Επιλογή Σελίδας

Του Νίκου Κωνσταντόπουλου

Κάτο: Ονομα μικρό σε μήκος, τεράστιο σε αξία. Σχεδόν μυθικός αθλητής της ενόργανης γυμναστικής, γνωστός ακόμη και σε φιλάθλους που δεν εντρυφούν στο άθλημα, ειδικά στους παλαιότερους. Είναι ο πλέον βραβευμένος αθλητής της γυμναστικής στην ιστορία των Ολυμπιακών και από τους πιο επιτυχημένους αθλητές αυτών σε οποιοδήποτε άθλημα, αφού τη συλλογή του κοσμούν οκτώ χρυσά, τρία ασημένια κι ένα χάλκινο μετάλλια. Είναι ο ένας από τους δέκα αθλητές, που κατέχουν οκτώ χρυσά oλυμπιακά μετάλλια, όπως προαναφέραμε, ο πιο βραβευμένος άνδρας αθλητής της ενόργανης γυμναστικής, αλλά και ο καλύτερος Ιάπωνας (άνδρας ή γυναίκα) στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Για τα επιτεύγματά του, το 2001 έγινε μέλος του «Χολ οφ Φέιμ» της διεθνούς γυμναστικής.

Ο γεννημένος στις 11 Οκτωβρίου του 1946, στη Νιιγκάτα, Κάτο ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Κιοΐκου του Τόκιο, όταν πήρε μέρος για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ηταν το 1968, στην Πόλη του Μεξικού. Βρισκόταν, δηλαδή, σε προχωρημένη ηλικία (22 ετών) για να αρχίσει διεθνή σταδιοδρομία στο άθλημα.

Η εθνική ομάδα της Ιαπωνίας ήταν η κυρίαρχος της ενόργανης γυμναστικής στους άνδρες εκείνη την εποχή. Ηδη είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο του ομαδικού και το 1960 και το 1964. Ετσι, πήγαινε στην πρωτεύουσα του Μεξικού ως φαβορί. Η ΕΣΣΔ ήταν μονίμως μία θέση πίσω της.

Ο Σαουάο Κάτο, ο Γιούκιο Εντο, ο Τακέσι Κάτο, ο Εϊζο Κενμότσου, ο Ακινόρι Νακαγιάμα και ο Μίτσουο Τσουκαχάρα επιβεβαίωσαν τα προγνωστικά. Η μεγάλη πορεία του Σαουάο Κάτο προς την καταξίωση είχε αρχίσει. Στην ίδια διοργάνωση νίκησε και στο σύνθετο ατομικό και, συνολικά, πήρε τρία χρυσά μετάλλια κι ένα χάλκινο. Αλλα τρία χρυσά (το ένα ξανά στο σύνθετο ατομικό) συνέλεξε και στο Μόναχο (Δυτική Γερμανία), τέσσερα χρόνια αργότερα. Εκεί πήρε και δύο ασημένια. Στο βάθρο των νικητών τον συνόδευαν ο Κενμότσου και ο Νακαγιάμα, δείγμα της κυριαρχίας της Ιαπωνίας στο άθλημα.

Επιστρέφοντας στην αμερικανική ήπειρο, στο Μόντρεαλ το 1976, προσπάθησε να γίνει ο πρώτος αθλητής που θα είχε κατορθώσει να αναδειχθεί κορυφαίος αθλητής του πλανήτη στο σύνθετο ατομικό για τρίτη φορά. Δύο αθλητές έως τότε είχαν από δύο κατακτήσεις του τίτλου. Ο Ιταλός Αλμπέρτο Μπράλια το 1908 στο Λονδίνο (Μ. Βρετανία) και το 1912 στη Στοκχόλμη (Σουηδία) και ο Σοβιετικός Βίκτορ Τσουκάριν το 1952 στο Ελσίνκι (Φινλανδία) και το 1956 στη Μελβούρνη (Αυστραλία). Αλλά ένας άλλος σπουδαίος Σοβιετικός, ο Νικολάι Αντριάνοφ, τον ξεπέρασε για έναν ολόκληρο βαθμό (116,650 έναντι 115,650). Ο Κάτο στον Καναδά πήρε δύο χρυσά μετάλλια κι ένα ασημένιο, δεν κατόρθωσε, όμως, να κάνει πραγματικότητά τ’ όνειρό του. Αλλά η μεγάλη αγωνιστική του διάρκεια και τα πολλά επιτεύγματά του τον έχουν καταστήσει τον κορυφαίο αθλητή της ενόργανης γυμναστικής όλων των εποχών.

