Του Βασίλη Σκουντή
Όντως τα πήρε όλα κι έφυγε (από το Γιουτζίν του Όρεγκον) ο Αρμάντ Ντουπλάντις.
Τα πήρε όλα κι έφυγε μέχρι να ξαναγυρίσει σε κάποια άλλη σκηνή και να πάρει ό,τι άφησε. Ο,τι ξώμεινε που λένε και στο χωριό μου, αλλά, διάβολε, με τη φόρα που έχει πάρει, θαρρώ πως δεν έχει μείνει τίποτε άλλο πια για να το αρπάξει.
Τίποτε, μηδέ κολυμπηθρόξυλο!
Αστειεύομαι βεβαίως διότι ακόμη κι αν ο Σουηδός άλτης σφετερίσθηκε όλη την περιουσία του Σεργκέι Μπούμπκα και των πρότερων κυρίαρχων του αιθέρα, κάποιον έχει να κυνηγήσει.
Ποιον;
Ο σκύλος που κυνηγάει την ουρά του
Μα τον εαυτό του, έστω κι αν αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι μοιάζει με εκείνο στο οποίο ο σκύλος κυνηγάει την ουρά του!
Απλώς, όπως τα έχει καταφέρει πλέον ο Ντουπλάντις, δεν κυνηγάει μοναχά την ουρά του, αλλά ακόμη και τη σκιά του!
Το τραγούδι που ερμήνευσαν ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα το 1961 λέει “βράχο βράχο τον καημό μου, τον μετράω και πονώ”, αλλά ας μου επιτραπεί, ποιητική αδεία, να παραποιήσω τον στίχο.
Πόντο, πόντο τον καημό μου, λοιπόν, τον μετράω και πηδώ!
Στις 17 Σεπτεμβρίου του 2020 στο Golden Gala της Ρώμης, ο “Mondo” είχε πετύχει ένα ρεκόρ “for the ages”, όπως λένε και οι… μισοί συμπατριώτες του: οι μισοί, διότι ο λεγάμενος που θα κλείσει σε τρεισήμισι μήνες τα 23 χρόνια του, είναι Αμερικανός (και δη από τη φυλή των Καγιούν) από τον πατέρα του και Σουηδός από τη μητέρα του, την υπηκοότητα της οποίας υιοθέτησε…
Το αμανάτι του Μπούμπκα
Τότε λοιπόν είχε ξεπεράσει τα 6.15μ. καταρρίπτοντας το παγκόσμιο ρεκόρ (6.14μ.) που είχε αφήσει αμανάτι ο Μπούμπκα στον ανοικτό στίβο από τις 31 Ιουλίου του 1994 στο Σεστριέρε.
Ήδη ο Ντουπλάντις είχε ξεπεράσει τον Ουκρανό μεγιστάνα του αγωνίσματος στον κλειστό στίβο (6.18μ) και το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.
Ένα ρεκόρ είχε απομείνει στο Μπούμπκα (με 46 επίσημα άλματα πάνω από τα έξι μέτρα), αλλά να ζήσουμε να το θυμόμαστε!
Στα 6.21μ. ήπιε καφέ με τον Θεό
Πάει του το έκλεψε κι αυτό ο Ντουπλάντις, ο οποίος έχει καταγράψει πλέον 48 τέτοιες επιδόσεις, χώρια που στο άλμα των 6.21μ. πέρασε τουλάχιστον 15 εκατοστά πάνω από τον πήχη!
Αυτό είναι που λέμε, πήδηξε στον Θεό!
Στον Θεό πήδαγε βεβαίως και ο Μπούμπκα, τον οποίο εκτόπισε από τα ύπατα αξιώματα ο μορφονιός που γεννήθηκε στο Λαφαγέτ της Λουϊζιάνα.
Πριν από δυο χρόνια ο Ντουπλάντις ξεπέρασε τον Μπούμπκα για έναν πόντο (6.15μ.), μια φάμπρικα που και ο “Τσάρος των αιθέρων” την πήγαινε σχοινί κορδόνι μέχρι να κάτσει η μπίλια στα 6.14μ.
Δεν ξέρω αν και ο Σουηδός χρυσός Ολυμπιονίκης, πρωταθλητής κόσμου και Ευρώπης θα βαδίσει στα χνάρια του έκπτωτου και θα μας βγάλει την πίστη: ελπίζω πως όχι, άλλωστε τώρα υπάρχουν πολλές διοργανώσεις από τις οποίες οι αθλητές μπορούν να βγάλουν λεφτά και δεν έχουν λόγο να μας κάνουν τα νεύρα τσατάλια όπως ο νυν πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής της Ουκρανίας, αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Στίβου και μέλος της ΔΟΕ.
