Του Γιάννη Μάρκουλα
Ο τόπος, η ημερομηνία, το διακύβευμα
Το κατάμεστο «Στάδιο της 20ης Μαΐου» στην Κινσάσα του Ζαΐρ / βελγικού Κονγκό, μπροστά σε 60.000 θεατές τα ξημερώματα της 30ης Οκτωβρίου του 1974 (04.00 τοπική ώρα), στον σημαντικότερο αγώνα μποξ ο οποίος διοργανώθηκε ποτέ στην αφρικανική ήπειρο, αλλά και σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα αθλητικά events όλων των εποχών γενικώς. O δαιμόνιος διοργανωτής Ντον Κινγκ κατάφερε να εξασφαλίσει 10 εκατομμύρια δολάρια, ένα ιλιγγιώδες ποσό για τη δεκαετία του ’70, από τον δικτάτορα της χώρας, Σέσε Σέκο Μομπούτου, προκειμένου να συμμετάσχουν σε αυτόν οι δύο πιο δημοφιλείς πυγμάχοι της Αμερικής…
Τζορτζ Φόρμαν εναντίον Μοχάμεντ Αλί
O θηριώδης Τζορτζ Φόρμαν απ’ το Μάρσαλ του Τέξας, 25.5 ετών, παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών μετά τη συντριπτική νίκη του επί του Τζο Φρέιζερ τον Ιανουάριο του 1973 στην Τζαμάικα, με ρεκόρ νικών 40-0 (37 με νοκ-άουτ), στο αποκορύφωμα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του και θεωρούμενος από αρκετούς ειδικούς ως ο πλέον δυνατός πυγμάχος μετά την εποχή του Σόνι Λίστον, το ξεκάθαρο φαβορί της σπουδαίας αναμέτρησης στην Κινσάσα η οποία θα έκρινε τον τίτλο, ένας σοβαρός, ολιγόλογος και αποφασιστικός άνδρας που προκαλούσε πραγματικό τρόμο στους αντιπάλους του στο ρινγκ με τις γροθιές του.
Επτά χρόνια μεγαλύτερος, εξίσου ψηλός αλλά πιο ελαφρύς και θεωρητικά τουλάχιστον σε καθοδική πορεία, ο Μοχάμεντ Αλί (Κάσιους Κλέι) ήταν ήδη ένας θρύλος της πυγμαχίας, όμως όχι ο ίδιος «χορευτής» ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1964 κατανίκησε τον Σόνι Λίστον, κέρδισε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή και τον διατήρησε έως το 1967, όταν πλήρωσε πανάκριβα την γενναία άρνησή του να συμμετάσχει στον πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, μένοντας εκτός λόγω τιμωρίας για πάνω από 3.5 χρόνια, αναμφίβολα τα καλύτερα της καριέρας του, και χάνοντας τελικά τη ζώνη από τον Τζο Φρέιζερ σε έναν επικό αγώνα το 1971.
Διοργάνωση και αναβολή του αγώνα
Ο Ντον Κινγκ και οι συνεργάτες του μετέτρεψαν τον αγώνα σε ένα πραγματικά φαντασμαγορικό γεγονός, φέρνοντας στην κεντρική Αφρική για ένα επιβλητικό τριήμερο φεστιβάλ (22-24 Σεπτεμβρίου, καθώς αρχικά ήταν προγραμματισμένος για τις 25 του μηνός) σπουδαία ονόματα της μουσικής σκηνής, όπως ο James Brown, o B.B. King, ο Bill Withers και αρκετά ακόμη συγκροτήματα Αφροαμερικανών και ντόπιων. Ωστόσο ο Τζορτζ Φόρμαν τραυματίστηκε πάνω από το δεξί μάτι, κατά τη διάρκεια μίας προπόνησής του και η αναμέτρηση με τον Μοχάμεντ Αλί αναβλήθηκε για τις 30 Οκτωβρίου, με αμφότερους να παραμένουν στο Ζαΐρ.