Πρέπει δε, να επισημάνουμε ότι ούτε ο Μπράλια ούτε ο Τσουκάριν πήραν άλλο ολυμπιακό μετάλλιο στο σύνθετο ατομικό. Και επίσης, πως μετά τον Κάτο, ουδείς κατόρθωσε να διπλασιάσει τα χρυσά μετάλλια στο σύνθετο. Ως φαίνεται δε, λόγω των πολλών αλλαγών που έχουν γίνει στο άθλημα, δύσκολα κάποιος θα μπορεί να διατηρεί τον τίτλο. Πόσω μάλλον να νικήσει τρεις φορές.

Η «μαγική» ιαπωνική τριάδα της ενόργανης

Ενας αθλητής της ενόργανης γυμναστικής μόνος του, όσο σπουδαίος κι αν είναι, δεν μπορεί να οδηγήσει την εθνική ομάδα της χώρας του στην κορυφή. Ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Σαουάο Κάτο στην κυριαρχία της Ιαπωνίας στο ομαδικό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, του 1972 και του 1976 ήταν σημαντικός, αλλά ουδέν θα είχε πετύχει, αν δεν είχε δίπλα του πολλούς σπουδαίους αθλητές. Η Ιαπωνία, άλλωστε, είχε θριαμβεύσει και το 1960 στη Ρώμη (Ιταλία) και τέσσερα χρόνια αργότερα, μπροστά στο ιαπωνικό κοινό, στο Τόκιο, έχοντας διακόψει την κυριαρχία της ΕΣΣΔ, που είχε νικήσει το 1952 και το 1956.

Ο Σαουάο Κάτο το 1968 είχε, όπως προαναφέραμε, συναθλητές σπουδαίους γυμναστές. Ο Γιούκιο Εντο, ο Τακέσι Κάτο, ο Εϊζο Κενμότσου, ο Ακινόρι Νακαγιάμα και ο Μίτσουο Τσουκαχάρα μαζί μ’ εκείνον συγκροτούσαν μια «ομάδα-όνειρο». Τέσσερα χρόνια αργότερα τους Σαουάο Κάτο, Κενμότσου, Νακαγιάμα και Τσουκαχάρα, πλαισίωσαν ο Σιγκέρου Κασαμάτσου και ο Τερουίτσι Οκαμούρα. Στο Μόντρεαλ, ο Σάτο, ο Κενμότσου και ο Τσουκαχάρα ήταν ξανά παρόντες, αλλά τις τρεις άλλες θέσεις είχαν πάρει ο Χιρόσι Κατζιγιάμα, ο Σουν Φουτζιμότο και ο Χισάτο Ιγκαράσι.

Επρεπε να περάσουν 28 χρόνια, να φθάσουμε στο 2004, στην Αθήνα, για να δούμε ξανά την ιαπωνική σημαία στον υψηλότερο ολυμπιακό ιστό προς τιμήν της εθνικής ομάδας ενόργανης γυμναστικής της χώρας. Διαβάζοντας τα ονόματα των αθλητών της ομάδας αυτής, κάποιος θα σταθεί σ’ ένα πασίγνωστο από την εποχή του Σαουάο Κάτο: Τσουκαχάρα. Είναι ο Ναόγια, γιος του Μίτσουο. Μπορεί να μην έφθασε τον πατέρα του σ’ επιτεύγματα, αλλά, πέρα από το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο ομαδικό, πήρε δύο παγκόσμια μετάλλια στο σύνθετο ατομικό. Ασημένιο το 1999 και χάλκινο δύο χρόνια νωρίτερα. Την ομάδα της Ιαπωνίας το 2004 συγκροτούσαν και οι Τακεχίρο Κασίμα, Χισάσι Μιζουτόρι, Νταϊσούκε Νάκανο, Χιρογιούκι Τομίτα και Ισάο Γιονέντα.

Παρουσιάζει ενδιαφέρον η σύγκριση των διακρίσεων του Μίτσουο και του Ναόγια, που έχουν 30 χρόνια διαφορά. Ο πατέρας γεννήθηκε το 1947 και ο γιος το 1977, ένα έτος πριν από την τελευταία συμμετοχή του Μίτσουο σε πρωτάθλημα κόσμου. Ο πατέρας, λοιπόν, κατέκτησε 5 χρυσά, 1 ασημένιο και 4 χάλκινα ολυμπιακά μετάλλια (στο σύνθετο ατομικό ήταν 3ος το 1976) και 4-2-0 παγκόσμια. Στο σύνθετο ατομικό ήταν 2ος το 1970. Ο γιος έχει στην συλλογή του το χρυσό της Αθήνας στο ομαδικό και 2 ασημένια και 4 χάλκινα παγκόσμια.

