Του Γιάννη Σερέτη
Είναι μερικές φορές που «πρέπει» να γράψεις ένα κείμενο, αλλά όση πείρα κι αν έχεις, δεν ξέρεις πώς να το γράψεις. Δεν μπορείς να αξιολογήσεις τι είναι πιο σημαντικό από μια συζήτηση 45 λεπτών, για την οποία εσύ καλείσαι να γράψεις μάξιμουμ 1000 λέξεις. Γράφεις, σβήνεις, το ξανασκέφτεσαι… Τι να πρωτοπείς σε 1.000 λέξεις γι’ αυτή τη συζήτηση του Σωτήρη Νίνη με τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο και τη Μαρία Ζαφειράτου, στο πρώτο vidcast της «Μεταβίβασης» στο Gazzetta: βιβλίο μπορείς να γράψεις με πέντε – έξι ξεχωριστές θεματικές ενότητες!
Eιλικιρινά, ήταν μια κουβέντα την οποία θα παρακολουθούσα σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα την φιλοξενούσε. Και μακάρι να ακολουθήσουν περισσότεροι αθλητές – εν ενεργεία ή μη – οι οποίοι θα βρουν το θάρρος να μοιραστούν τα εσώψυχά τους δημοσίως σε αυτό το επίπεδο. Όχι περιγράφοντας και αναφέροντας γεγονότα, αλλά συναισθήματα. Γιατί στην πραγματικότητα αυτό είναι το μεγαλύτερο και περισσότερο και μονάκριβο που μας κλέβει κάθε μέρα η εποχή που ζούμε στη χώρα που ζούμε: το συναίσθημα και η αυθεντικότητα!
Ρόλοι. Ολοι μάθαμε να μπαίνουμε σε ρόλους και αφήσαμε πίσω την όποια ανθρωπιά έχει ο καθένας μέσα του. Εγώ να παίξω το ρόλο του ρεπόρτερ για να βγάλω την απαραίτητη είδηση, ο παίκτης να παίξει το ρόλο του «τέλειου» όπως του επιβάλλει το σταρ σύστεμ και η ομάδα, οι οπαδοί να παίξουν το ρόλο του κριτή των πάντων. Κάπως έτσι χάθηκε η αλήθεια στην επικοινωνία. Μα αυτό το Vidcast είμαι μια θαυμάσια προσπάθεια αποκατάστασης – όχι μόνο της αλήθειας που κουβαλά μέσα του κάθε αθλητής – αλλά και της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Θέλετε υποψήφιους τίτλους αυτής της συζήτησης; Απειροι. Κάθε κουβέντα του Νίνη ήταν και μια εξομολόγηση. Κάθε κουβέντα του Ελέ ήταν κι ένα μάθημα διότι ερεθίζει το μυαλό σου και βάζει απέναντι σου έναν καθρέφτη και ένα εσωτερικό μικρόφωνο που αναπαράγει ηχητικά τις σκέψεις που σου γεννά. Ομως η πολύτιμοι ουσία δεν είναι οι τίτλοι. Είναι κάθε κουβέντα αυτού του 45λεπτου.
«Βγάλτε την κουκούλα». Αυτό μου ήρθε στο μυαλό! Ηταν η κουκούλα που φορούσε ο Σωτήρης όταν έβγαινε από το σπίτι του μετά τα 17-18, όταν δεν ήθελε να τον αναγνωρίζει κανείς. Όταν δεν είχε την απαραίτητη βοήθεια από την ομάδα και συνολικά από το περιβάλλον του για να διαχειριστεί την υπερέκθεση στη δημοσιότητα. Είναι η κουκούλα που βλέπω γύρω μου από 13χρονα, 14χρονα, 15χρονα, πρωί και βράδυ στα κατάμαυρα hoodies τους. Eίναι μόνο μόδα; Οχι βέβαια.
«Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η αναγνωρισιμότητα. Δεν σε ήξερε κανένας, σε έμαθαν όλοι. Πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς στην καθημερινότητα. Ημουν ένας πιεσμένος άνθρωπος». Γι’ αυτό και έπαιζε άμυνα. Δεν μιλούσε, κλεινόταν στον εαυτό του. Καταπίεση. Αμυνα. Τραυματισμοί. Ανασφάλεια. Και ξανά πίεση. Για να «αποδείξει». Στην ομάδα, στο κοινό, στους γονείς, στον εαυτό του. Όχι στα 25, στα 35, στα 40. Στα 18. Το έχω νιώσει. Το έχεις νιώσει. Ισως και πιο νωρίς. Στα 14, στα 15, σίγουρα στα 16 και στα 17. Σε άλλα πεδία, όχι στο ποδόσφαιρο. Να αποδείξεις! Στο σχολείο, στο μπάσκετ, στην μπάλα, στα αγγλικά, στους φίλους. Ναι, εκεί κυρίως. Στους γονείς και στους φίλους!