Όλη η Αφρική με τον Μοχάμεντ Αλί
Από την ημέρα που ο Μοχάμεντ Αλί πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο της Κινσάσα, δέκα χρόνια μετά το πρώτο ταξίδι του στην αφρικανική ήπειρο, λίγους μήνες πριν επικρατήσει του Σόνι Λίστον και του πάρει τη ζώνη το 1964, έγινε δεκτός με ειλικρινείς εκδηλώσεις λατρείας από τους ντόπιους, οι οποίοι τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα κραυγάζοντας το μυθικό πλέον «Ali boma ye!» («Αλί, σκότωσέ τον!»), ενώ και ο ίδιος τους ανταπέδιδε την αγάπη τους σε κάθε κίνησή του. Δεν ήταν το χρώμα, καθώς και ο αντίπαλός του ήταν μαύρος, ούτε οι μουσουλμανικές πεποιθήσεις του Αλί: οι Αφρικανοί, πάμφτωχοι και καταπιεσμένοι από τους λευκούς αποικιοκράτες και τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις τους, είχαν συγκλονιστεί από το γεγονός ότι ένας διάσημος Αμερικανός αθλητής αρνήθηκε να συμμετάσχει σε έναν άδικο πόλεμο εναντίον μιας μικρής, φτωχής χώρας σαν τις δικές τους και δικαίως τον θεωρούσαν το μαχητικό σύμβολο όλων των κατατρεγμένων του κόσμου, την ώρα που ο Τζορτζ Φόρμαν έκανε το λάθος να ταξιδέψει στη χώρα με το σκυλί του, έναν τεράστιο Γερμανικό Ποιμενικό, την ίδια ράτσα που χρησιμοποιούσαν και συχνά εξαπέλυαν εναντίον των ντόπιων οι αδίστακτοι Βέλγοι αστυνομικοί την εποχή που το Ζαΐρ βρισκόταν υπό την κατοχή τους…
«Ο Αλί δεν κοιτούσε τον σάκο του Φόρμαν»
Οι δύο πυγμάχοι έμεναν σε διαφορετικά σημεία της πόλης, ωστόσο τις περισσότερες φορές προπονούνταν στο ίδιο γυμναστήριο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο έξοχο ντοκιμαντέρ «When we were Kings» ο διάσημος συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ, ο οποίος βρισκόταν στο Ζαΐρ ως δημοσιογράφος για τις ανάγκες του event, «μετά από λίγη ώρα κατά την οποία ο Φόρμαν χτυπούσε τον βαρύ σάκο (τον οποίο ένας μέσος άνδρας με δυσκολία μπορούσε να μετακινήσει), αυτός έμενε με ένα γιγαντιαίο βαθούλωμα στη μέση του. Ο Αλί, όσες φορές έτυχε να περάσει από μπροστά του κατά τη διάρκεια της προπόνησης, δεν έριξε ποτέ ούτε μια ματιά στον σάκο, για να μη χάσει το θάρρος του». Ο Μοχάμεντ, με το γνωστό πληθωρικό του στιλ, μετέτρεπε σε πραγματική παράσταση για τους παρευρισκόμενους αυτές τις συναντήσεις, παίζοντας τα αφρικανικά ταμπούρλα των ντόπιων και σκαρώνοντας στιχάκια για την υπεροχή του κόντρα στον αντίπαλό του, ωστόσο και στα δύο στρατόπεδα υπήρχε ο φόβος μήπως αυτός ο αγώνας θα ήταν ο τελευταίος του.