Σαν τις λέξεις του Ντοστογιέφσκι
Τα γράφω όλα αυτά, διότι εκείνη την εποχή διαχεόταν και κυριαρχούσε ο αστικός μύθος πως ο Μπούμπκα βελτίωνε κάθε φορά έναν πόντο το παγκόσμιο ρεκόρ, επειδή έπαιρνε ξεχωριστά πριμ και μπορούσε κιόλας να τρώει καλά!
Γι’ αυτό ο μπαγάσας έκανε 35 διαφορετικά παγκόσμια ρεκόρ!
Το ‘χουν αυτό οι γόνοι της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης, διότι κάπου είχα διαβάσει ότι και ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι πληρωνόταν, λέει με τις λέξεις!
Αυτό για το φαγητό μου το αποκάλυψε ο εκλεκτός συνάδελφος και φίλος, σπεσιαλίστας του στίβου και εξ αίματος (λόγω του αδερφού του, προπονητή του αγωνίσματος, Αντρέα) φίλος του άλματος επί κοντώ, Νίκος Τσώνης.
Η ουρά στα κοινόβια
Στην παλιά ενιαία Σοβιετική Ένωση, λέει, οι αθλητές προετοιμάζονταν σε κοινόβια και όταν ερχόταν η ώρα του πρωινού, εν συνεχεία του μεσημεριανού γεύματος και έπειτα του δείπνου, προσέρχονταν πρώτα οι καλοί και στη συνέχεια οι υποδεέστεροι.
Όταν ο Μπούμπκα κλήθηκε για πρώτη φορά σε αυτό το καμπ, ανήκε στη δεύτερη κατηγορία και έτρωγε ό,τι περίσσευε από την επιδρομή των πρωτοκλασάτων.
Σιγά σιγά όμως προόδευσε και στο τέλος έτρωγε μόνος του και ότι τράβαγε η όρεξη του!
Στην αίθουσα συνεδριάσεων των γραφείων του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου, στην οδό Ασκληπιού, δεσπόζει μια φωτογραφία με τον Μπούμπκα, από την πρώτη επίσκεψη του στην Ελλάδα, στη δεκαετία του ’90.
Ακολούθησε μια δεύτερη τον Δεκέμβριο του 2003, ως τιμώμενο πρόσωπο στην ετήσια γιορτή των κορυφαίων της χρονιάς και ούτως ειπείν, πήραμε μια τζούρα από τον άνθρωπο που πήδαγε στα ανεμοδαρμένα ύψη και ένιωθε ο μπαγάσας σαν στο σπίτι του!
Νισάφι πια. Κι ο Μπούμπκα 6 μέτρα πήδησε
Είχε το χάζι της εκείνη η εποχή που ο Μπούμπκα έκανε μια χαψιά τα παγκόσμια ρεκόρ, λες και ήταν φιστίκια: αράπικα, όχι Αιγίνης γιατί αλλιώς θα του κάθονταν τα τσόφλια στο λαιμό!
Θυμάμαι αξέχαστα που εκείνη την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, πηγαίναμε σχεδόν κάθε βράδυ στην περιβόητη ταβέρνα του “Βαλέσα” στην πλατεία Άνοιξης της Νέας Σμύρνης που ήταν κάτι παραπάνω από μπασκετικό στέκι.
Υπήρξε μπασκετικό λίκνο
Εκεί λοιπόν κάθε βράδυ τρώγαμε μέχρι και τα… κουφώματα ! Και αφού είχαμε περιδρομιάσει τον αγλέορα πετιόταν πάντα ο Γιάννης Φιλέρης για να σημάνει τη λήξη του… γουρουνιάσματος με μια κλασική ατάκα που απλώς κι αυτή άλλαζε αναλόγως με το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ.
“Ε, νισάφι πια. Κι ο Μπούμπκα έξι μέτρα πήδησε”!
Λίγες μέρες αργότερα (μετά το ορόσημο της 13ης Ιουλίου του ’85) ανέβαινε πιο ψηλά ο δικός του πήχης, ανέβαινε και το δικό μας όριο των στομαχικών αντοχών.
“Ε, Θόδωρε πες του Θανάση να ψήσει κάτι ακόμα” λέγαμε. “Σήμερα ο Μπούμπκα πήδησε έναν πόντο πιο ψηλά”!
Το “φτάσε όπου δεν μπορείς” του Καζαντζάκη
Είχε το χάζι της εκείνη η εποχή, έχει το χάζι του και το άλμα επί κοντώ, που θεωρείται από πολλούς ως η αφρόκρεμα των αγωνισμάτων του κλασικού αθλητισμού.
Ενέχει κιόλας αυτό το ρίσκο και την άγνοια κινδύνου: παίρνεις φόρα για να ταξιδέψεις στα ουράνια, καρφώνεις το κοντάρι και τινάζεσαι τόσο όσο!
