Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς μου, αγάπησα τον Μαραντόνα σε ένα παιχνίδι – το πιο διάσημο παιχνίδι στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Άλλοι τον μίσησαν στο ίδιο ματς. Εκεί έγκειται η μαγεία του φαινομένου.
Ποτέ άλλοτε και ποτέ έκτοτε ένα ενενηντάλεπτο δεν φορτίστηκε με τόσο συναίσθημα και τόσους συμβολισμούς, όσο το Αργεντινή – Αγγλία του 1986.
Ποτέ άλλοτε δεν μπήκαν δυο τόσο εμβληματικά γκολ (για εντελώς διαφορετικούς λόγους) στον ίδιο αγώνα.
Ο Ντιέγκο, όπως έχει γραφτεί πολλές φορές, έδειξε εκεί και τότε όλο τον εαυτό: τον φτωχοδιάβολο, παμπόνηρο «απατεώνα» που δεν διστάζει να κλέψει για να νικήσει, τον απίθανο, ασταμάτητο, ασύγκριτο μπαλαδόρο που αν γουστάρει περνάει μια ολόκληρη ομάδα προτού σκοράρει.
Τα δυο πρόσωπα του Ιανού σε συσκευασία προημιτελικού Μουντιάλ.
Η σχέση μας με το ποδόσφαιρο, όσων είδαμε εκείνον τον αγώνα την ώρα που συνέβαινε, στις τηλεοράσεις μας και είμασταν σε ηλικία να τον καταλάβουμε, διαμορφώθηκε από τα γεγονότα στο χορτάρι καθοριστικά και πιθανότατα οριστικά.
Με τρόπους που ίσως και να μην έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως, πιστεύω ότι η αντίληψή μας για το άθλημα, την αισθητική και την ηθική του, πηγάζει κυρίως από εκεί – πηγάζει από εκείνον. Προφανώς ο καθένας φίλτραρε διαφορετικά την περίσταση και σε άμεση εξάρτηση με το περιβάλλον του, την καταγωγή του.
Και όπως είναι φυσιολογικό, εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο βλέπουμε κάθε παιχνίδι, κάθε φάση, βλέπουμε το ποδόσφαιρο εντέλει με διαφορετική ματιά και από διαφορετική σκοπιά έκαστος.
Μόνο που είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι, αυτή η ματιά διαμορφώθηκε για όλους, περίπου την ίδια στιγμή. Το ίδιο βράδυ. Ο Ντιέγκο ρίζωσε μέσα μας. Και θα παραμείνει εκεί μέχρι να φύγουμε κι εμείς από τον μάταιο τούτο κόσμο. Είναι και θα είναι στο βλέμμα μας, όποτε κοιτάζουμε κάποιον που κλωτσάει μια μπάλα, στο δρόμο, στο Γεντί Κουλέ, στην Τούμπα, στο Μπερναμπέου.
Κα για τούτο, ο Μαραντόνα ως ποδοσφαιριστής είναι μεγαλύτερος τελικά από όσα του αποδίδουν – μεγαλύτερος από ασήμαντους και αυθαίρετους τίτλους όπως ο «κορυφαίος όλων των εποχών».
Ο Μαραντόνα ως ποδοσφαιριστής είναι παντοτινός.
Μόνο που κάποια χρόνια μετά, ο Μαραντόνα έπαψε να είναι τέτοιος. Ποδοσφαιριστής δηλαδή. Κι εκεί ξεκίνησε η αληθινή τραγωδία.
Διότι, δυστυχώς, ο Ντιέγκο, ήταν ως άνθρωπος λιγότερος από όσα επωμίστηκε. Ούτε επαναστάτης πραγματικά, ούτε αντισυστημικός, ούτε «Τσε». Αυτές ήταν ιδέες και αντιλήψεις που δεν διέθετε το υπόβαθρο, το έρμα και τελικά την ευφυία να υποστηρίξει.
Εκατομμύρια θαυμαστές προέβαλαν πάνω του όσα φαντασιωνόταν, όσα ήθελαν από αυτόν να γίνει.
Ρομαντικοποίησαν την παρακμή του, έντυσαν ιδεολογικά τις παλαβομάρες του, είδαν περιεχόμενο στην κενότητά του.
Και τον εγκλώβισαν σε μια αέναη ελεύθερη πτώση, σε μια λούπα με προδιαγεγραμμένη και μάλλον καθυστερημένη κατάληξη.
Ο Ντιέγκο λένε και γράφουν, νικήθηκε από τους δαίμονές του. Μα αυτούς τους δαίμονες, πολλοί από όσους κλαίνε σήμερα, δεν ήθελαν να τους νικήσει. Και νομίζω το ίδιο και αυτός: Δεν ήθελε να έρθει αντιμέτωπος με τον βαρετό εαυτό του – έναν εαυτό χωρίς εξαρτήσεις και χωρίς την δόξα που αποτέλεσε ίσως και την μεγαλύτερη και πιο ζημιογόνα εξάρτηση του. Δεν είδε ποτέ την άλλη δόξα, την κρυφή, που υπάρχει στην ήρεμη συνθηκολόγηση με το μέσα μας και τον χρόνο που περνάει – την απέρριψε μάλλον από τρόμο.
Φοβήθηκε πάνω από όλα να απαντήσει στο ερώτημα: χωρίς όλα αυτά, ποιος είμαι; Ενδιαφέρω κάποιον;
Λένε και γράφουν ότι έζησε χίλιες ζωές.
Εγώ πάλι λέω ότι εδώ και πολλά χρόνια φοβόταν να ζήσει αληθινά την μια και μοναδική που είχε και διακινδύνευσε πολλές φορές να τη χάσει.
Κρίμα. Δεν είχε λόγο να φοβάται. Το βράδυ της 22ης Ιουνίου του 1986 αρκούσε για γεμίσει χίλιες, εκατομμύρια αφηγήσεις και να τον καταστήσει αθάνατο, ακόμα κι αν είχε αποσυρθεί την ίδια στιγμή και περνούσε το υπόλοιπο του βίο του με παντόφλες και διαβάζοντας λογοτεχνία.
Μέσα στην διαρκή αντάρα της ύπαρξης του, αυτό ήταν κάτι τόσο απλό που δυστυχώς, δεν το κατάλαβε ποτέ.
Πηγή: Sport DNA