Βροντή στη Ζούγκλα
Σαν σήμερα λοιπόν, στις 30 Οκτωβρίου του 1974, σε ένα κατάμεστο από 60.000 θεατές (αλλά όχι τον Μομπούτου, ο οποίος φοβήθηκε απόπειρα δολοφονίας του και το είδε από την τηλεόραση) «Στάδιο της 20ης Μαΐου» στην Κινσάσα του Ζαΐρ, είχε έρθει η ώρα για την αναμέτρηση που πολλοί θεωρούν ως κορυφαία στην Ιστορία του μποξ. Ο Αλί, με τον προπονητή Άντζελο Νταντί και τον θρυλικό «Μπουντίνι» Μπράουν στη γωνία του, ξεκίνησε επιθετικά με συνεχή δεξιά χτυπήματα, προσπαθώντας να αιφνιδιάσει τον Φόρμαν, τον άνθρωπο που είχε ισοπεδώσει μέσα σε δύο γύρους τον Τζο Φρέιζερ και τον Κεν Νόρτον, τους μοναδικούς πυγμάχους που είχαν νικήσει τον Μοχάμεντ στο παρελθόν, ωστόσο κατάλαβε νωρίς ότι η ταχύτητα και το στιλ του δεν θα είχαν αποτέλεσμα απέναντι σε έναν τόσο τρομακτικά δυνατό μποξέρ και άλλαξε τακτική.
Το «rope-a-dope»
Προκειμένου να εξαντλήσει τον νεότερο και πιο δυνατό Φόρμαν, ο οποίος πάντως είχε τρία χρόνια να φτάσει στον τρίτο γύρο, λόγω των γρήγορων νοκ-άουτ στα οποία υποχρέωνε τους αντιπάλους του, ο Αλί χρησιμοποίησε την παλαιομοδίτικη τακτική του «rope-a-dope», εμπνευσμένη από τον μεγάλο Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον. Πολύ απλά, από τον δεύτερο γύρο και έπειτα, ο 32χρονος ξεκίνησε να γέρνει πάνω στα σχοινιά, τα οποία ήδη είχε χαλαρώσει κάπως ο προπονητής του, Άντζελο Νταντί, αφήνοντάς τον Τζορτζ να εξαντλεί την ορμή του σε συνεχόμενα, ισχυρά αλλά όχι πραγματικά αποτελεσματικά χτυπήματα, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούσε το περίφημο trash talking του, λέγοντας στον παγκόσμιο πρωταθλητή «αυτό είναι όλο που έχεις, Τζορτζ; μου έλεγαν ότι μπορούσες να χτυπήσεις σαν τον Τζόε Λούις, Τζορτζ». Στο τέλος του πέμπτου γύρου, μια απρόσμενη αντεπίθεση του Αλί με συνδυασμό χτυπημάτων στο κεφάλι εξαπέλυσε ένα πραγματικό κύμα ιδρώτα κόπωσης από το πρόσωπο του Φόρμαν στον ζεστό αφρικανικό αέρα… και άπαντες στο Στάδιο κατάλαβαν ότι υπήρχε λογική, ακόμα και σοφία πίσω από την «τρελή» τακτική του πρώην Κάσιους Κλέι…
Με την καρδιά του πρωταθλητή
Απομένουν 17 δευτερόλεπτα για τη λήξη του 8ου γύρου της αναμέτρησης η οποία κρίνει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή και ο Μοχάμεντ Αλί αποφασίζει να βγει από τα σχοινιά και να αποδείξει σε ολόκληρο τον κόσμο ότι δεν είναι «τελειωμένος»: συνδυασμός πέντε χτυπημάτων, περισσότερο καρδιάς παρά τεχνικής, στο πρόσωπο του καταπονημένου Φόρμαν, αριστερό χουκ για να «στρέψει» το κεφάλι του στο σημείο που ήθελε και δεξί ντιρέκτ κατευθείαν στο πρόσωπο του αντιπάλου του, ο οποίος πέφτει στο καναβάτσο για πρώτη φορά στην καριέρα του και γνωρίζει την ήττα με νοκ-άουτ, μετά την απόφαση του διαιτητή Ζακ Κλέιτον, δύο δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη του 8ου γύρου. Δέκα και πλέον χρόνια έπειτα από την ημέρα που πήρε τη ζώνη από τον Σόνι Λίστον, το 1964, και επτά μετά την αφαίρεση του τίτλου του για την άρνησή του να πολεμήσει στο Βιετνάμ, το 1967, ο Μοχάμεντ Αλί, ο οποίος ξεσπάει φωνάζοντας στις κάμερες «είμαι ακόμη ο κορυφαίος όλων των εποχών», ενώ εκατοντάδες εκστασιασμένοι Αφρικανοί εισβάλουν στο ρινγκ για να πανηγυρίσουν τη νίκη του υπό καταρρακτώδη βροχόπτωση, κάτι το οποίο συνεχίστηκε για πολλές ώρες σε ολόκληρο το Ζαΐρ, είναι ξανά παγκόσμιος πρωταθλητής!
