Επιλογή Σελίδας

Επιμέλεια, Νίκος Συριώδης

Αν υπήρχε ένα ποδοσφαιρικό λεξικό του Γιώργου Μπαμπινιώτη, το οποίο με κάποιο τρόπο ζητούσε να μεταφραστεί η ατάκα “ποδοσφαιρικά 90’ς στην Ελλάδα”, η απάντηση “Νίκος Τσιαντάκης” θα ήταν αυτή που θα αποτύπωνε ίσως με τη μεγαλύτερη ακρίβεια την περίοδο ειδικά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, όταν τα “πέτρινα χρόνια” του Ολυμπιακού βρίσκονταν στο απόγειό τους.

Πόσες και πόσες φορές δεν είχε ακουστεί εκείνο το περιβόητο και μακρόσυρτο “Τσιαντάκης από δεξιά, σεντράρειιιιι” του Σταύρου Πετρακόπουλου στα στιγμιότυπα της Ε(Ρ)Τ3, όταν οι Πειραιώτες αγωνίζονταν στη Βόρεια Ελλάδα ή οι περιγραφές σε αντίστοιχες σέντρες του “Τσιάντακα” από τον Δημήτρη Πουλιάση για λογαριασμό της Ε(Ρ)Τ1 σε ματς του Ολυμπιακού στο παλιό Στάδιο Καραϊσκάκη.

Όταν λέμε Τσιαντάκης, έρχεται στο μυαλό η καταπακτή που έβγαιναν οι παίκτες στον αγωνιστικό χώρο και ακουγόταν η παλιά έκδοση του ύμνου του Ολυμπιακού στο φαληρικό γήπεδο, τα τσιμέντα στις εξέδρες, οι κούρσες του από τα πλάγια (δεξιά και αριστερά) με το σκάμμα να είναι δίπλα στο πλάγιο, το στρώμα για άλμα εις ύψος πίσω από το πέταλο, όλες εκείνες οι δύσκολες και συνάμα νοσταλγικές στιγμές της δύσκολης “ερυθρόλευκης” δεκαετίας.

Η κορυφαία ποδοσφαιρική χαίτη της χώρας έχει γενέθλια σήμερα (20/10/1963) και δεν θα μπορούσαμε να μην κάνει ειδική μνεία σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές των ελληνικών γηπέδων. Διότι μπορεί πολλοί να τον έχουν συνδέσει με το cult εκείνης της εποχής, όμως ουδείς πρέπει να παραγνωρίσει ότι επρόκειτο για έναν πραγματικά υψηλού επιπέδου ποδοσφαιριστή, ο οποίος βρέθηκε και στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 1994 με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα.

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΤΡΟΜΗΤΟ

Γεννήθηκε το 1963 στο Γοργογύρι Τρικάλων και σε ηλικία 12 γράφτηκε στα “τσικό” του Ατρομήτου στο Περιστέρι. Ήταν γρήγορος, κολλούσε τη μπάλα στα πόδια και τα φάλτσα που έδινε, δεν τα είχε ξαναδεί ο Μάνος Σταματάκος, μια από τις πιο παλιές δόξες του Ατρομήτου και προπονητής της πρώτης ομάδας για ένα διάστημα. Έβαλε να ρωτήσουν και να μάθουν για τον πιτσιρικά Νίκο, να βρουν τον πατέρα του και να τον φέρουν σε επαφή για να ενταχθεί στους μικρούς του Ατρομήτου. Όπως και έγινε.

Το 1981, ο Τσιαντάκης σε ηλικία 18 ετών προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα, στην οποία έπαιξε απ’ το 1981 ως το 1985, περισσότερο στη Β’ Εθνική. Προηγουμένως, αγωνίστηκε λίγο στον Αίαντα Κολωνού, όμως η ομάδα της γειτονιάς δεν τον… χωρούσε για πολύ, ήθελε να κάνει το ξεπέταγμα. Και το έκανε.

ΕΠΑΘΕ ΠΛΑΚΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ Ο ΓΚΟΡΣΚΙ

Ο νεαρός άρχισε να προοδεύει, κλήθηκε και στις μικρές Εθνικές, άρχισε να βάζει και άλλα στοιχεία το παιχνίδι του, μάθαινε τακτική, γινόταν κανονικός ποδοσφαιριστής. Το ταλέντο υπήρχε, έπρεπε όμως να εξελιχθεί. Στους Νέους του Ατρομήτου έκανε παπάδες, ενώ ξεχώριζε και για τον χαρακτήρα του. Δεν ήταν ατίθασο παιδί, ούτε απείθαρχο. Σεβόταν, άκουγε και δούλευε. Τον Φεβρουάριο του 1981, ο Κώστας Καραπατής σε μια προπόνηση στο γήπεδο του Ατρομήτου, έκανε νόημα στο 17χρονο να προπονηθεί με την πρώτη ομάδα. Θα έκανε ντεμπούτο λίγες μέρες αργότερα, θα έπαιρνε και άλλες συμμετοχές, ενώ θα έπαιζε και βασικός στην τελευταία αγωνιστική.

