Ο Τζον Ντόναλντ Μπατζ γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1915 στο Oakland της Καλιφόρνια. Ο πατέρας του είχε σκωτσέζικη καταγωγή και ήταν παλιός παίκτης της δεύτερης ομάδας των Rangers λίγο πριν μεταναστεύσει μαζί με την οικογένεια του στις Η.Π.Α. αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Ο νεαρός Μπατζ πριν καταπιαστεί με το σπορ που τον καταξίωσε, είχε δοκιμάσει κι άλλα αθλήματα όπως το μπέιζμπολ και το ποδόσφαιρο με το οποίο τον πίεσε να ασχοληθεί κι ο πατέρας του.
Το τένις ωστόσο το γνώρισε από το μεγαλύτερο αδερφό του Lloyd, ο οποίος τον έπεισε να “πετάξει” το μπαστούνι του μπέιζμπολ και να πάρει ρακέτα μιας και το ύψος του (1.87μ.), όπως έλεγε, θα τον βοηθούσε να εξελιχθεί γρήγορα. Το 1938 μπήκε για σπουδές στο Berkeley University of California αλλά η κλίση κι η αγάπη του για το τένις ήταν τέτοιες που δεν τον άφησαν να το τελειώσει.
Σε ηλικία 18 ετών και έχοντας παίξει τένις χωρίς προσωπικό προπονητή και μόνο σε τοπικά πρωταθλήματα, κατακτά το Εθνικό Πρωτάθλημα Νέων (National Junior Championships). Στα 19 του χρόνια επιλέχθηκε για να βοηθήσει τη χώρα του στο Davis Cup, γεγονός που τον οδήγησε να παρατήσει το πανεπιστήμιο.
Το 1935 και σε ηλικία 20 ετών, ο Μπατζ κάνει το πρώτο του μεγάλο μπαμ: νικά στα προημιτελικά του Wimbledon το μεγάλο Bunny Adams πριν χάσει από το μελλοντικό “εχθρό” του, Baron Gottfried von Cramm, στα ημιτελικά. Την επόμενη χρονιά χάνει και πάλι στο Wimbledon από τον ερασιτέχνη ακόμα Fred Perry και στο U.S. Championships δύσκολα από τον Κραμ στο πέμπτο σετ με 10-8.
Το αστέρι, όμως του Μπατζ είχε ήδη αρχίσει να ξεπροβάλλει, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που μιλούσαν με θαυμασμό για το πανίσχυρο σερβίς του και για τα άπιαστα overheads του. Χαρακτηριστικό ήταν ότι το backhand του θεωρούνταν ως το καλύτερο της εποχής, μία πεποίθηση που άργησε να καταρριφθεί μέχρι την εμφάνιση του Ken Rosewall τη δεκαετία του ’60.
Ο ίδιος ο Μπατζ ωστόσο, απογοητευμένος από τις συνεχείς του ήττες αλλά και δυσκολευόμενος να παίξει στο χορτάρι, έχοντας συνηθίσει στις σκληρές επιφάνειες των Η.Π.Α., αποφασίζει να μην αγωνιστεί καθόλου κατά τη χειμερινή περίοδο του 1936 μετά την αποτυχία στο U.S. Championships και να κάνει μόνο προπονήσεις αλλά και ορισμένες θεμελιώδεις αλλαγές στο στυλ παιχνιδιού του.
Παρακολουθώντας αγώνες των κορυφαίων της εποχής συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να αρχίσει να χτυπά τη μπάλα λίγο δυνατότερα αλλά και νωρίτερα. Δούλεψε σκληρά με τον προπονητή του αυτούς τους 5 μήνες της χειμερινής περιόδου προσπαθώντας να ενσωματώσει τη θεωρία στον τρόπο παιχνιδιού του.
Η επόμενη χρονιά ήταν καθοριστική για το νεαρό τότε Μπατζ. Το 1937 γίνεται ο πρώτος τενίστας στα χρονικά που κατακτά και τους τρεις τίτλους στο Wimbledon (singles, doubles, mixed doubles), ένα επίτευγμα που θα επαναλάβει και την αμέσως επόμενη χρονιά, ενώ παράλληλα παίρνει εκδίκηση από τον Κραμ για την ήττα του την περασμένη χρονιά στο U.S. Championships, τον οποίο μάλιστα κερδίζει χωρίς απώλεια σετ! Μερικές εβδομάδες αργότερα Μπατζ και Κραμ επιστρέφουν στο Wimbledon αυτή τη φορά στο πλαίσιο του Davis Cup μεταξύ Η.Π.Α. και Γερμανίας.