Πόσο τόσο; Όσο να επιβεβαιώνεται ο διάλογος του Νίκου Καζαντζάκη στο έργο του “Αναφορά στον Γκρέκο”, που επέχει θέση πνευματικής αυτοβιογραφίας.
Δεν είμαι λαλημένος, αλλά επειδή αυτή η αποστροφή (με τον διάλογο ανάμεσα σε έναν παππού και σε ένα κοπέλι) ταιριάζει γάντι στην υπόθεση του άλματος επί κοντώ, την αναδημοσιεύω αυτούσια…
– Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
– Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να ‘βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
– Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
– Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Τα ανυπέρβλητα ανθρώπινα μέτρα
Αυτό ακριβώς κάνουν και οι επικοντιστές σπρωγμένοι από μια εσωτερική και ριψοκίνδυνη δύναμη. Πηδούν για να φτάσουν όπου δεν μπορούν!
Ο Μπούμπκα έφτασε πρώτος εκεί, όπου δεν μπορούσε κανείς άλλος και ξεπέρασε τα θεωρούμενα ως ανυπέρβλητα ανθρώπινα μέτρα.
Έφτασε στα έξι μέτρα, ύστερα στα 6.10μ και η μπίλια του έκατσε στα 6.14μ.
Ο Τσώνης μου είπε και κάτι ακόμη, πολύ ψαγμένο που αποτελεί κιόλας μια αναγνώριση προς τον Χρήστο Παπανικολάου.
Οι Σοβιετικοί αντέγραψαν τον παλμό του Παπανικολάου
Στις 25 Οκτωβρίου του 1970 ο εκ Τρικάλων ορμώμενος πρωταθλητής πέτυχε παγκόσμιο ρεκόρ στο αγώνισμα με 5,49μ., το οποίο τρόπον τινά του χρύσωσε το χάπι για την τέταρτη θέση στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1968 στο Μεξικό, όπου με άλμα στα 5,35μ βρέθηκε πίσω από τον Μπομπ Σίγκρεν, τον Κλάους Σιπρόφσκι και τον Βόλφγκανγκ Νόρντβιγκ.
Όπως συνέβη με τους Γιουγκοσλάβους και την ομάδα μπάσκετ του Πανελληνίου μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, παρομοίως και οι Σοβιετικοί “αντέγραψαν” τον παλμό και το στιλ του Παπανικολάου και τον εμφύτευσαν στους αθλητές της δικής τους σχολής.
Ο Μπούμπκα εξέλιξε και τελειοποίησε κάθε πρότερη τεχνοτροπία και αναβάθμισε τόσο πολύ το αγώνισμα, ώστε να ανοίξει νέες στράτες.
Στην πραγματικότητα -και για να τον αντιπαραβάλω με άλλες δυο επίγειες θεότητες εκείνων των ημερών- ο Μπούμπκα υπήρξε για το άλμα επί κοντώ και γενικότερα για τον στίβο ό,τι ο Μάικλ Τζόρνταν για το μπάσκετ και ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα για το ποδόσφαιρο.
Το παρανοϊκό αγώνισμα και τα mind games
Ο Μπούμπκα ήταν τέρας σε όλα του: στη δύναμη, στην τεχνική, αλλά και στην τακτική, με αποτέλεσμα να ελέγχει τα πράγματα και τον εαυτό του σε ένα αγώνισμα που είναι φύσει και θέσει παρανοϊκό!
Δεν εννοώ ότι απευθύνεται σε…αλαφροΐσκιωτους, αλλά στηρίζεται πολύ στο ρίσκο και συν τοις άλλοις αποτελεί έναν τύπου δεκάθλου, καθόσον οι επικοντιστές κάνουν προπόνηση και σε άλλα αθλήματα, όπως επί παραδείγματι η ενόργανη γυμναστική.
Το άλμα επί κοντώ είναι ένα κλασικό mind game, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η τεχνοτροπία του Μπούμπκα σε όλη τη φάση της προσπάθειας του ήταν σκέτη ιεροτελεστία και αληθινό σεμινάριο: το πώς κοντράριζε το κοντάρι μέσα στη βαλβίδα, το πώς έφευγε μετά το πάτημα, το πώς το λύγιζε και εντέλει-στην κορύφωση της προσπάθειας του- το πώς εκτινασσόταν και πεταγόταν στον ουρανό!
Ζητώ συγνώμη για το αγοραίο ύφος, αλλά φαντάζομαι πως όταν ο Μπούμπκα, ο Ντουπλάντις και ο κάθε ομότεχνος τους, αρσενικού ή θηλυκού γένους, περνάει πάνω από τον πήχη και προσγειώνεται βουλιάζοντας στο στρώμα, όλη αυτή η πράξη βγάζει, και μια κάποια ηδονική αγαλλίαση…
Κάτι σαν… οργασμός (sic)!
Πηγή: Sport 24