, κρέμασε τα παπούτσια του στη Ράσινγκ, όμως ο Ντιέγο Σιμεόνε ξεκίνησε να παίζει μπάλα στη Βέλες. Φόρεσε τη φανέλα της πρώτος για τρία χρόνια, από το 1987 μέχρι το 1990, όταν και ήρθε η πρώτη πρόταση από Ευρώπη και συγκεκριμένα από την Πίζα. Όταν ήταν στις ακαδημίες της Βέλες, σε ηλικία 14 ετών, πέρασε από το προπονητικό κέντρο ένας παλιός ποδοσφαιριστής της ομάδας, που είχε το ίδιο επίθετο με τον νεαρό που ονειρευόταν με μια μπάλα στα πόδια. «Τον βλέπεις αυτόν τον παίκτη;», του είπε ο Βικτόριο Σπινέτο, προπονητής στις μικρές ομάδες της Βέλες και πρώην δόξα του κλαμπ. «Το επίθετό του είναι Σιμεόνε, σαν το δικό σου. Και τον έβγαλα Τσόλο, για σένα. Έχετε την ίδια ιδιοσυγκρασία. Είναι ένας νικητής, κοιτάζει πάντα μπροστά. Όπως έκανες εσύ». Ο παππούς χαμογέλασε. Είχε ακούσει για τον νεαρό με το φλογισμένο βλέμμα. Τα επόμενα χρόνια, θα μάθαινε πολλά περισσότερα για εκείνον.
Το όνομα που δεν άρεσε στη μητέρα
Ο επισκέπτης στις ακαδημίες της Βέλες λεγόταν Καρμέλο Σιμεόνε και δεν είχε κανενός είδους βιολογική συγγένεια με τον Ντιέγο. Μόνο ποδοσφαιρική. Ο Σιμεόνε γεννήθηκε το 1934 στη Σιουδαδέλα του ευρύτερου Μπουένος Άιρες, μια γειτονιά που φιλοξένησε αρκετούς ποδοσφαιριστές στα πρώτα τους χρόνια, όπως ο Τέβες και Γκάγο. Ο μικρός βαφτίστηκε Καρμέλο, ένα όνομα που δεν άρεσε καθόλου στη μητέρα του, η οποία από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ξεκίνησε να τον αποκαλεί Τσόλο ή Τσολίτο. Ετυμολογικά, η λέξη γεννήθηκε από τους Ισπανούς άποικους τον 16ο αιώνα και ήταν ένας προσβλητικός χαρακτηρισμούς για όσους ήταν ιθαγενούς προέλευσης και για τους μιγάδες. Στη συνέχεια, ωστόσο, έγινε μέρος της καθομιλουμένης, χωρίς να έχει αρνητική έννοια.
Όλοι οι φίλοι του ξεκίνησαν να τον φωνάζουν Τσόλο, όπως και οι συμπαίκτες του. Το ποδόσφαιρο ήταν η μεγάλη του αγάπη. Παρότι δεν διέθετε ιδιαίτερα τεχνικά χαρίσματα, ξεχώριζε για το πάθος και για τη δύναμή του. Το 1955 έκανε πραγματικότητα το όνειρό του και έπαιξε με την πρώτη ομάδα της Βέλες, ο κόσμος της οποίας τον λάτρεψε για την αυταπάρνησή του. Τα μακρινά του πλάγια έγιναν θρύλος στη χώρα, ενώ ο δημοσιογράφος Οσβάλδο Αλφρέδο Γουέμπε θυμάται όταν ήταν μικρός και έπαιζε αμυντικός, τον προπονητή του να του φωνάζει «Σαν τον Σιμεόνε, σαν τον Σιμεόνε», κάθε φορά που πήγαινε σε μία διεκδίκηση.
