Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

O γιος του Βλάντιμιρ Ιβάνοβιτς, Αντιπροέδρου του Περιφερειακού Συμβουλίου του Κιέβου και της Καταρίνα Ανταμένκο, Αναπληρώτριας Κοσμήτορα του Πανεπιστημίου του Κιέβου, δεν είχε απολύτως καμία ανάγκη να γίνει ποδοσφαιριστής.

Δεν είχε ανάγκη το ποδόσφαιρο ούτε για βιοπορισμό ούτε για αναγνωρισιμότητα.

Άλλωστε η μητέρα του ως παλιά και επιτυχημένη αθλήτρια του πεντάθλου, τον κατηύθυνε πιο πολύ προς τον κλασσικό αθλητισμό, ως πάρεργο και αντικείμενο πιο «ευγενικής» αθλητικής παιδείας για το γιο της.

Ο μικρός όμως ήταν καλός. Πολύ καλός. Κι όταν είσαι τόσο καλός και το σοβιετικό μοντέλο διακρίνει τα σπάνια προσόντα σου, είναι φύσει αδύνατον να αποφύγεις το πεπρωμένο σου.

Ήδη, από τα δέκα του χρόνια, εντάχθηκε στις φημισμένες ακαδημίες της Ντιναμό Κιέβου, συμμετέχοντας εν αγνοία του στο project των Σοβιετικών να επιβληθούν (και) στο ποδόσφαιρο, να δημιουργήσουν σχολή, να παράξουν πρωταθλητές.

Εκεί από παιδί έμαθε πως κατακτάς το στόχο με πειθαρχία, μεθοδικότητα, προπόνηση, αυταπάρνηση, θυσίες.

Εκείνο που εντυπωσίαζε στα προσόντα του μικρού, ήταν η ταχύτητα και η έκρηξη. Αυτό πρόσεξε επάνω του ο προπονητής τότε της Ντιναμό, ο Βίκτορ Σιλόφσκι και έδωσε την εντολή να προσεχθεί παραπάνω από τους υπόλοιπους.

«Στεγνός», γυμνασμένος και ψηλός για την εποχή του και γρήγορος. Ήταν ένα θεόσταλτο «προϊόν» κατάλληλο να διαπρέψει, κανείς όμως δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ούτε να υπολογίσει το απύθμενο ταλέντο που έκρυβε στο μυαλό και τα πόδια του.

Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ανέλαβε την ομάδα ο μεγάλος Βίκτορ Μάσλοφ, μια από τις πρώτες του εισηγήσεις ήταν να προωθηθεί στην πρώτη ομάδα ο θαυματουργός μικρός που διέλυε τις αντίπαλες άμυνες στα πρωταθλήματα νέων.

Εκείνος ο μικρός ήταν ο Όλεγκ Μπλαχίν και ήταν βέβαιο ότι στα χέρια του Μασλόφ θα είχε αλματώδη εξέλιξη.

Ο Μάσλοφ ήταν ένας εκ των νεωτεριστών του σύγχρονου ποδοσφαίρου, ένας προπονητής γεμάτος ιδέες και επιστημονική προσέγγιση στο άθλημα.

Ήταν ένας από τους πρώτους που εισήγαγαν συγκεκριμένα προγράμματα εκγύμνασης, συνεργασία με ειδικό διατροφολόγο, ένας άνθρωπος που εξέλιξε το 4-4-2 και μέχρι τις μέρες μας θεωρείται εκ των πατέρων του μοντέρνου ποδοσφαίρου.

Μαζί του ντεμπουτάρισε ο Μπλαχίν, στη δική του εξαετία ανδρώθηκε και εξελίχθηκε ποδοσφαιρικά, δείχνοντας ψήγματα από το ατέλειωτο ταλέντο που τον οδήγησε να αναδειχθεί σε θρύλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Δεν είναι υπερβολή, δεν είναι μεγαλοστομία ή ωραιοποίηση μιας κατάστασης όπως στα περισσότερα βιογραφικά σημειώματα.

Ο Μπλαχίν ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο, ένας ποδοσφαιριστής που ήταν τόσο κοντά στο πρότυπο Κρόιφ, σε βαθμό να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.

Άργησε να παίξει βασικός, διότι μπροστά του είχε το «τοτέμ» Βίταλι Χμελνίτσκι, έναν επιθετικό-θρύλο της Ντιναμό και της Σοβιετικής Ένωσης.

Όταν όμως το 1972 πήρε τη φανέλα με το «11», δεν την ξαναέβγαλε ποτέ. Ο τυφώνας Μπλαχίν ξεκίνησε τη φρενήρη πορεία του ακριβώς τότε.

Συστήθηκε σε όλους μας όντας στη βασική ενδεκάδα της πιο απαιτητικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης με 4 γκολ σε 4 παιχνίδια. Μετά το ντεμπούτο του -εξ αιτίας του τραυματισμού του Χμελνίτσκι– σε 27 παιχνίδια είχε 14 γκολ.

