Του Θοδωρή Βασίλη
Ο πόνος πλέον ήταν ανυπόφορος. Ο ίδιος είχε εισαχθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο για μια επέμβαση που θα μπορούσε να μειώσει το μαρτύριο του. Ο Ρίτσαρντ Φερνάντες ή όπως τον έμαθε όλη η Αργεντινή, ο «Ουρουγουανός» ήταν πλέον καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Οι εποχές που διαφέντευε στην La Doce αλλά και σε όλο το Μπουένος Άιρες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Οι πρώην φίλοι του από το Μπομπονέρα, αλλά και οι συνεργάτες του στο οργανωμένο έγκλημα τον είχαν ξεχάσει εντελώς.
Περιμένοντας μοιρολατρικά την μοίρα του, ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμ Λάλους Φερνάντες, ετοιμαζόταν να τοποθετήσει μια πλάκα τιτανίου για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τόσο τον φυσικό πόνο που δεν μπορούσε πλέον να τον κάνει λειτουργικό αλλά και τον πνευματικό αφού από βασιλιάς πια δεν είχε τίποτα. Ο «Ουρουγουανός» όμως δεν πρόλαβε. Μια μόλυνση όμως επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τον οργανισμό του και μετά από επτά ημέρες νοσηλείας πέθανε σε ηλικία μόλις 51 ετών μόνος κι έρημος.
«Εδώ βρίσκεται θαμμένος ο πιο διαβόητος κι αιμοδιψής των barras bravas στην ιστορία της Αργεντινής». Δεν θα ήταν υπερβολή αν στον τάφο του υπήρχε αυτή η πρόταση. Και αυτό γιατί η ζωή του «Ουρουγουανού» Ρίτσαρντ ήταν μέσα στο έγκλημα και το αίμα με την μορφή να αντικατοπτρίζει το απόλυτο κακό για τόσο για τους χούλιγκανς της Αργεντινής όσο και για την εν γένει εγκληματική σκηνή της χώρας.
Ο Ρίτσαρντ Φερνάντες γεννήθηκε το Μάιο του 1968 στο Μοντεβιδέο και από μικρός έγινε μέλος του υποκόσμου στην Σέρο. Τα πράγματα είναι δύσκολα στην Σέρο και όπως πολλοί συμπατριώτες του περνάει στην άλλη πλευρά του Río de la Plata (το ποτάμι που χωρίζει την Ουρουγουάη από την Αργεντινή). Η διαφορά όμως σε σχέση με τους υπόλοιπους είναι ότι δεν πάει στο Μπουένος Άιρες για να δουλέψει, αλλά να κάνει αυτό που είχε μάθει ήδη στην πατρίδα του. Να κλέβει. Αρχικά μικροκλοπές, πριν ανοίξει την γκάμα των χτυπημάτων του και αρχίζει τα χτυπήματα σε κοσμηματοπωλεία και τράπεζες. Ο «Ουρουγουανός» γίνεται ο Νο1 στόχος της αστυνομίας. Μετά από πολλές προσπάθειες στα τέλη της δεκαετίας του 80′ πέφτει στα χέρια του Νόμου. Η δικαιοσύνη δεν του χαρίζεται.
Ο ίδιος περνάει 11 χρόνια σε διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα της Αργεντινής χτίζοντας παράλληλα μια τρομερή φήμη. Σε κάθε φυλακή που μεταφέρεται καταφέρνει και παίρνει τον απόλυτο έλεγχο. Σε μια από αυτές, στην Devoto, προκαλεί μία από τις αιματηρές εξεγέρσεις σε φυλακές της Αργεντινής με 24 ομήρους απαιτώντας καλύτερες συνθήκες αλλά και την διεξαγωγή γιορτής για τα Χριστούγεννα για όλους τους κρατούμενους. Μάλιστα, φτάνει στο σημείο να απειλήσει πως θα ρίξει στο κενό έναν από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους τον οποίο είχε κρεμάσει στην ταράτσα των φυλακών αν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά του. Το όνομα του γίνεται θρύλος. Και κάπου εκεί έρχεται μια τυχαία γνωριμία που θα του αλλάξει την ζωή του.
