Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξανδρου Σόμογλου

Αν υπάρχει ένας επιθετικός προσδιορισμός να χαρακτηρίσει τη ζωή που έζησε ο Ντιέγκο Μαραντόνα στον κόσμο των θνητών, αυτός θα ήταν η λέξη «ωμή». Μια ζωή χωρίς παραμορφωτικούς φακούς, χωρίς «πρέπει», μακριά από καλούπια και μοτίβα. Μια ζωή που ισορροπούσε ανάμεσα στην αποθέωση και τον εξευτελισμό, ανάμεσα στην ιδιοφυΐα κα την παράνοια, ανάμεσα στην εκτόξευση και την αυτοκαταστροφή.

Είμαι σίγουρος ότι από εκεί ψηλά που βρίσκεται, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε είναι ύμνους από δημοσιογράφους που δεν ταυτίστηκαν ποτέ με τον χαρακτήρα του και όσα πρέσβευε η ζωή που επέλεξε να ακολουθήσει.

Στο δικό μου «αντίο», λοιπόν θα είμαι εξίσου ωμός. Χωρίς εκπτώσεις, χωρίς λείανση στις γωνίες της άποψής μου.

Ήμουν 14 ετών στο περίφημο «χέρι του Θεού» και ως παθολογικά ερωτευμένος από μικρό παιδί με το αγγλικό ποδόσφαιρο, δεν συγχώρησα ποτέ στον Ντιέγκο τις τρεις ώρες που είχα πλαντάξει στο κλάμα στο δωμάτιό μου, εκείνη τη μέρα. Η εικόνα του πανηγυρισμού του φάνταζε στα δικά μου μάτια ως η απόλυτη υποκρισία ενός αθλητή. Ως η απόλυτη προσπάθεια εξαπάτησης όχι μόνο ενός διαιτητή, αλλά ενός ολόκληρου αθλήματος.

Επιλέγοντας, αργότερα να υπηρετήσω το λειτούργημα του δημοσιογράφου, προσπαθούσα πάντα να μην αφήνω τα συναισθήματά μου να επηρεάζουν τα γραφόμενα και τα λεγόμενά μου. Το ίδιο έπραττα και κάθε φορά που ερχόταν στο τραπέζι προς συζήτηση το απόλυτο ντιμπέιτ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου: Ποιος υπήρξε ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών;

Κάθε φορά η απάντησή μου ήταν η ίδια: «Μπορούμε να συζητήσουμε για πολλούς: Τον Πελέ, τον Κρόιφ, το «φαινόμενο», τον Μέσι, τον Κριστιάνο, σίγουρα όμως δεν ήταν ο Ντιέγκο». Δεν το έπραττα από εμπάθεια, αλλά βασιζόμενος στην  προσωπική οπτική μέσα από την οποία κρίνω όλους τους πρωταγωνιστές του αγαπημένου μου αθλήματος.

Στα δικά μου μάτια, ο «Ντιεγκίτο» δεν μπορούσε καν να μπει στο κάδρο της συγκεκριμένης εξίσωσης, για τρεις λόγους:

  1. Η καριέρα του δεν είχε τη διάρκεια που οφείλει πρώτα και πάνω απ’ όλα να έχει η πορεία ενός αθλητή, για να φτάσει στο σημείο να θεωρείται μια μέρα ο κορυφαίος οποιουδήποτε αθλήματος. Τα πραγματικά αξέχαστα χρόνια του Ντιέγκο (όταν γκρέμισε μύθους και αυτοκρατορίες) περιορίζονται ουσιαστικά σε μια πενταετία: 1985-1990.
  2. Το επίτευγμα που τον μετέτρεψε σε εθνικό σύμβολο της πατρίδας του και που γέρνει μονομερώς τη ζυγαριά σύγκρισής του με τον Λιονέλ Μέσι (η κατάκτηση του Μουντιάλ του 1986) στήθηκε κατά το ήμισυ στο δόλο και την ξεδιάντροπη εξαπάτηση του προημιτελικού με την Αγγλία. Το… έτερο ήμισυ, φυσικά, δεν ήταν άλλο από το απαράμιλλο ταλέντο του, που αποτυπώθηκε στο ίδιο παιχνίδι με το «γκολ του αιώνα». Στις συζητήσεις περί του κορυφαίου ποδοσφαιριστή του πλανήτη, μάλιστα, εκνευριζόμουν όποτε έβλεπα να υποστηρίζουν φανατικά την υποψηφιότητα Ντιέγκο, συνομιλητές μου που την επομένη καθύβριζαν Έλληνες ποδοσφαιριστές που βουτούσαν στην περιοχή για να κερδίσουν πέναλτι (είτε φορούσαν ερυθρόλευκη, κιτρινόμαυρη, πράσινη, ή μαυρόασπρη φανέλα). «Όλοι αυτοί προσβάλουν την ποδοσφαιρική σου αισθητική, αλλά το χέρι του Θεού ήταν μια ιστορική στιγμή για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο», έλεγα δεικτικά… βγαίνοντας από τα ρούχα μου.
  3. Δεν θα μπορούσα ποτέ να αποκαλέσω κορυφαίο αθλητή οποιουδήποτε σπορ, έναν πρωταγωνιστή του που θα είχε συλληφθεί να κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών, εντός γηπέδων. Το πώς επιλέγει ο Μαραντόνα ή ο κάθε Μαραντόνα να χαραμίσει ή να καταστρέψει τη ζωή του, είναι προσωπικό του δικαίωμα. Το να επιχειρεί όμως να βελτιώσει τις αγωνιστικές του επιδόσεις με αθέμιτα μέσα, είναι κάτι διαφορετικό. Και όσο μεγάλο παράσημο αποτέλεσε για τον Ντιέγκο το Μουντιάλ του 1986, άλλο τόσο μεγάλη κηλίδα ήταν αυτό του 1994…