Το ζήτημα όμως δεν ήταν αυτό, αλλά το ποδόσφαιρο του μέλλοντος που απέδιδε, η ταχύτητα, ο διασκελισμός, οι προσποιήσεις, η δύναμη.

Έγινε μεμιάς πρωταγωνιστής, δεν πήγε σε μικρότερη ομάδα να «ψηθεί», ήταν από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που προωθήθηκαν από τις ακαδημίες και έγιναν παγκόσμιοι σταρ.

Το 1974 έρχεται το πρώτο νταμπλ, έχει σκοράρει 20 γκολ σε 29 συμμετοχές, έχει ήδη συστηθεί και στο ευρωπαϊκό κοινό και μοιάζει κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι του λείπει μόνο η παγκόσμια αναγνώριση.

Από το 1972 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου είχε φανεί ότι ο Μπλαχίν είναι το next big thing των Σοβιετικών.

Ο εικοσάχρονος επιθετικός ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα, ήταν το κάτι παραπάνω στην καλοκουρδισμένη σοβιετική μηχανή που απέδιδε ένα ποδόσφαιρο πολύ κοντά στο ολλανδικό.

Η χρονιά ορόσημο όμως είναι το 1975, η σεζόν που άπαντες μαθαίνουν το φαινόμενο Μπλαχίν.

Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα με τον Αλεξάντερ Σεβίντοφ στον πάγκο, την τεχνική ηγεσία της ουκρανικής ομάδας έχει αναλάβει ο Βαλερί Λομπανόφσκι, ο αναμορφωτής του σοβιετικού ποδοσφαίρου, ο προπονητής που ξεπέρασε τον Μάσλοφ και έχει εξασφαλίσει στο διηνεκές τον τίτλο του Master of sports.

Mε τον Λομπανόφσκι αρχιτέκτονα και τον Μπλαχίν πρώτο βιολί, η Ντιναμό γίνεται η πρώτη ομάδα στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης που κατακτά ευρωπαϊκό τίτλο νικώντας στον τελικό τη Φερεντσβάρος με ένα πεντακάθαρο 3-0.

Ο Μπλαχίν αγωνίζεται είτε σαν αριστερός εξτρέμ είτε σαν δεύτερος επιθετικός πίσω από τον Ονισένκο.

Η μηχανή του Λομπανόφκσι δουλεύει στην εντέλεια, περιττό να ειπωθεί ότι στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης η κυριαρχία είναι καθολική, η Ντιναμό διαλύει τους πάντες στην Ευρώπη χάνοντας μόνο το αδιάφορο ματς στην Ολλανδία με την Αϊντχόφεν.

Ο Μπλαχίν κλείνει τη σεζόν με 23 γκολ σε 36 συμμετοχές, έχει κατακτήσει το νταμπλ, το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και αναπάντεχα έρχεται το κερασάκι.

Ανακηρύσσεται καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης, μπροστά από ιερά τέρατα, όπως ο Φραντς Μπεκενμπάουερ και ο Γιόχαν Κρόιφ, γνωρίζει την καθολική παραδοχή και αναγνώριση, ανήκει πλέον στην ελίτ.

Τιμάται και στη Σοβιετική Ένωση με την ύψιστη αναγνώριση του κορυφαίου αθλητή της χρονιάς (βραβείο εξαιρετικά σπάνιο για ποδοσφαιριστή), ασφαλώς κερδίζει και τα βραβεία καλύτερου ποδοσφαιριστή, πρώτου σκόρερ και πρεσβευτή του αθληματος.

Είναι η πρώτη φορά που τα κριτήρια δεν είναι πολιτικά και οι επιτροπές δεν προσπαθούν να τηρήσουν «ισορροπίες», ο Μπλαχίν είναι προδήλως ο καλύτερος και στα 23 του έχει τουλάχιστον μια δεκαετία ποδοσφαίρου μπροστά του.

Η συνέχεια στη Ντιναμό είναι ανάλογη. Η Μπάγερν «προσκυνάει» στο Σούπερ Καπ και χάνει το τρόπαιο μετά από δύο ήττες κόντρα στο ποδοσφαιρικό θαύμα του Λομπανόφσκι.

Σχεδόν όλοι στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου χειροκροτούν αυτή τη θαυμάσια ομάδα, ο δυτικός κόσμος, μετά από δεκαετίες, ξεπερνά πολιτικά συμπλέγματα και αναγνωρίζει τους καλύτερους αδιαφορώντας εάν πρόκειται για Σοβιετικούς, κομμουνιστές ή φιλελεύθερους.

Έχει νικήσει η ποιότητα, το ταλέντο, το σχέδιο, η ομάδα.

Ο Μπλαχίν είναι το έμβλημα εκείνης της ομάδας, ο «ένας» που έχει επιλέξει ο γκουρού Λομπανόφσκι σαν leader των υπολοίπων κι ας μην ήταν ιεραρχικά η σειρά του.

Η επιτυχία της Ντιναμό και του Μπλαχίν έχει εντυπωσιάσει ακόμη και το καθεστώς.