Στις 14 Ιουνίου 1981 στο Στάδιο Καραϊσκάκη, ο Ολυμπιακός γιόρταζε το πρωτάθλημα, αλλά οι χαρές ήταν πιο περιορισμένες λόγω των όσων είχαν συμβεί στις 8/2 με τον χαμό 21 ψυχών στο ντέρμπι με την ΑΕΚ. Κανείς δεν είχε όρεξη να πανηγυρίσει και να χαρεί με την ψυχή του. Ο Τσιαντάκης έπαιξε κόντρα στην ομάδα που έμελλε να αγωνιστεί στο μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας του και ο Γκόρσκι ρώτησε αμέσως ποιος είναι, διότι ξετρελάθηκε με αυτά που έβλεπε. Ο Ατρόμητος ήθελε πολλά, ο προπονητής έφυγε, το ενδιαφέρον ατόνησε, ενώ εκείνη την χρονιά μπήκε και στο τμήμα Τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ ΤΟΝ ΠΗΡΕ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

Ο Πανιώνιος, που πρόσεξε τον νεαρό και το δεδομένο ταλέντο του, ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα στην καριέρα του, για τον οποίο είχε ενδιαφερθεί κι ο Παναθηναϊκός, που τελικά τον απέρριψε. Με τα κυανέρυθρα, ο Τσιαντάκης κέρδισε τη φήμη και έγινε γνωστός. Άλλωστε, οι Νεοσμυρνιώτες ήξεραν πώς να βγάζουν παίκτες και να βελτιώνουν. Για να τον αγοράσει από τον Ατρόμητο, έδωσε τότε 6.500.000 δραχμές. Πολλά λεφτά, αλλά το deal έκλεισε για τον 22χρονο.

Οι πλαγιοκοπήσεις του, η εξαιρετική τεχνική του, όπως και οι σέντρες του, τον έκαναν απαραίτητο στην ενδεκάδα και από τους πιο αγαπημένους της εξέδρας. Έβγαζε πάθος, έδινε τα πάντα και ο κόσμος τον γούσταρε. Για 61 αγώνες πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους “κυανέρυθρους”, σκοράροντας και έξι γκολ. Η Πλατεία δεν θα αποτελούσε για πάνω από δυο χρόνια το “σπίτι” του, αφού το 1987 ο Ολυμπιακός αποφάσισε να επενδύσει πάνω του και δεν το μετάνιωσε.

Πάντως, ο Πανιώνιος αποτέλεσε μεγάλο “σκαλοπάτι”. Η εξέλιξή του ήταν ραγδαία, με τον Πανιώνιο έζησε κορυφαίες στιγμές, με αποκορύφωμα την έξοδο στην Ευρώπη το 1986. Ήρθε η ώρα για να φορέσει την ερυθρόλευκη ριγωτή φανέλα, αν και δεν περίμενε ότι η πορεία του εκεί θα ήταν συνυφασμένη με την δυσκολότερη εποχή στην ιστορία του Ολυμπιακού.

Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ “ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ”

Το 1987 κι ενώ ο Τσιαντάκης εντυπωσίαζε στη Νέα Σμύρνη, οι “ερυθρόλευκοι” κατέθεσαν πρόταση στον Πανιώνιο και τελικά τον αγόρασαν. Από το Δεκέμβριο 1987 ως τον Δεκέμβριο του 1994 έζησε όλες τις πικρές στιγμές, αλλά και κάποιες καλές. Όχι πολλές, αλλά σίγουρα έντονες. Συμπλήρωσε 196 αγώνες και 23 γκολ με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο και ήταν από τα βασικά στελέχη της ομάδας του Πειραιά.

Ήθελε τίτλους με τον Ολυμπιακό, αλλά δεν τους κατέκτησε, ζώντας από μέσα όλα τα διοικητικά προβλήματα. Μόνο δύο Κύπελλα πανηγύρισε ο Τσιαντάκης με τα “ερυθρόλευκα” το 1990 με τον ΟΦΗ και το 1992 στους διπλούς τελικούς με τον ΠΑΟΚ. Προσθέστε και το Σούπερ Καπ του 1992 κόντρα στην ΑΕΚ (3-1). Αυτοί ήταν και οι μοναδικοί τίτλοι της καριέρας του. Δυσανάλογοι των φιλοδοξιών του, όταν μετακόμισε στον Πειραιά, αλλά η περίοδος ήταν πολύ δύσκολη για το κλαμπ.

Έζησε τον Κοσκωτά, έζησε τον Μπανασάκη και τον Σαλιαρέλη, βίωσε όλες τις τραγελαφικές ιστορίες που συνοδεύουν τον Ολυμπιακό εκείνης της περιόδου, τις πίκρες και τις απογοητεύσεις. Εκείνος εκεί όμως, από τους στυλοβάτες, από τις σταθερές του συλλόγου, σημείο αναφοράς και από τους πιο αγαπητούς στον φίλαθλο κόσμο, που εκείνη την περίοδο στήριζε μεν, αλλά ήταν οργισμένος με την διοικητική αστάθεια. Δεν πρόλαβε την περίοδο Κόκκαλη και όσα ακολούθησαν. Το tiiming δεν αποτέλεσε ποτέ σύμμαχό του.

ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΒΟΗΤΕΣ ΣΕΝΤΡΕΣ ΤΟΥ…

Αν για κάτι έγινε γνωστός και μνημονεύεται μέχρι σήμερα, ήταν οι σέντρες του “πάρτο, βάλτο”. Νόμιζες ότι και χωρίς φόρα, χωρίς να κάνει κίνηση από τα άκρα, ακόμα και σταματημένος, ήταν σε θέση να γυρίσει και να βγάλει καλοζυγισμένη σέντρα είτε για το κεφάλι του Τσαλουχίδη είτε για τον Προτάσοφ, τον Μητρόπουλο, τον Σοφιανόπουλο. Ήταν εκείνο που τον καθιέρωσε, το μεγάλο του όπλο, το δυνατό του σημείο. Η χαίτη να ανεμίζει, τα πόδια στραβά, αλλά η σέντρα αλφάδι. Όλη του η καριέρα συνυφασμένη με αυτή την εικόνα!

Αναρίθμητα τα γκολ που βγήκαν από δικές του μπαλιές. Ντέρμπι κρίθηκαν από το δεξί του και έτσι έβγαλε το ψωμί του. Όχι, δεν ήταν ο καλύτερος της εποχής του. Δεν ωραιοποιείται η καριέρα του, απλά και μόνο επειδή γίνεται φλας μπακ στην πορεία του στο ποδόσφαιρο. Απλά στο μυαλό πολλών έχει συνδεθεί με το “δεύτερο” εκείνης της εποχής, αλλά δεν είναι έτσι. Ο Νίκος Τσιαντάκης μπορούσε να “παντρέψει” την ποιότητα με το cult, είχε αυτή την μοναδική ικανότητα.

Η ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ

Μετά τον Ολυμπιακό, στα 32 του, το 1995, ανηφόρισε στη Θεσσαλονίκη και τον Άρη (27 συμμ./4 γκολ). Κι εκεί εντυπωσίασε, κι εκεί αγαπήθηκε. Στη συνέχεια, έπαιξε στον Ιωνικό (47 συμμ./3 γκολ) και στον ΟΦΗ (24 συμμ./1 γκολ). Και στις δύο ομάδες ήταν βασικός, παρότι βρισκόταν σε προχωρημένη ποδοσφαιρικά ηλικία. Ειδικά στην ομάδα της Κρήτης βίωσε τις τελευταίες μεγάλες ευρωπαϊκές στιγμές με τη σπουδαία πρόκριση στο UEFA εναντίον της ουγγρικής Φερεντσβάρος και τη μεγάλη μάχη με την Οσέρ, το 1997. Έκλεισε την καριέρα του στον Εθνικό Αστέρα σε ηλικία 36 ετών την σεζόν 1999/00, έχοντας έξι συμμετοχές.

ΤΟ “ΚΕΦΑΛΑΙΟ” ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Στην Εθνική, που ήταν το άλλο μεγάλο “κεφάλαιο” της καριέρας του, ο Νίκος Τσιαντάκης αγωνίστηκε απ’ το 1988 ως το 1994, έχοντας 47 συνολικά ματς και σκοράροντας δυο φορές. Εξάλλου, ως παίκτης του Ολυμπιακού, ταξίδεψε στη μεγάλη περιπέτεια της Εθνικής μας στο Μουντιάλ των ΗΠΑ Έπαιξε στα παιχνίδια με Αργεντινή (0-4) και Νιγηρία (0-2), στην ιστορική πρώτη εμφάνιση της Ελλάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Η παρουσία του εκεί, σήμαινε την απόλυτη καταξίωσή του, έστω και αν για την γαλανόλευκη ήταν εφιάλτης.

ΠΤΥΧΙΟ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΣΤΑ 48 ΤΟΥ

Πέρα από την ποδοσφαιρική καριέρα του και την οικογένειά του, αυτό για το οποίο καμαρώνει, είναι το ότι έστω και στα 48 του χρόνια κατάφερε να πάρει το πτυχίο του. Ναι, με κάτι… δεκαετίες καθυστέρηση, πήρε το δίπλωμά του από το Τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έδωσε το τελευταίο μάθημα, πέρασε και τα κατάφερε. Ήταν πλέον πτυχιούχος.

Γι’ αυτό μπορεί να αισθάνεται πολύ υπερήφανος, στέλνοντας και ένα μήνυμα. Παράλληλα, έχει συμμετάσχει πολλάκις ενεργά στο σύνδεσμο παλαιμάχων του Ολυμπιακού, ενώ εδώ και κάποια χρόνια διατηρεί καφετέρια, διακριτική και σεμνή, σε ένα στενάκι στο Σύνταγμα. Εκεί πλέον εξιστορεί τις ιστορίες του από το ποδόσφαιρο. Δεν είναι και λίγες…

Όλα τα γκολ του με τον Ολυμπιακό:

Πηγή: Sport 24