Επιλογή Σελίδας

Του Μιχάλη Τσόχου

Δεν είναι εύκολο να γράψεις για τον Ντιέγκο. Στο άκουσμα του θανάτου του το απόγευμα της 25ης Νοεμβρίου 2020 μούδιασα, χρειάστηκε να κάνω προσπάθεια να μην συγκινηθώ, διότι σε μερικά λεπτά θα έβγαινα στον αέρα του Champions League Show στην Cosmote TV.

Για λίγο πάγωσε το αίμα μου. Εκείνο το συναίσθημα που σου δημιουργείται λες και έφυγε ένα κομμάτι από την καρδιά σου, από τις αναμνήσεις σου, από την παιδική σου ηλικία, σαν να έφυγε κάποιος που λάτρευες με όλη τη δύναμη της ψυχής σου και είχες απλά χρόνια να τον δεις. Σαν να έσβηνες με κάποιο σφουγγάρι τις ωραιότερες αναμνήσεις μου, την ασπρόμαυρη ή την πρώτη έγχρωμη τηλεόραση μου, τα χοροπηδητά στον καναπέ μου, τις ντρίπλες μου με το αριστερό στις αλάνες, τη γαλάζια φανέλα μου με το 10 στην πλάτη ραμμένο από τη γιαγιά μου…

Ακόμη υπάρχουν σε κάποια κούτα στο πατρικό μου, οι ταινίες του κασετοφώνου που οι γονείς μου είχαν ηχογραφήσει τον δωδεκάχρονο γιο τους να περιγράφει αγώνες του Μαραντόνα, να ουρλιάζει Ντιέγκο, Ντιέγκο και να λέει “αυτό θα κάνω όταν θα μεγαλώσω, θα περιγράφω αγώνες του Ντιέγκο για να μπορώ να τον βλέπω παντού και από κοντά…”

Αλλά ο Ντιέγκο δεν ήταν εκεί μόνο για τα εντελώς αθώα παιδικά μου χρόνια. Ήταν εκεί και στα εφηβικά, στα χρόνια που νόμιζες ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, που θα κάνεις τη δική σου επανάσταση. Και κόντρα σε όλα όσα λένε για τον Ντιέγκο, η δική του στάση, ο δικός του τρόπος ζωής, το δικό του πάθος, όχι μόνο για το ποδόσφαιρο, αλλά για την ζωή, είχαν μέσα ένα σωρό καλά παραδείγματα και μηνύματα για έναν έφηβο της εποχής.

Δεν ξέρω αν υπάρχει κανένας που ξεκίνησε να κάνει κόκα επειδή έκανε και ο Μαραντόνα, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που δεν θα είχε μπλέξει με τη μαφία και του συνέβη επειδή έμπλεξε ο Μαραντόνα, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που οι νύχτες του ήταν πιο αχόρταγες και άσωτες και από τις ημέρες του στα γήπεδα, επειδή αυτό συνέβη στον Μαραντόνα, δεν ξέρω και δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι. Σίγουρα όμως ξέρω ότι υπάρχουν εκατομμύρια εκεί έξω που η ζωή τους γέμισε από πεποίθηση και ελπίδα ότι μπορούν να τα καταφέρουν. Μπορούν να νικήσουν ως ανίσχυροι τους ισχυρούς, μπορούν να είναι κοντοί και χοντροί και να είναι οι καλύτεροι παίκτες στον κόσμο, να γίνουν αυτοί το παιδί της γειτονιάς που θα κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ήταν πρώτα και πάνω από όλα ο Μαραντόνα, ο μεγαλύτερος επαναστάτης της γενιάς του, μόνο που δεν κρατούσε όπλο στα χέρια, αλλά μπάλα στα πόδια.

Αυτός που ξεσήκωσε τους φτωχούς, που τους είπε ότι μπορούν να νικήσουν τους πλούσιους, αυτός που είπε στους Ιταλούς του νότου, “τους βρωμιάρηδες από τη στάχτη του Βεζούβιου”, όπως τους αποκαλούσαν υποτιμητικά αρκετοί στο Μιλάνο, στο Τορίνο και σε όλο τον ιταλικό Βορρά, ότι μαζί του επιτέλους θα τα καταφέρουν. Αυτός που αρνήθηκε να συμβιβαστεί με το κατεστημένο που τα έβαλε με Θεούς και δαίμονες, δικαίως και αδίκως, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτός που πρόσβαλε τον λατρεμένο και στην Αργεντινή, Πάπα μη ανεχόμενος τα πλούτη του Βατικανού όταν τα είδε από κοντά, λέγοντας του “αν σας νοιάζουν τα παιδιά του κόσμου που πεινάνε όπως λέτε, πουλήστε έναν από τους χρυσούς τρούλους και θα τα ταϊσετε όλα…”.

Ο Μαραντόνα ήταν εκεί για να δώσει φωνή σε όλους όσοι ήθελαν να φωνάξουν και δεν μπορούσαν ή δεν τους άκουγε κανείς και το έκανε με τη μπάλα στα πόδια, με το ποδόσφαιρο του. Δεν ήταν απλά ένας τεράστιος αθλητής, δεν ήταν καν μόνο ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στον πλανήτη, ήταν ένα κίνημα, μία επανάσταση, ένα σύμβολο αντίστασης.