Σε εκείνο το ματς κι ενώ βρισκόταν κάτω με 1-4 στο καθοριστικό σετ, ο Μπατζ πραγματοποιεί μία εντυπωσιακή ανατροπή για να πάρει τελικά το σετ και το ματς με 8-6 μπροστά στα έκπληκτα μάτια της βασίλισσας Μαρίας αλλά και του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος παρακολουθούσε την εξέλιξη του παιχνιδιού απ το ραδιόφωνο! Ακολούθησαν μερικές εβδομάδες αργότερα τρεις νέες νίκες του στον ίδιο θεσμό αυτή τη φορά με αντίπαλο την Αγγλία, χαρίζοντας κατ αυτό τον τρόπο το τρόπαιο του Davis Cup στις Η.Π.Α. για πρώτη φορά μετά το 1926. Ως επιβράβευση γι αυτό του το επίτευγμα, ο Μπατζ παρέλαβε το James E. Sullivan Award ως ο κορυφαίος ερασιτέχνης αθλητής των Η.Π.Α., μία διάκριση που δεν έχει γνωρίσει άλλος τενίστας ως σήμερα.
Έχοντας καθιερωθεί στην ελίτ του παγκοσμίου τένις μετά τη μεγάλη επιτυχία του στο Davis Cup, ο Μπατζ επιστρέφει στον τελικό του U.S. Championships και πάλι με αντίπαλο τον Κραμ, αυτή τη φορά όμως για να κερδίσει τον τίτλο, όπερ εγένετο. Το τέλος του έτους βρήκε τον 22χρονο πρωταθλητή το νέο Νο1 του παγκοσμίου τένις, μία θέση που θα διατηρούσε για τα επόμενα 5 συναπτά έτη.
Η επόμενη χρονιά ήταν αδιαμφισβήτητα η χρονιά του Ντον Μπατζ! Πηγαίνοντας στην Αυστραλία με δύο σερί ήττες από τον Κραμ σε τουρνουά προετοιμασίας, κατακτά τον τίτλο χάνοντας μόλις ένα σετ σε όλη τη διοργάνωση! Αυτό, ωστόσο, έμελλε να είναι το τελευταίο μεγάλο ματς μεταξύ των δύο πρωταθλητών καθώς μερικές εβδομάδες αργότερα ο Κραμ φυλακίστηκε εξαιτίας των ομοφυλοφυλικών του προτιμήσεων στη Γερμανία.
Ο Μπατζ απογοητεύτηκε απ’ αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη φτάνοντας στο σημείο να στείλει ο ίδιος γράμμα στο Χίτλερ με αίτημα την απελευθέρωση του φίλου και συμπαίκτη του, δείχνοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπό του. Παρά την απελευθέρωση του Κραμ έξι μήνες μετά, όταν ο ίδιος επέστρεψε στο τουρ καθυστερημένα λόγω των πολιτικών αναταραχών στη Γερμανία, ο Μπατζ ήταν ασταμάτητος κι οι δυο τους δεν ξανά έδωσαν άλλο μεγάλο αγώνα στα γήπεδα.
Την ίδια χρονιά, κερδίζει τον Roderick Menzel στον τελικό του French Open και μερικές εβδομάδες αργότερα τον Bunny Austin στο Wimbledon, κατακτώντας το βαρύτιμο τρόπαιο χωρίς απώλειες σετ! Έχοντας στεφθεί πρωταθλητής στα 3 από τα 4 μεγαλύτερα τουρνουά του τρέχοντος έτους (1938), ταξιδεύει στη πατρίδα του με στόχο το απόλυτο. Χάνοντας μόλις ένα σετ καθ΄ όλη τη διάρκεια του πρωταθλήματος και νικώντας στον τελικό τον Gene Mako κατακτά τον τίτλο στο U.S. Championships πετυχαίνοντας το αδιανόητο: έγινε ο πρώτος τενίστας στα χρονικά που κατακτά το λεγόμενο “Calendar Grand Slam” ενώ ταυτόχρονα έμεινε στην ιστορία ως ο μοναδικός άνδρας τενίστας που κατακτά 6 διαδοχικούς τίτλους σε επίπεδο Grand Slam, έχοντας το ασύλληπτο σερί 92-0 στη συγκεκριμένη σειρά!!
Έχοντας τέτοιες επιτυχίες, ο Μπατζ μεταπήδησε στο επαγγελματικό τουρ μιμούμενος δύο ζώντες θρύλους της εποχής, τον Fred Perry και τον Ellsworth Vines. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή δεν ήταν όλοι επαγγελματίες τενίστες, ίσα ίσα οι περισσότεροι ήταν ερασιτέχνες! Ως επαγγελματίας λοιπόν ο Μπατζ είχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε μεγαλύτερης δυναμικότητας διοργανώσεις, τα λεγόμενα “Pro Slams”. To 1939 κατέκτησε το French Pro Championships νικώντας τον Βάινς στον τελικό και μερικές εβδομάδες αργότερα αναδείχθηκε πρωταθλητής και στο Wembley Pro Championships κερδίζοντας τον κάτοχο του τίτλου Hans Nusslein.