Μέσα σε μια νύχτα, απολύονται οι προπονητές της Εθνικής ομάδας, καλείται ο Λομπανόφσκι να εφαρμόσει το μοντέλο της Ντιναμό και σε εθνικό επίπεδο, του παραδίδονται τα κλειδιά της Εθνικής και αναζητείται και μια εμβληματική φυσιογνωμία για να κυριαρχήσει και στο χορτάρι.

Είναι και πάλι ο Μπλαχίν, πάντοτε όμως με το «σοβιετικό» τρόπο, ως πρώτος μεταξύ ίσων, ως κορωνίδα μιας απόλυτα πειθαρχημένης μηχανής παραγωγής ποδοσφαίρου στα όρια του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού.

Ο τρόπος που αγωνίζονται Ντιναμό και Εθνική είναι πανομοιότυπος, το pattern είναι το ίδιο, μοιάζει με γεωμετρικό σχέδιο, οι κινήσεις είναι μηχανικές, όταν ένα γρανάζι αυτοσχεδιάζει, η μηχανή μπλοκάρει. Ο μόνος που έχει δικαίωμα στο «περιττό» είναι ο Μπλαχίν. Άλλωστε είναι ο πιο αναγνωρίσιμος, ο πιο περιζήτητος, ο πιο «Ευρωπαίος», παρά το παρουσιαστικό που παραπέμπει απευθείας στον Καύκασο.

Ο ίδιος ποτέ δεν αισθάνθηκε υπηρέτης του καθεστώτος, ανέκαθεν θεωρούσε εαυτόν Ουκρανό, οι καταβολές όμως ήταν όλες εκεί, η πειθαρχία ήταν και οικογενειακό legacy, είχε αποδεχθεί το ρόλο του predestinated από πολύ μικρός.

Η επιλογή της Ομοσπονδίας αποδεικνύεται έωλη, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί το ίδιο μοντέλο ενός συλλόγου σε μια εθνική ομάδα.

Το καθεστώς δυσαρεστείται, ο Λομπανόφκσι καθαίρεται, οι προύχοντες περίμεναν άμεσα αποτελέσματα και χρυσό μετάλιο και από την Εθνική. Το χάλκινο μετάλιο του 1976 μοιάζει κοροϊδία και «ύβρις» για τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση στα πρόθυρα του ψυχρού πολέμου με το δυτικό κόσμο.

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα συνέβαινε εάν ο Μπλαχίν είχε γεννηθεί σε μιαν άλλη εποχή, τι θα κατακτούσε εάν μπορούσε να μεταγραφεί σε κάποιον μεγάλο σύλλογο της «Δύσης», εάν τα επιτεύγματά του θα ήταν ίδια ή μεγαλύτερα σε σχέση με όσα κατέκτησε στο Κίεβο.

Γεγονός είναι ότι σταθερά από το «χρυσό» 1975 και έπειτα ήταν πάντοτε πρώτος, απέναντι όμως σε συγκεκριμένους αντιπάλους, μακριά από το δικό του ταλέντο και τις απεριόριστες αθλητικές ικανότητες, σε ένα περιβάλλον που δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε, γιατί δεν το ζήσαμε.

Δικαίωμα δεν έδωσε, επί 20 χρόνια αρνείτο απολαύσεις και πάσης φύσεως «μη αθλητικές» δραστηριότητες, υπηρέτησε με κάθε ικμάδα του ταλέντου του την πατρίδα του, την ομάδα του, την Εθνική.

Όταν ο Λομπανόφκσι επέστρεψε και στη Ντιναμό και στην Εθνική, φάνταζε πιο ευτυχισμένος ποδοσφαιρικά, παρόλο που είχαν συγκρουσθεί ουκ ολίγες φορές.

Ο Μπλαχίν μπορεί να ήταν πειθαρχημένος και συνετός, είχε όμως και τις εκρήξεις του, αισθανόταν ότι αδικούνταν, εκνευριζόταν όταν οι συμπαίκτες του δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τον τρόπο σκέψης του και τον τρόπο που διάβαζε εκείνος το παιχνίδι.

Ο Λομπανόφσκι τον έβαλε σε καλούπια, γεγονός που είχε και θετικό και αρνητικό αντίκτυπο στην εξέλιξή του, δεν είχε όμως ποτέ την ελευθερία που απολάμβανε ας πούμε ο Κρόιφ από τον Μίχελς.

Είναι πολύ δύσκολο να εκδοθεί η οποιαδήποτε ετυμηγορία, εν προκειμένω εμμένουμε στα στατιστικά κατά την παρουσία του στο σοβιετικό ποδόσφαιρο: μέχρι το 1982 που το κέφι του ήταν εκεί, τα γκολ ήταν λίγο κάτω από 200.

Έξι πρωταθλήματα, τρία κύπελλα, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, ένα ευρωπαϊκό σούπερ καπ, κάθε άλλο παρά πενιχρός απολογισμός είναι, πλην όμως φαντάζουν λίγα μπροστά στην ποιότητα του ποδοσφαιριστή.