Δεν ήταν όμως προετοιμασμένος για αυτό. Δεν ήταν έτοιμος να το διαχειριστεί όλο αυτό. Ούτε την τρομακτική απήχηση, ούτε το βάρος της ελπίδας που είχε γεννήσει σε όλο τον κόσμο. Πήρε το Μουντιάλ για την Αργεντινή μόνος του, πήρε πρωτάθλημα για τους φτωχούς της Νάπολι μόνος του, άρα μπορεί να κάνει τα πάντα, ήταν το εύκολο συμπέρασμα.

Ήταν τέτοια η δύναμη του που στην Αργεντινή πίστευαν ότι “αφού ο Μαραντόνα διάλεξε ανάμεσα σε Κούβα και ΗΠΑ, τον Φιντέλ Κάστρο, αν γίνει πόλεμος η Κούβα θα τον κερδίσει…”. Ο Μαραντόνα ήταν αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα, να περπατήσει στη θάλασσα, να ξανακάνει τον πόλεμο των Φόκλαντς με τους Αγγλους και να τον νικήσει, να κατακτήσει το επόμενο Μουντιάλ χωρίς καν άλλους δέκα, αυτή τη φορά όχι όπως το 1986 με άλλους δέκα, άλλα μόνος του. Ο Μαραντόνα ήταν Θεός στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο “Θεός του ποδοσφαίρου” έγινε από τους δημοσιογράφους, για τον απλό κόσμο ήταν “Ο Θεός”.

Δεν ξέρω πόσοι θα άντεχαν αυτό το βάρος. Ο Μαραντόνα δεν το άντεξε. Δεν ξέρω πως θα έπρεπε να έχει μεγαλώσει κάποιος και πόσο ισχυρός χαρακτήρας θα έπρεπε να είναι για να ανταποκριθεί στην προσδοκία, ορισμένες φορές απαίτηση εκατομμυρίων ανθρώπων να συμπεριφερθεί σαν Θεός. Νομίζω ότι αυτή η ανάγκη να γίνει κάτι περισσότερο από άνθρωπος τον έσπρωξε στα ναρκωτικά. Η κόκα ήταν ένα “όπλο” στα μάτια του για να γίνει ο Θεός που όλοι ήθελαν να είναι.

Δεν ξέρω αν όντως η Μαφία τον έμπλεξε και του προκάλεσε επί της ουσίας τον εθισμό με τα ναρκωτικά για να μπορεί να τον ελέγχει. Ο ίδιος θα έπρεπε ακόμη κι’ αν ήταν έτσι, να βρει τη δύναμη να το αποφύγει, να βρει τη δύναμη να το σταματήσει. Οχι για να γίνει το καλό παράδειγμα, αλλά για να μην τσαλακώσει και διαλύσει τη δική του ζωή και υγεία. Οχι για να μην γίνει ένα ραγισμένο είδωλο, όπως έγραψαν πολλοί, όχι για να μην πέσει στα μάτια των θαυμαστών του, όχι για να μην ξεφτίσει ως χαρακτήρας, προσωπικότητα και σύμβολο, αλλά για να μπορέσει να συνεχίσει να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο που τόσο πολύ αγαπούσε.

Η προσωπική ζωή του καταστράφηκε. Ηταν πάντα περιστοιχισμένος από πολλούς, αλλά έζησε πολύ μόνος, βίωσε ανείπωτη μοναξιά, όπως ο ίδιος έχει πει, γιατί οι δαίμονες στο κεφάλι του τον διέλυσαν. Δαίμονες από τα ναρκωτικά που ήταν σχεδόν πάντα μέσα του, από ένα σημείο και μετά. Μία τέτοια βραδιά τον γνώρισα από κοντά. Είχα την τιμή να δειπνήσω μαζί του στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια, μαζί με επτά – οκτώ ακόμη καλούς φίλους ή γνωστούς πριν από αρκετά χρόνια. Τότε που είχαμε κοντέψει ξανά να τον χάσουμε, αλλά τελικά τα είχε καταφέρει. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα σε εκείνο το δείπνο κατάλαβα ότι και εκείνο το βράδυ η κόκα κυλούσε σε όλο του το αίμα, σε όλο του το είναι. Εφυγα με την αίσθηση ότι θα προτιμούσα να μην τον έχω γνωρίσει έτσι. Να έχω κάνει μαζί του το διάλογο που είχα, αλλά τις περισσότερες απαντήσεις να μου τις είχε δώσει ο ίδιος και όχι η κόκα…

Πιθανότατα έπεσα κι’ εγώ στην παγίδα εκείνο το βράδυ. Έφυγα από το δείπνο με την αίσθηση ότι ο Ντιέγκο, ο οποίος με δυσκολία στεκόταν στα πόδια του, που έπινε ασταμάτητα και κάπνιζε τα πούρα Αβάνας πιο γρήγορα από όσο εγώ τα απλά τσιγάρα, είχε… καταντήσει ένα ραγισμένο είδωλο.

Στην πραγματικότητα αυτό που είχε συμβεί και εκείνο το βράδυ και κάθε βράδυ της ζωής του Ντιέγκο, ήταν αυτό που έγραφε το πανό στην Αργεντινή για το οποίο μας μίλησε και ο Πεπ Γκουαρντιόλα στο ‘Γ. Καραϊσκάκης”.

“Δεν έχει σημασία τι έχεις κάνει για τη ζωή σου Ντιέγκο. Αυτό που έχει σημασία είναι τι έχεις κάνει για τις δικές μας ζωές…”

Πηγή: Gazzetta