Μετά την Κινσάσα
O Φόρμαν, συντετριμμένος ψυχολογικά από την απρόσμενη ήττα και την απώλεια του τίτλου του, συνέχισε να πυγμαχεί για 2.5 χρόνια μετά την Κινσάσα, χωρίς να καταφέρει να τον διεκδικήσει ξανά, και αποσύρθηκε τελικά από την ενεργό δράση τον Μάρτιο του 1977, έπειτα από τον άτυχο αγώνα με τον Τζίμι Γιανγκ στο Πουέρτο Ρίκο. Το 1987, έχοντας «πατήσει» τα 38, επέστρεψε στα ρινγκ ως αναγεννημένος Χριστιανός, περισσότερο για να συγκεντρώσει χρήματα για το φιλανθρωπικό ίδρυμα που διατηρούσε, και τελικά τον Νοέμβριο του 1994, είκοσι χρόνια μετά τη «Βροντή στη Ζούγκλα» και σε ηλικία 45.5 ετών, έριξε στον κάτοχο του τίτλου Μάικλ Μούρερ τη «γροθιά που σόκαρε τον κόσμο» και κόντρα σε όλα τα λογικά προγνωστικά στέφθηκε ξανά παγκόσμιος πρωταθλητής, ξορκίζοντας για πάντα και με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο το «φάντασμα» εκείνης της αναμέτρησης με τον μετέπειτα φίλο του Μοχάμεντ Αλί.
Για τους φανατικούς θαυμαστές του, ο αγώνας στην Κινσάσα θα έπρεπε να είναι ο τελευταίος στην καριέρα του κορυφαίου πυγμάχου όλων των εποχών, το τέλειο κύκνειο άσμα της καριέρας ενός ανεπανάληπτου αθλητή και μιας εμβληματικής προσωπικότητας. Ο Αλί συνέχισε να πυγμαχεί για επτά ακόμη χρόνια, σχεδόν μέχρι τα 40 του, νίκησε τον Τζο Φρέιζερ σε μια σύγκρουση ανθολογίας στην Μανίλα τον Οκτώβριο του 1975, απόλεσε και ξανακέρδισε τη ζώνη το 1978, σύρθηκε σε ένα πραγματικό «σφαγείο» και συνετρίβη από τον παγκόσμιο πρωταθλητή Λάρι Χολμς το 1980, ωστόσο δεν επανέλαβε ποτέ την τόσο ψυχωμένη και ευφυή εμφάνιση της Κινσάσα κόντρα στον φαινομενικά ακατανίκητο Φόρμαν… Για τη «Βροντή στη Ζούγκλα» και την μεγαλειώδη επικράτησή του, σαν σήμερα, στις 30 Οκτωβρίου του 1974, γυρίστηκαν ντοκιμαντέρ και ταινίες, γράφτηκαν βιβλία και τραγούδια, ειπώθηκαν πολλά, ωστόσο εξίσου με τον ασυμβίβαστο υπεραθλητή αξίζει να θυμόμαστε με σεβασμό και τον άνθρωπο Μοχάμεντ, που λίγες ώρες μετά τη μεγαλύτερη νίκη της σταδιοδρομίας του, όταν επέστρεψε επιτέλους στο σπίτι του ακούγοντας την ιαχή «Ali boma ye!» μάζεψε γύρω του τα μικρά παιδιά των ντόπιων κάτω από τον αφρικανικό μουσώνα και έπαιξε μαζί τους…
Πηγή: Sport DNA