Η αίσθηση που αφήνει η μέχρι τα 30 του χρόνια καριέρα, είναι πως απλώς συμβιβάστηκε με το περιβάλλον, το καθεστώς, αποδέχτηκε το μοντέλο που έπρεπε να ακολουθηθεί, το οποίο στην αρχή τον εκτόξευσε αλλά κατόπιν τον διατήρησε στάσιμο.

Με τα εκατομμύρια να χορεύουν στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και τη Σοβιετική Ένωση να επιμένει σε έναν κεκαλυμμένο ημιεπαγγελματισμό, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να αιθάνεται αδικημένος, να γεννιέται μέσα του η πεποίθηση ότι ο πήχυς θα μπορούσε να είχε μπει πολύ ψηλότερα και η αναγώριση να μην περιοριζόταν στα στενά για εκείνον πλαίσια της Ανατολικής Ευρώπης.

Από τις αρχές του 1982, ήταν φανερό ότι είχε στο μυαλό του να παίξει στο εξωτερικό, να δοκιμάσει και αλλού, να αναμετρηθεί με τους καλύτερους. Δεν του επιτράπηκε, εκείνος πίεσε διακριτικά, μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων και της επιρροής του.

Εν τέλει, πείστηκε και συνέχισε στη Ντιναμό, υπηρετώντας κυρίως το ουκρανικό φρόνημα.

Πάντοτε Ουκρανός αισθανόταν άλλωστε και ποδοσφαιρικά μιλώντας, η Ουκρανία ήταν ο πυρήνας και της Εθνικής.

Το Μουντιάλ του ’82 στην Ισπανία είναι επί της ουσίας η πρώτη του μεγάλη διοργάνωση σε εθνικό επίπεδο, η πρώτη φορά που τίθεται αντιμέτωπος με τους «μεγάλους».

Οι Σοβιετικοί θα προκριθούν στο goal average κόντρα στους Σκωτσέζους, θα αποκλειστούν πληρώνοντας τον ίδιο κανόνα από τους Πολωνούς στον επόμενο γύρο.

Ο Λομπανόφσκι θα (ξανα)απομακρυνθεί για το «απαράδεκτο» underachieve, ο Μπλαχίν είναι πια 30, αναζητά κίνητρο, προσθέτει νέα στοιχεία στο παιχνίδι του, είναι πιο ομαδικός, πασάρει περισσότερο, δεν είναι το mustang που τρέχει ελεύθερο μέσα στο χόρτο. Το μεγάλο project λέγεται Μουντιάλ.

Οι Σοβιετικοί, μετά τη «ντροπή» του ’82, προετοιμάζονται πυρετωδώς για τη διοργάνωση του Μεξικού το 1986.

Στη Ντιναμό, οι χρονιές περνούν «νερό»: δεν πέφτει κάτω από τα 10 γκολ σε κάμια σεζόν, πλην της τελευταίας που ο στόχος είναι σαφής και λόγω των 34 ετών που βαραίνουν τα πόδια του, η προτεραιότητα είναι το Μουντιάλ.

Οι Σοβιετικοί εμφανίζονται στο Sergio León Chavez του Irapuato και μοιάζουν εξωγήινοι.

Διαλύουν τη δύσμοιρη Ουγγαρία με 6-0 σε ένα παιχνίδι total football, αξέχαστο για όσους το παρακολούθησαν. Είναι εκτός ενδεκάδας, δεν μπαίνει καν ως αλλαγή.

Ο χαρακτήρας του ήταν ούτως ή άλλως δύστροπος, ίδιον όλων των μεγάλων προσωπικοτήτων, δύσκολα μπορούσε να αποδεχθεί ότι, παρά τις ενοχλήσεις στη μέση και στα γόνατα, είχε δώσει το maximum για να παρευρεθεί στο Μεξικό.

Απαιτούσε το σεβασμό και ήξερε ότι αυτή η ομάδα ήταν η πρώτη φορά που μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά. Δεν είναι δυνατόν να λείψει κόντρα στην πρωταθλήτρια Ευρώπης Γαλλία, τη δεύτερη αγωνιστική.

Θα αντικαταστήσει τον Ζαβάροφ, λίγο πριν συμπληρωθεί μια ώρα αγώνα.Το ματς θα λήξει ισόπαλο 1-1, αφού ο Λουί Φερναντέζ θα ισοφαρίσει το γκολ του Ρατς, δύο λεπτά μετά την είσοδο του Μπλαχίν στο παιχνίδι.

Η παρουσία του Λομπανόφσκι στον πάγκο δεν του επιτρέπει αμετροέπειες, τελευταία αγωνιστική με τον Καναδά είναι βασικός.

Θα ανοίξει το σκορ στο δύσκολο 2-0 των Σοβιετικών, συμπαίκτες του σε εκείνο το παιχνίδι θα είναι ο Όλεγκ Προτάσοφ και ο Γκενάντι Λιτόφτσενκο.