Το superclasico που σημάδεψε την ζωή του
Τον Απρίλιο του 1994 η Ρίβερ Πλέιτ επικρατεί μέσα στο Μπομπονέρα της Μπόκα Τζούνιορς στο Superclasico με 2-0 με γκολ των Ορτέγκα και Κρέσπο. Οι οπαδοί της Μπόκα δεν αντέχουν την ήττα και ξεκινάνε επεισόδια. Δεν σταματάνε όμως εκεί αφού η κατάσταση ξεφεύγει και νεκροί πέφτουν δύο οπαδοί της Ρίβερ. Η ηγετική ομάδα της La Doce συλλαμβάνεται και στέλνεται στην Devoto εκεί όπου κάνει κουμάντο ο «Ουρουγουανός». Αμέως καταλαβαίνουν ότι άλλο πράγμα είναι οι εξέδρες του Μπομπονέρα και άλλο η φυλακή. Ο ηγέτης της La Doce, Ράφα Ντι Ζέο, βλέποντας την δύναμη του Ρίτσαρντ Φερνάντες του προτείνει μόλις βγει από την φυλακή να γίνει το δεξί του χέρι, κάτι σαν σωματοφύλακας.
Ο Φερνάντες δεν λέει όχι και μόλις αποφυλακίζεται τηλεφωνεί στον Ντι Ζέο ζητώντας του να μπει στην La Doce. Παρότι οπαδός της Ρίβερ, ο Ντι Ζέο (ακόμα και τώρα είναι το απόλυτο αφεντικό στους barra bravas της Μπόκα), τον παίρνει δίπλα του. Αλλωστε κανείς δεν μπορεί και δεν έχει το σθένος να πει κάτι, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα κινδυνέψει η ζωή του.
Σιγά σιγά ο «Ουρουγουανός» εδραιώνει την θέση του στην ηγετική ομάδα και όταν ο Ντι Ζέο παίρνει τον δρόμο για την φυλακή, μαζί με τους Μάουρο Μάρτιν και Μαξιμιλιάνο Ματσάρο αποτελούν την τριανδρία που έχει τον απόλυτο έλεγχο. Και αν άλλοι δύο είναι το μυαλό, ο Φερνάντες είναι ο νόμος. Σε κάθε ματς πρωτοστατεί σε επεισόδια, ενώ όπως γίνεται γνωστό είναι ο υπεύθυνος για τον ξυλοδαρμό του τότε τερματοφύλακα της Μπόκα, Πάμπλο Μιλιόρε επειδή δεν έλυνε το συμβόλαιό του. Καταφέρνει και έχει υπό τον απόλυτο έλεγχο διάφορες επιχειρήσεις της La Doce ενώ την ίδια ώρα ξεκινάει στενές σχέσεις με την αστυνομία σε σημείο που τον καλύπτει όταν βρίσκονται ενοχοποιητικά στοιχεία για κάποιες άλλες γνωστές κλοπές.
Η ανάγκη για την απόλυτη εξουσία και η πτώση του
Ο Φερνάντες γλυκαίνεται από την εξουσία και αποφασίζει πως δεν του αρκεί να την μοιράζεται με τον Μάρτιν και αποφασίζει να τον «τελειώσει». Αυτό όμως θα ήταν και το μοιραίο του λάθος. Μάουρο Μάρτιν αρχικά απαγάγει τον γιο του «Ουρουγουανού» ζητώντας 10.000 δολάρια, τα οποία όμως δεν πληρώνονται. Μετά από δύο ημέρες ο γιος του Φερνάντες αφήνεται ελεύθερος ως ένα πρώτο μήνυμα από την πλευρά του Μάρτιν. Τελικά μετά από διάφορα αιματηρά επεισόδια στην γειτονιά της La Boca ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμ Λάλους Φερνάντες χάνει την μάχη για την ηγεσία της La Doce και το 2009 επιστρέφει στην φυλακή.