Το επόμενο έτος (1940) ήταν περίεργο για το επαγγελματικό τένις. Πολλά τουρνουά, εξαιτίας του πολέμου, είχαν αναβληθεί καθώς και πολλοί τενίστες σταμάτησαν είτε λόγω στράτευσης είτε λόγω επιβολής προσωπικών ποινών. Δεδομένων των γεγονότων διοργανώθηκαν 7 κύρια τουρνουά τη συγκεκριμένη χρονιά και ο Μπατζ, ευρισκόμενος στο απόγειο της δόξας του, κατέκτησε τα τέσσερα απ’ αυτά μέσα στα οποία και το σημαντικότερο U.S. Pro Championship, διατηρώντας παράλληλα και τη θέση του στην παγκόσμια κατάταξη.
Το 1941 έπαιξε κανονικά στο παγκόσμιο τουρ ενώ το 1942 κατέκτησε και το τελευταίο του μεγάλο τίτλο και πάλι στο U.S. Pro Championship συντρίβοντας στον τελικό το Βάινς με το εντυπωσιακό 6-2, 6-2, 6-2 κι ενώ προηγουμένως είχε αποκλείσει μεγάλους παίκτες όπως τον Riggs και τον Perry.
Την ίδια χρονιά αναγκάστηκε να υπηρετήσει στις αμερικανικές δυνάμεις στρατού, όπου όμως ένα ατυχές γεγονός έβαλε φρένο στα όνειρα και τις φιλοδοξίες του ήδη σπουδαίου τότε Μπατζ: παίρνοντας μέρος σε κάποιες δοκιμαστικές ασκήσεις, τραυματίστηκε στον ώμο από ένα βλήμα κι αναγκάστηκε να χειρουργηθεί. Επιστρέφοντας στο τουρ το 1945 και παρά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει μία γερή μάχη με τον Ριγκς, πέρα από ορισμένες εντυπωσιακές νίκες του Μπατζ, ο 30χρονος πρωταθλητής δε μπορούσε να τον συναγωνιστεί επί ίσοις όροις.
Τα επόμενα χρόνια βρήκαν τον Μπατζ παρόντα στους τελικούς του U.S. Pro Championships (1946, 1947, 1949), αδυνατώντας όμως να κατακτήσει τον τίτλο χάνοντας και στους τρεις από τον ανερχόμενο Ριγκς. Το 1953 και στα 38 του χρόνια ο Μπατζ είχε την τελευταία του παρουσία σε τελικό μιας μεγάλης διοργάνωσης, επίσης στο U.S. Pro Championships, χάνοντας όμως και πάλι αυτή τη φορά από τον 25χρονο, Pancho Gonzalez.
Το 1955 και σε ηλικία 40 ετών ο Μπαντζ ανακοινώνει την απόφαση του να εγκαταλείψει το επαγγελματικό τένις, έχοντας όμως προηγουμένως νικήσει το τότε Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης Gonzalez στο Los Angeles. Μετά την απόσυρσή του από το τένις ίδρυσε προπονητικούς ομίλους για παιδιά με έφεση στο τένις. Το 1973 επιστρέφει αιφνίδια στο Wimbledon αυτή τη φορά στο τουρνουά των βετεράνων για να κατακτήσει τον τίτλο με συμπαίκτη του τον Frank Sedgman.
Το Δεκέμβρη του 1999 τραυματίζεται σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα από το οποίο δεν κατάφερε ποτέ να αναρρώσει πλήρως. Στις 26 Ιανουαρίου του 2000 και σε ηλικία 84 ετών αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσηλευτική κλινική στο Σκράντον της Πενσυλβάνια.
Έχοντας παραστεί στο χώρο του τένις για 22 συνεχή χρόνια (6 ως ερασιτέχνης και 16 ως επαγγελματίας) κατάφερε να βρεθεί για 5 διαδοχικά χρόνια στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης (1937-1941) και να κατακτήσει 10 Majors εκ των οποίων τα 6 ήταν Grand Slams και τα τέσσερα Pro Slams. Τιμήθηκε το 1964 με την επίσημη είσοδό του στο International Tennis Hall of Fame.
Ακόμη και σήμερα θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους κορυφαίους τενίστες στην ιστορία.
ΤΙΤΛΟΙ
- Singles
- Australian Open: 1938
- Roland Garros: 1938
- Wimbedon: 1937, 1938
- US Open: 1937, 1938
- Pro Slams
- French Pro Championships: 1939
- Wembley Pro Championships: 1939
- US Pro Championships: 1940, 1942
- Doubles
- Wimbledon:1937, 1938
- US Open: 1937, 1938
- Mixed Doubles
- Wimbledon: 1937, 1938
- US Open: 1937, 1938
- Davis Cup: 1937
Πηγή: Tennis 24