Οι Σοβιετικοί προκρίνονται πρώτοι στον όμιλο, είναι από τα μεγάλα φαβορί της διοργάνωσης, το ποδόσφαιρο που αποδίδουν είναι μια μίξη παλιομοδίτικου και απόλυτα προοδευτικού, είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει για τους απλούς παρατηρητές. Ο Μπλαχίν είναι αρχηγός εκείνης της παρέας, ο συνδετικός κρίκος των πιονιέρων του σοβιετικού μοντέλου, με τα νεότερα προϊόντα του project.

Η Σοβιετική Ένωση θα βρει μπροστά της το Βέλγιο. Σίφο, Κέλεμανς, Κλάεσεν, Γκέρετς, Πφαφ. Ίσως η μεγαλύτερη ομάδα του Βελγίου σε τελικά διοργάνωσης. Το ματς είναι συγκλονιστικό, ο Μπλαχίν θα το δει ολόκληρο από τον πάγκο.

Η Σοβιετική Ένωση παρότι προηγείται δύο φορές, αποκλείεται στην παράταση με 3-4 (ναι, ο Ντασάεφ θα δεχθεί 4 γκολ) και προκαλείται πάταγος.

Ορισμένοι μιλούν για αφέλεια από πλευράς Λομπανόφσκι στην προσέγγιση του αγώνα, ότι δεν σταμάτησε να επιτίθεται ακόμη και μετά το 2-1, ότι δεν άλλαξε το πλάνο ούτε κατά το ελάχιστο.

Αυτή όμως ήταν η σοβιετική σχολή και όποιος παρέκκλινε του πλάνου καρατομείτο.

Ο Μπλαχίν, στη θέση του Λομπανόφσκι, θα το είχε αλλάξει το πλάνο.

Η επιστροφή στην πατρίδα είναι δύσκολη, κίνητρο πλέον δεν υπάρχει, η Σοβιετική Ένωση άλλωστε δείχνει ότι πνέει τα λοίσθια σαν μοντέλο, ο Γκορμπατσόφ που έχει αναλάβει τις τύχες της χώρας από το Μάρτιο του ’85 προσπαθεί να εφαρμόσει ένα μοντέλο σοσιαλκομμουνισμού με πλουραλιστική βάση λειτουργίας και διακυβέρνησης.

Εισήχθησαν στο ομοσπονδιακό κράτος ασύλληπτες μέχρι πρότινος πολιτικές, τέθηκαν προς εφαρμογή η περεστρόικα (αναδιάρθρωση), η γκλάσνοστ (διαφάνεια), έννοιες άγνωστες με το παρελθόν για το λαό της Σοβιετικής Ένωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο της «ελευθεριότητας», ο Μπλαχίν, αφού ολοκλήρωσε την τελευταία σεζόν στη Ντιναμό Κιέβου, αποφάσισε να ξενιτευτεί.

Έφυγε από τη Ντιναμό, μετά από 25 χρόνια, εκ των οποίων τα 18 στην πρώτη ομάδα, μια ολόκληρη ζωή. Συμπλήρωσε 432 συμμετοχές και 211 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, κατέκτησε όσα κανείς άλλος ποδοσφαιριστής από τη χώρα του δεν είχε κατακτήσει, ήταν ήδη ρέκορντμαν σε κάθε πιθανή και απίθανη κατηγορία.

Η προχωρημένη ηλικία δεν του επέτρεψε μια μεταγραφή σε σύλλογο top class, κατέληξε στην Αυστρία, στην Φόρβερτς Στέιρ, τον Δεκέμβριο του 1987. Παρέμεινε ενάμιση χρόνο, έκλεισε την αυστριακή παρένθεση με 11 γκολ σε 42 συμμετοχές.

Δεν είχε τελειώσει με το ποδόσφαιρο, αναζητούσε ακόμη το thrill, δεν συμβιβαζόταν με την αποχώρηση από την ενεργό δράση. Άλλωστε, μόλις είχε κλείσει την καριέρα του και στην Εθνική ομάδα με το εκπληκτικό ρεκόρ των 42 γκολ σε 112 συμμετοχές.

Η μοίρα το θέλησε να καταλήξει στην Κύπρο, στον Άρη Λεμεσού. Η πρώτη επαφή με οτιδήποτε ελληνικό ήταν στη μεγαλόνησο. Λάτρεψε μεμιάς τον ήλιο, τη φιλοξενία, το φαγητό, το χαλαρό τρόπο ζωής.

Είχε γεμάτη σεζόν με 5 γκολ σε 22 συμμετοχές, προς το τέλος ήταν φανερό ότι είναι προπονητής-παίκτης στα βρετανικά πρότυπα.

Αρχές Μαΐου εκείνης της χρονιάς, καθιστά σαφές ότι ολοκλήρωσε την καριέρα του, στα 38 του και γεμάτος διακρίσεις.

Οι περισσότεροι θα στοιχημάτιζαν ότι θα επέστρεφε στην Ουκρανία, να αναλάβει οποιαδήποτε ομάδα επιθυμούσε, άλλωστε το όνομά του ήταν αρκετό για να προσληφθεί παντού.