Ο Μίτσουο μπορεί να μη ήταν πολυσύνθετος, όπως ο Σαουάο Κάτο, αλλά έχει μείνει στην ιστορία της γυμναστικής όχι μόνο λόγω των μεταλλίων που πήρε, αλλά και διότι καθιέρωσε δύο ασκήσεις, που πήραν τ’ όνομά του. Η μία εκτελείται κυρίως στις ασκήσεις εδάφους και στο μονόζυγο κατά την έξοδο, αλλά και σε άλλα αγωνίσματα. Μερικές φορές την αποκαλούν «κυβίστηση (τούμπα) του φεγγαριού». Η άλλη, το «άλμα Τσουκαχάρα», εκτελείται στο αγώνισμα του άλματος. Ο Μίτσουο εκτός από το μονόζυγο και το άλμα ήταν πολύ καλός (όχι εξίσου, βεβαίως) και στους κρίκους και στο δίζυγο. Ακριβώς στο τελευταίο ήταν σπεσιαλίστας ο Ναόγια, ο οποίος κατέκτησε σε αυτό από ένα ασημένιο και χάλκινο μετάλλια σε πρωταθλήματα κόσμου.

Το τρίτο αξέχαστο όνομα στους φιλάθλους εκείνης της εποχής ήταν αυτό του Κενμότσου. Δεν είναι διάσημο όσο του Μίτσουο Τσουκαχάρα, παρότι έχει πάρει περισσότερα παγκόσμια μετάλλια και μόλις ένα λιγότερο ολυμπιακό. Ισως διότι οι ασκήσεις του Μίτσουο εκτελούνται ακόμη. Ο γεννημένος το 1948 Κενμότσου, λοιπόν, πήρε από τρία χρυσά (όλα στο ομαδικό), ασημένια (ένα στο σύνθετο) και χάλκινα ολυμπιακά μετάλλια και 7-5-3 παγκόσμια. Ηταν πρωταθλητής κόσμου στο σύνθετο το 1970.

Αυτή ήταν η «μαγική» τριάδα (Σ. Κάτο, Μ. Τσουκαχάρα, Ε. Κενμότσου), που κράτησε επί χρόνια την Ιαπωνία στην κορυφή της ενόργανης γυμναστικής.

Ο ρόλος των κριτών στη γυμναστική

Πόσο υποκειμενική είναι η κρίση και πόσο μπορεί ένας κριτής της γυμναστικής να βοηθήσει την ομάδα της χώρας του, πιθανόν το δείχνει ένα περιστατικό που συνέβη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004, με πρωταγωνιστή τον Σαουάο Κάτο.

Ο περίφημος παλαιός πρωταθλητής ήταν επικεφαλής των κριτών στον ομαδικό αγώνα των ανδρών, στον οποίο η ομάδα της πατρίδας του, οι ΗΠΑ και η Ρουμανία διεκδικούσαν το χρυσό μετάλλιο. Ο Κάτο διαφώνησε με μια άσκηση που εκτελούσε ο Αμερικανός Μπρετ ΜακΚλιούρ στο μονόζυγο. Αυτό υποχρέωσε τον Αμερικανό γυμναστή να κάνει μια διαφορετική άσκηση, την οποία εκτέλεσε άσχημα, με συνέπεια η ομάδα των ΗΠΑ να πάρει τη 2η θέση με 172,933 βαθμούς. Το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε η Ιαπωνία με 173,821, ενώ η Ρουμανία έμεινε 3η με 172,384.

Με τον τρόπο αυτό η συμβολή του στις επιτυχίες της πατρίδας του στο άθλημα απέκτησε μιαν άλλη διάσταση. Διότι η Ιαπωνία, μετά την αποχώρηση του Κάτο από την ενεργό δράση, δεν είχε πάρει ξανά χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο ομαδικό. Το 1980 ακολούθησε τις ΗΠΑ στο μποϊκοτάζ των αγώνων της Μόσχας, το 1984 νίκησαν οι ΗΠΑ λόγω της απουσίας των Σοβιετικών, το 1988 και το 1992 η ΕΣΣΔ, το 1996 η Ρωσία και το 2000 η Κίνα.

Ετσι, ο Κάτο μπορεί να υπερηφανεύεται πως η συμβολή του στην κυριαρχία της Ιαπωνίας δεν περιορίσθηκε στον αγωνιστικό τομέα, δηλαδή «μόνο» στις τρεις διοργανώσεις στις οποίες αγωνίσθηκε.

Πηγή: Καθημερινή