«Ένα παιδί που δεν ήθελε και δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι». Ο Ελέ το έζησε στα 19. Ο Νίνης στα 17. Κρίση πανικού, ταχυπαλμίες, κουκούλα, χαμηλωμένο κεφάλι σε δημόσιο χώρο. «Το ποδόσφαιρο μου πήρε το χαμόγελο νωρίτερα απ΄ αυτό που περίμενα. Αμυνα. Αλλαζα συμπεριφορά και έπαιζα άμυνα. Η πίεση ήταν τεράστια, δεν ήθελα οικογένεια, φίλους, τίποτα».
Και μετά… τα media. Αυτά που σε δοξάζουν και σε καταπίνουν.
«Όταν στα 18 σου σε λένε παλαίμαχο μετά το χειρουργείο φανταστείτε τι ψυχική δύναμη χρειάζεται». Εμετοί πριν από τα παιχνίδια, υποτροπές μετά από τραυματισμούς «για να γυρίσω καλύτερος και πιο γρήγορα». Η σωματοποίηση του άγχους που είπε ο Ελευθερόπουλος. «Εξι χειρουργεία. Πάντα μπαίνει η αμφιβολία. «Θα είμαι όπως πριν;» Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι μετά; Μια θλάση με μια απλή πάσα. Δημιουργείς τύψεις, τρομερές ενοχές στον εαυτό σου. Πόσες φορές έχω πάθει υποτροπή επειδή ήθελα να αποδείξω, να είμαι μετά καλύτερος»…
Και μετά ο «θάνατος» και η «κηδεία» του ποδοσφαιριστή. Η πρώτη σκέψη για το τέλος, μέχρι να φτάσει το τέλος. Και η αρχή για τη δεύτερη ζωή. Ετσι την αποκαλούν οι επαγγελματίες που κάνουν πρωταθλητισμό. Δεύτερη ζωή.
«Είναι σαν να κηδεύεις τον παίκτη. Πρέπει να ξεχάσεις ποιος ήσουν. Είμαι ευγνώμων που έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Μπορεί να μην έπιασα το πικ που ήθελα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έφυγα γεμάτος. Τα τελευταία μου χρόνια δεν τα χάρηκα όσο ήθελα. Στην Ιταλία όσο μεγαλώνει ο παίκτης, τον σέβονται πιο πολύ. Στην Ελλάδα τον απαξιώνουμε».
Πολλές φορές, εκεί που τελειώνει η ζωή η πρώτη, αρχίζει η ζωή του μπαμπά γι’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων. «Εχουμε μάθει οι παίκτες να τα καταπίνουμε όλα! Όταν δέχεσαι συμπεριφορές που δεν τις αξίζεις, σταματώντας το ποδόσφαιρο καταλαβαίνεις ότι βγαίνουν πράγματα που κουβαλάς πολλά χρόνια και πρέπει να τα αποβάλλεις».
Και ο δικός μου επίλογος δια στόματος Σωτήρη: «Όταν φύγει η χαρά του παιχνιδιού, αλλάζουν πάρα πολλά. Αν μιλούσα τώρα στον 16χρονο Σωτήρη, θα αναζητούσα την ψυχική βοήθεια σε πολύ μικρότερη ηλικία. Τα παιδιά δεν χρειάζονται καθοδήγηση, χρειάζονται ελευθερία».
Στην πραγματικότητα, την καθοδήγηση την έχουν. Αυτό που τους λείπει είναι το κριτήριο, η διύλιση, το φίλτρο, η αξιολόγηση. Και ακριβώς εκεί είναι που χρειαζόμαστε όλοι, ως αθλητές, προπονητές, ομάδες, μπαμπάδες, δημοσιογράφοι, κοινό, την έξτρα βοήθεια. Τη γνώση, την πληροφορία, τη στήριξη και το ανοιχτό μυαλό των ειδικών και των επιστημόνων. Των ειδικών δασκάλων, εκπαιδευτικών, ψυχολόγων. Για μια καλύτερη ζωή όλων των παιδιών μέσα από τον αθλητισμό.
Πηγή: Gazzetta
