Στις 17 Μαΐου του 1990 όμως, στη θύρα επισήμων του ΟΑΚΑ, βρέθηκε να παρακολουθεί τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας. Ολυμπιακός-ΟΦΗ.

Ένας Ολυμπιακός «δύσκολος», στην πιο δύσκολη περίοδο της ιστορίας του στο επαγγελματικό πρωτάθλημα, με Αργύρη Σαλιαρέλη πρόεδρο και τον πεθερό του Ντέταρι, Ίμρε Κόμορα, στον πάγκο.

Η παρουσία του Μπλαχίν σχολιάζεται -δικαίως- ποικιλοτρόπως. Ήταν βέβαιο ότι ο Κόμορα είχε χάσει τα αποδυτήρια, το Κύπελλο το κερδίζουν οι παίκτες, ο Σαλιαρέλης δεν μπορεί πλέον να κάνει τα κέφια του Ντέταρι που παίζει απλήρωτος και κάνει ότι θέλει στην ομάδα.

Ο «ρουμπίνιας», με αδιαφανείς διαδικασίες, πωλεί τον Λάγιος Ντέταρι στην Μπολόνια, ο κόσμος βράζει, αλλά ετοιμάζεται η ουκρανική αντεπίθεση.

Ο Ολυμπιακός προσλαμβάνει τον Μπλαχίν και αμέσως ο «Τσάρος», όπως προσφωνείται από τον ελληνικό Τύπο, θέτει εν ισχύι το σχέδιο του να μετατρέψει τον Ολυμπιακό σε μια μίνι Ντιναμό.

Προφανώς, δεν γνώριζε τι εστί Σαλιαρέλης…

Ο Σαλιαρέλης, στην «πρώτη» της ομάδας στο Ρέντη, αφού προηγουμένως έχει αγκαλιαστεί με τον Μπλαχίν και δηλώσει ότι ξημερώνουν χρυσές μέρες για τον Ολυμπιακό με τον Ουκρανό στον πάγκο, πιεζόμενος από τον κόσμο, προκειμένου να εξηγήσει την πώληση του Λάγιος, δηλώνει ότι ο Ντέταρι έφυγε επειδή ο Μπλαχίν είναι Σοβιετικός και οι Σοβιετικοί σκότωσαν τους συγγενείς του στον πόλεμο!

Σαστισμένοι οι ρεπόρτερς δεν έχουν να αντιτείνουν το παραμικρό, η ιστορία του Ανάργυρου είναι ασφαλώς προϊόν επινόησης, ο Μπλαχίν αγκαλιάζεται με τον Ντέταρι στο φιλικό με τη Μπολόνια, δεν τίθεται επ’ ουδενί θέμα κόντρας, αντιπάθειας ή οτιδήποτε άλλο.

Χρησιμοποιώντας τις πολύ υψηλές γνωριμίες του Μπλαχίν και την τεράστια επιρροή που έχει στο ποδοσφαιρικό σύμπαν της Ουκρανίας, ο Ολυμπιακός κάνει το ακατόρθωτο: φέρνει στον Πειραιά, «πακέτο» τον Όλεγκ Προτάσοφ και τον Γκενάντι Λιτόφτσενκο, δύο ασύλληπτα για την εποχή ονόματα, με τον Προτάσοφ να αποτελεί μήλον της έριδος για πολλές ευρωπαϊκές ομάδες.

Στο επόμενο διάστημα κυκλοφορεί πολύ έντονα ότι θα ακολουθήσει και τρίτος σοβιετικός, ο ουκρανικής καταγωγής, Ιγκόρ Ντομπροβόλσκι, αλλά πλειοδοτούν οι Ισπανοί και καταλήγει στην Καστεγιόν.

Αντ’ αυτού, έρχεται στον Πειραιά ο Γιούρι Σάβιτσεφ, ολοκληρώνοντας έτσι την τριάδα των «μινγκ» που υπό τις οδηγίες του Μπλαχίν αναμενόταν να κάνουν θραύση.

Πράγματι, ο πρώτος Ολυμπιακός του Μπλαχίν είναι μια θαυμάσια ομάδα, παρόλο που τα οικονομικά προβλήματα με τις ανακολουθίες του Ανάργυρου κάνουν την εμφάνισή του από πολύ νωρίς.

Οι ποδοσφαιριστές, παρόλο που αγωνίζονται απλήρωτοι, είναι σε απόσταση αναπνοής από τον πρωτοπόρο Παναθηναϊκό και χτυπούν το πρωτάθλημα στα ίσια.

Ο Μπλαχίν αποθεώνεται, δείχνει να δένεται και με την ομάδα και με τον κόσμο παρά το ζεν χαρακτήρα του.

Ο Ολυμπιακός μπαίνει στη νέα σεζόν αποκαμωμένος. Ο Σαλιαρέλης είχε μετατρέψει με αστείους χειρισμούς μια ποινή-πρόστιμο για τα επεισόδια και το πανό με την Σαμπντόρια, σε αποκλεισμό από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ο Μπλαχίν και οι παίκτες παλεύουν μόνοι.