Κι αφού τα έγραψα όλα αυτά, γιατί το απόγευμα της Τετάρτης – όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του – ένιωσα την καρδιά μου να σταματά; Γιατί πόνεσα τόσο πολύ για την απώλεια ενός ποδοσφαιριστή με τον οποίο ουδέποτε ταυτίστηκα;

Την απάντηση την βρήκα χθες, λίγο πριν μπούμε στο στούντιο για την πρωινή μας εκπομπή στον Over FM με τη Λένα Καραλή, ψάχνοντας τα τελευταία στοιχεία για τη ζωή του Ντιέγκο. Και ήταν τόσο απλή η απάντηση…

Γιατί ο Μαραντόνα δεν ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, αλλά το ίδιο το ποδόσφαιρο! Ο βασιλιάς των σπορ βλέπετε δεν είναι ένας χώρος αγγελικά πλασμένος και ίσως γι’ αυτό να μη θεωρείται ένα απλό σπορ, αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο. Ίσως γι’ αυτό να αγγίζει τις ανθρώπινες ψυχές, όπως κανένα άλλο άθλημα στον κόσμο.

Γιατί εκτός από την τέχνη, το θέαμα, το ταλέντο περιλαμβάνει την αλητεία, την εξαπάτηση (ναι, ακόμη κι αυτή), την επανάσταση. Εκτός από το νόμο του ισχυρού, προσφέρει από τη φύση του στον ανίσχυρο την αυξημένη πιθανότητα να ζήσει το δικό του παραμύθι. Γιατί πάντα δίπλα στο ποδόσφαιρο των παλατιών και των σύγχρονων γηπέδων, θα υπάρχει το ποδόσφαιρο του δρόμου, της αλάνας, το ποδόσφαιρο της φαβέλας.

Δεν είναι αγγελικά πλασμένος ο κόσμος του ποδοσφαίρου, όπως δεν είναι αγγελικά πλασμένη η κοινωνία που ζούμε. Όπως δεν ήταν αγγελικά πλασμένη η καριέρα και η ζωή του ενός και μοναδικού Ντιέγκο Μαραντόνα.

Το απόγευμα της Τετάρτης, λοιπόν, δεν έφυγε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, μοιάζει να έφυγε ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που συμπεριελάμβανε στο μικρό κορμί και την τεράστια προσωπικότητά του όλα τα στοιχεία που καθιστούν το ποδόσφαιρο μοναδικό στο είδος του: Το θεόσταλτο ταλέντο, αλλά και την ποδοσφαιρική αλητεία. Τον βασιλιά των γηπέδων, αλλά και τον επαναστάτη. Τον άνθρωπο που δεν συμβιβαζόταν ποτέ με το νόμο του εκάστοτε ισχυρού, αλλά και τον άνθρωπο εκείνο που δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να φτάσει στο στόχο του.

Αυτό ήταν ο Ντιέγκο: Κάτι παραπάνω από ένας κορυφαίος ποδοσφαιριστής. Ήταν το ίδιο το ποδόσφαιρο. Κι γι’ αυτό η απώλειά του πονάει…

Γιατί μαζί με τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης εποχής, μοιάζει να φεύγει ένα κομμάτι ολόκληρου του αθλήματος που αγαπάμε από μικρά παιδιά!

Πηγή: Over FM