Η περιπετειώδης μεταγραφή στην Μπόκα
Ο Καρμέλο έπαιξε στη Βέλες μέχρι το 1961, όταν μια διαφωνία που είχε με τη διοίκηση του συλλόγου σχετικά με τον μισθό, έφερε το ντόμινο της μεταγραφής του στην Μπόκα Τζούνιορς. Οι «Σενέισες» αναζητούσαν ενίσχυση σε μια δύσκολη για εκείνους περίοδο και προσέγγισαν τη «Φορτίν» για τον επιθετικό Πέδρο Εουγένιο Καγιά. Ο πρόεδρος της Βέλες, Χοσέ Αμαλφιτανί, ζήτησε από την Μπόκα να αγοράσει «πακέτο» και τον Σιμεόνε, αν ήθελε να προχωρήσει η συμφωνία.
Παρότι έφτασε, λοιπόν, στη Λα Μπόκα ως ανεπιθύμητος από το Λίνιερς, κατάφερε να κερδίσει με το πάθος και την αγωνιστικότητά του το απαιτητικό κοινό της νέας του ομάδας. «Είχα τεράστιο πάθος, το μετέδιδα στους συμπαίκτες μου και με εμένα στον αγωνιστικό χώρο έπρεπε να νικήσουν ή να πεθάνουν», έλεγε πολύ αργότερα σε συνέντευξή του. Το μότο «Όταν παίζει ο Τσόλο, η Μπόκα δεν χάνει», έγινε κοινός τόπος στις κερκίδες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Καγιά, για τον οποίο έγινε η μεταγραφή, πέρασε αλλά… δεν ακούμπησε.
Τα πρωταθλήματα και η κληρονομιά του Τσόλο
Ο Τσόλο συνδέθηκε με την Μπόκα σε μια εποχή πολύ δύσκολη. Η ομάδα προερχόταν από «ξηρασία» τίτλων και οι μεταγραφές ανέβασαν ξανά την ψυχολογία του κόσμου, που τραγουδούσε κάθε περίσταση ότι το πρωτάθλημα θα γίνει δικό της. Η Μπόκα σήκωσε το τρόπαιο του 1962 και στη συνέχεια αυτό του 1964, επιβεβαιώνοντας την παράδοση που ήθελε κάθε πρωτάθλημα ημερομηνίας με τελευταίο ψηφίο το 4 να βάφεται στα χρώματά της: 1924, 1934, 1944, 1954 και 1964.
Η άμυνα, μέρος της οποίας ήταν και ο Σιμεόνε, έγινε η μεγάλη της δύναμη και ο Καρμέλο ήταν εκπληκτικός ανασταλτικά. Παρότι δεν ήταν ψηλός, «καθάριζε» κάθε φάση στον αέρα και είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην ικανότητά του. Το “El Grafico” τον έκανε πρωτοσέλιδο, γράφοντας: «Καρμέλο Σιμεόνε: Θέληση, δύναμη και αισιοδοξία που μεταδίδονται στο αίμα της Μπόκα». Ο Σιμεόνε έπαιξε 22 φορές με τη φανέλα της Εθνικής Αργεντινής και ο θρύλος για την αμυντική προσήλωση και το πάθος του έμεινε στην ιστορία.
Όταν ο Σπινέτο «βάφτισε» Τσόλο τον άνθρωπο με το ίδιο επίθετο και το παρεμφερές πάθος, ο περισσότερος κόσμος νόμιζε ότι υπήρχε κάποια συγγένεια. «”Σε συγχαίρουμε για τον γιο σου”, μου έλεγαν και εγώ γελούσα», θυμόταν στη συνέχεια. Ο πρώτος Τσόλο έφυγε από τη ζωή το 2014 και παρακολουθούσε την πορεία του Ντιέγκο όσο περισσότερο μπορούσε. Ίσως ο προπονητής της Ατλέτικο βρει κάποιον που θα συνεχίσει την παράδοση του πάθους και της αυταπάρνησης…
Πηγή: Fanatico