Η χρονιά είναι και πάλι καλή, ο Μπλαχίν σπάει την παράδοση της Τούμπας και αποτελειώνει τον ΠΑΟΚ στο διπλό τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος, χαρίζοντας έναν υπερπολύτιμο τίτλο στον Ολυμπιακό.

Εκείνη η νίκη στην Τούμπα του πιστώνεται ξεκάθαρα, επέμεινε τόσο πολύ στους ποδοσφαιριστές φτάνοντας στο σημείο να τους «απειλήσει» ότι θα τελειώσουν από τον Ολυμπιακό εάν δεν κερδίσουν τον ΠΑΟΚ και χάρισε στον κόσμο της ομάδας ακόμη μια αξιομνημόνευτη στιγμή που πανηγυρίστηκε περισσότερο κι από εκείνο το Κύπελλο.

Ο Σαλιαρέλης έχει αναγκαστεί σε αποχώρηση, ο Ολυμπιακός πορεύεται με διοίκηση Πρωτοδικείου και Επιτροπή Σωτηρίας με επικεφαλής τον Σταύρο Νταϊφά και στο βάθος το Σωκράτη Κόκκαλη, έτοιμο να αναλάβει τις τύχες του συλλόγου εάν διευθετηθεί το ζήτημα των χρεών.

Ο Μπλαχίν είναι αμετακίνητος, κερδίζει όλα τα ντέρμπι, ο Ολυμπιακός παίζει μεγάλη μπάλα επί των ημερών του, ο κόσμος γεμίζει το Καραϊσκάκη και χαίρεται να τον βλέπει, παρά το γεγονός ότι τα πρωταθλήματα καταλήγουν στην Λεωφόρο και στην Νέα Φιλαδέλφεια.

Η σεζόν ξεκινάει πολύ αισιόδοξα, ο Μπλαχίν είναι αήττητος στην Ελλάδα, έχει ξεπεράσει και το εμπόδιο της Τσερνομόρετς, αποκλείει και τη Μονακό του Βενγκέρ μετά από ένα συγκλονιστικό 0-0 στο Καραϊσκάκης όπου η ομάδα (και ο Μίρτσος) υπερασπίζονται το μαγικό 0-1 του Βαΐτση στο «Λουί Ντε».

Ώσπου έρχεται το μοιραίο ματς με τον Εδεσσαϊκό. Ο Ολυμπιακός κολλάει στο 1-1 και ο Όλεγκ απολύεται προς έκπληξη όλων και ενώ είναι μέσα σε όλους τους στόχους.

Ο κόσμος βράζει τόσο πολύ που ο αντικαταστάτης του Μπλαχίν, ο Αντώνης Γεωργιάδης, δεν βγάζει καν βδομάδα στο Ρέντη.

Λίγες βδομάδες αργότερα, ο Ολυμπιακός προσλαμβάνει τον μέχρι πρότινος προπονητή του ΠΑΟΚ, Λιούπκο Πέτροβιτς και ο ΠΑΟΚ τον Μπλαχίν, σε ένα απίστευτο «πάρε-δώσε» για την εποχή.

Ο Μπλαχίν συνεχίζει το εντυπωσιακό ποδόσφαιρο και στην ομάδα της Θεσσαλονίκης, η οποία επίσης μαστίζεται από διοικητικά προβλήματα, κερδίζει κι εκεί ντέρμπι, αλλάζει τη νοοτροπία της ομάδας και την κάνει πιο επιθετική, πιο ελκυστική, ερωτεύσιμη.

Επόμενος σταθμός, ο Ιωνικός του Νίκου Κανελλάκη, όπου θα παραμείνει σχεδόν μια τριετία, μετατρέποντας την ομάδα της Νίκαιας από κομπάρσο σε ημιπρωταγωνιστή του ελληνικού ποδοσφαίρου και θέτοντας τις βάσεις για την ομάδα του Μαρκαριάν που θα φτάσει μέχρι την έξοδο στην Ευρώπη.

Είναι πια επτά χρόνια στην Ελλάδα, όπως θα πει ο ίδιος γελώντας, ήρθε με σκοπό να μείνει ελάχιστα και τελικά πέρασαν τόσα χρόνια και ακόμα δεν μπορεί να αποχωριστεί τη χώρα μας, τον ήλιο, τους ανθρώπους της.

Ξαναγυρνάει στον ΠΑΟΚ και πάλι όμως δεν «κολλάει» και έτσι τέλη Νοεμβρίου του 1998 καταλήγει στην ΑΕΚ.

Στην Ένωση, η παρουσία του είναι αξιοσημείωτη, αποκτώνται και φιλοδοξίες μετά την έλευση Μελισσανίδη στο management του συλλόγου, είναι ο προπονητής που συνοδεύει το σύλλογο στο ταξίδι του Απριλίου του ’99 στο Βελιγράδι.

Επί των ημερών του, η ΑΕΚ είναι επιθετική, σκοράρει κατά ριπάς, κατορθώνει να εξασφαλίσει την έξοδό της στα προκριματικά του Champions League.