Μετά από δύο χρόνια ο Φερνάντες προσπαθεί να προσεγγίσει τον άλλοτε αρχηγό του τον Ράφα Ντι Ζέο ο οποίος ακόμα εξέτιε την ποινή του και να συμμαχήσουν κατά του Μάρτιν. Ο Ντι Ζέο όμως δεν είχε ξεχάσει την προδοσία του και αρνήθηκε, αφού ο ίδιος ετοιμαζόταν να επιστρέψει και να αναλάβει τα ηνία.
Και φτάνουμε Μάρτιο του 2011 όταν ο «Ουρουγουανός» Ρίτσαρντ σε μια τελευταία προσπάθεια να τα βρει με τον Ντι Ζέο αποφασίζει να τον συναντήσει.
Το στέκι του Ντι Ζέο εκείνη την εποχή ήταν ένα από τα πιο γνωστά στριπ κλαμπ του Μπουένος Άιρες, το διάσημο Cocodrilo. Το μαγαζί ήταν γεμάτο θαμώνες όταν ο Ρίτσαρντ προσεγγίζει το τραπέζι όπου βρισκόταν ο Ντι Ζέο με την συνοδεία του. Η συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών γρήγορα ξέφυγε και οι εκατέρωθεν απειλές άρχισαν να δίνουν. Ο Ρίτσαρντ λίγο πριν αποχωρήσει φωνάζει πως θα εκδικηθεί. Δεν προλαβαίνει να κάνει δέκα βήματα και τρεις σφαίρες σφηνώνονται στην πλάτη του τραυματίζοντας άσχημα την σπονδυλική του στήλη.
Αμέσως οδηγείται στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί τον γλιτώνουν από τον θάνατο, αλλά με ένα αντίτιμο. Θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής του σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο δράστης συλλαμβάνεται αλλά για τον «Ουρουγουανό» πλέον μικρή σημασία είχε αυτό. Ο ίδιος είχε τιμωρηθεί με τον πιο σκληρό τρόπο. Καταδικασμένος σε ακινησία για το υπόλοιπο της ζωής του. Μην μπορώντας να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι είχε χάσει όλα τα προνόμια, στρέφει την δράση του στο εμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών. Κατηγορείται αλλά τελικά αθωώνεται για την δολοφονία δύο Κολομβιανών βαρόνων ναρκωτικών, πριν συλληφθεί με 15 κιλά κοκαΐνης όταν προσπάθησε να τα περάσει στην Ουρουγουάη. Λόγω της κατάστασης της υγείας του η ποινή που του επιβάλλεται είναι κατ ‘οίκον περιορισμός. Μέρα με την ημέρα οι πόνοι του γίνονται όλο και πιο έντονοι ενώ ο ίδιος πέφτει σε κατάθλιψη.
Λίγο καιρό μετά αποφασίζει να μιλήσει στον Τύπο. «Ναι είμαι το τέρας που περιγράφουν όλοι. Ήμουν αρχηγός μιας ολόκληρης ομάδας, ήμουν ατρόμητος, με φοβούνται όλοι. Τώρα είμαι εδώ σε αυτή την κατάσταση. Επρεπε να με πυροβολήσουν πισώπλατα γιατί αν έρχονταν κατά μέτωπο ήξεραν ότι θα τους σκότωνα όλους». Την ώρα που η Μπόκα χωρίς την La Doce στο πλευρό της γνώριζε την ήττα στον πρώτο ημιτελικό του Copa Libertadores στο Μονουμεντάλ απέναντι στην Ρίβερ Πλέιτ, ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμ Λάλους Φερνάντες άφηνε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο. Το τελευταίο παιχνίδι που του επιφύλασσε η μοίρα του. Να φύγει την ημέρα του superclasico, των δύο ομάδων που σημάδεψαν την ζωή του.
Καμία ομάδα όμως δεν είναι ανίκητη και ούτε ο «Ουρουγουανός» μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, ο πιο διαβόητος χούλιγκαν που έχει γνωρίσει η Αργεντινή.