Ο Μελισσανίδης δεν ανανεώνει όμως την εμπιστοσύνη του στο Μπλαχίν, τον απολύει και προσλαμβάνει τον Λιούμπισα Τουμπάκοβιτς με καταστροφικές συνέπειες για το σύλλογο.

Ο Νίκος Κανελλάκης τον ξαναϋποδέχεται με ανοικτές αγκάλες στον Ιωνικό, ο Μπλαχίν αγάπησε την ομάδα, συνεννοείτο σε απόλυτο βαθμό με τον εκλιπόντα Πρόεδρο του Ιωνικού.

Μέχρι το 2002 θα παραμείνει στη Νίκαια, πλέον αποτελεί κομμάτι και του ελληνικού ποδοσφαίρου, είναι τιμή για το ελληνικό ποδόσφαιρο που μια τέτοια προσωπικότητα έμεινε 12 χρόνια στη χώρα μας.

Επιστρέφει στην πατρίδα του, στην οποία άλλωστε πηγαινοερχόταν από το 1998 όταν και εξελέγη Βουλευτής με τη Hromada την κεντροαριστερή παράταξη του Πάβλο Λαζαρένκο και του ιδρυτή της Αλεξάντερ Τουρτσίνοφ.

Αποχωρεί πολύ σύντομα, λόγω της αριστερής στροφής του κόμματος, και εντάσσεται στους σοσιαλδημοκράτες, πρεσβεύοντας πολιτικά μια πιο φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση σε σχέση με το κύμα εθνικισμού που υποβόσκει στην Ουκρανία.

Το Σεπτέμβριο του 2003, αναλαμβάνει την Εθνική ομάδα της Ουκρανίας, αποθεώνεται και οδηγεί την παρέα του Σεφτσένκο στα τελικά του Μουντιάλ της Γερμανίας, την πρώτη μεγάλη διοργάνωση στην οποία μετέχει η χώρα.

Αποκλείεται στον προημιτελικό από τη μετέπειτα νικήτρια της διοργάνωσης Ιταλία και το 2007 αποχωρεί.

Μετέχει στο project της ανασυσταθείσας Torpedo (τότε FC Moscow) για μία σεζόν και επιστρέφει στη θέση του εκλέκτορα της Ουκρανίας το 2011.

Έναν χρόνο αργότερα, πραγματοποιεί και το όνειρό του, προσλαμβάνεται από την ομάδα του, τη Ντιναμό και περιχαρής ξαναπατάει το χορτάρι του “Ολιμπίνσκι”.

Εκεί έχει βραβευθεί σαν καλύτερος Ουκρανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, εκεί τιμήθηκε μαζί με τον Αντρέι Σεφτσένκο και τον Ιγκόρ Μπελάνοφ σε μια συγκινητική τελετή των ανθρώπων που έφεραν το βραβείο του καλύτερου ευρωπαίου ποδοσφαιριστή στη χώρα, εκεί παρέλαβε το 2009 το βραβείο του golden foot legend, εκεί τιμήθηκε με το μετάλλιο του εθνικού προπονητή, εκεί ανακοινώθηκε το 2012 η είσοδός του στο «Viktor Leonenko Hall of Fame». Εκεί είναι το σπίτι του.

Σήμερα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελεί μια πανευρωπαϊκής εμβέλειας ποδοσφαιρική προσωπικότητα, μια φυσιογνωμία οικεία και όχι απόμακρη όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες της γενιάς του. Έχει αποκτήσει λίγο από το μεσογειακό ταμπεραμέντο μας, πάμπολλες φορές μνημονεύει την Ελλάδα σε συζητήσεις και συνεντέυξεις του.

Στην Αθήνα εξάλλου έδωσε τέλος στο γάμο του με την Ιρίνα Ντεριούγκινα, την παγκόσμια πρωταθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Μαζί της απέκτησε μια κόρη, την Ιρίνα-Ολέγκοβνα, ενώ από το δεύτερό του γάμο με την Άντζελα, ακόμη δύο κόρες, τη Χάνα και την Καταρίνα.

Επισκέπτεται την Ελλάδα με κάθε ευκαιρία, αισθάνεται ότι μετά την πατρίδα του, η χώρα μας είναι εκείνη στην οποία αγαπήθηκε περισσότερο, το κλίμα και οι άνθρωποι τον βοήθησαν να «μαλακώσει», να αλλάξει πτυχές του χαρακτήρα του που φάνταζαν δυσμετάβλητες.

Είναι πραγματικά κρίμα που δεν τον απολαύσαμε και σαν ποδοσφαιριστή, που δεν προλάβαμε να τον δούμε να κάνει ένα από εκείνα τα τρομερά σλάλομ που τον έφεραν δικαιωματικά στην παρέα των κορυφαίων όλων των εποχών.

Για μας, δεν είναι ο Ουκρανός Κρόιφ, όπως για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, είναι ο Όλεγκ Μπλαχίν.

Πηγή: Athletes’ Stories