Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Κυρτό σώμα, στεγνή, ψιλόλιγνη φιγούρα, οι μύες εκεί ψηλά στα ζυγωματικά του προσώπου, σπασμένοι στα δύο.

Κι έπειτα, εκείνο το χαρακτηριστικό σταχτί κοντοκουρεμένο πάντα μαλλί, το τόσο παράταιρο και σπάνιο με το παιχνίδι “σημάδι γήρατος”. Ξεχώριζε μέσα στο γήπεδο σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, με το νεύρο, τις αντιδράσεις, τους αλλεπάλληλους “ιταλικούς” μορφασμούς, το περίεργο παιχνίδι του.

Ο Φαμπρίτσιο Ραβανέλι ακόμα και εξ όψεως παρέπεμπε σε «Λευκό Ιππότη», έδινε την εντύπωση ότι προσπαθεί να διασώσει τους πάντες γύρω του, πάλευε ασθμαίνοντας να υπηρετήσει το σύνολο, να καλύψει τις αβλεψίες των συμπαικτών του, να αναδείξει τα προτερήματά τους. Ένας ενσυναισθητικός σωτήρας, ένας επιθετικός που βάσιζε την αυταξία του στην ικανότητα να “θεραπεύει” τους άλλους.

Ο «Λευκός Ιππότης» συνήθως κουβαλά στις πλάτες του ένα δύσκολο, βεβαρημένο παρελθόν. Ο Ραβανέλι εξιδανίκευσε το πολύ δύσκολο παρελθόν του, τη δική του μάχη να ανέλθει στην κεντρική σκηνή ενός παλκοσένικου που βάσει pedigree τον απέρριπτε.

Χαρακτήρας γεμάτος γωνίες, ελάχιστη τάση για συμβιβασμούς, καμία αναστολή για οποιαδήποτε ρήξη ακόμα και με τους φιλάθλους της ομάδας του. Ελάχιστοι είναι οι ποδοσφαιριστές που δεν υποχωρούν μπροστά στον κόσμο. Συνήθως σκύβουν το κεφάλι, ακούν ευλαβικά τον εξάψαλμο από τους φανατικούς, γνέφουν καταφατικά στα “δίκαια” αιτήματα διαμαρτυρίας και κριτικής και αποχωρούν εν μέσω χειροκροτημάτων.

Ο Ραβανέλι δεν έκανε ποτέ πίσω. Αντιδρούσε, “εξαγρίωνε” τον κόσμο, πολλές φορές απαντούσε στο ίδιο ύφος, με αγοραίες και σκληρές εκφράσεις, απ’ εκείνες που «δεν είναι σωστό να εκστομίζουν οι μεγάλοι και διάσημοι». Ο Φαμπρίτσιο δεν ήταν ποτέ παιδί του σωλήνα όμως, ποτέ δεν ένιωσε του σωρού, ποτέ δεν τον λόγιζαν και οι άλλοι ως τέτοιον.

Το μαλλί είχε ασπρίσει από πολύ νωρίς, από την τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών. «Κληρονομική γενετική ανωμαλία» είχαν πει οι γιατροί στους γονείς του. Δύσκολο να το καταλάβει ένα παιδί, ακόμα πιο δύσκολο να το αντιληφθούν και να συμπεριφερθούν αναλόγως τα άλλα παιδάκια, οι συμμαθητές, οι φίλοι, οι συμπαίκτες στις μικρές ομάδες. Τρομακτικά δύσκολο, εάν όλα αυτά συμβαίνουν στο Μουνιάνο, ένα ορεινό χωριό χιλίων κατοίκων πέριξ της Περούτζια, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Είναι πολύ λεπτές οι γραμμές μεταξύ του «ξεχωριστού» και του «ιδιαίτερου». Ειδικά σε εκείνες τις τρυφερές ηλικίες, τα βλέμματα και τα στόματα δεν έχουν φίλτρα, ανεξαρτήτως της πορείας του καθενός στο μέλλον, παραμένουν τα πιο βαθιά χαραγμένα, γιατί είναι τα πιο σκληρά απ’ όλα.

Είχε κουραστεί να εξηγεί, να πιστοποιεί την ηλικία του με το δελτίο ταυτότητας, να περιμένει στα καμαράκια των διαιτητών και των παρατηρητών στα εφηβικά πρωταθλήματα για «τυπική εξακρίβωση» στοιχείων.

Σχεδόν πάντα είχε μαζί τον πατέρα του, τον πρώτο άνθρωπο που πίστεψε στο όνειρο του μικρού να γίνει ποδοσφαιριστής. Προπονήσεις, αγώνες, ωράρια, όλα άνω-κάτω για να νιώθει ο Φαμπρίτσιο ασφαλής και προστατευμένος. Γιατί τα βλέμματα και οι ατάκες γονιών και “υπευθύνων” δεν σταματούσαν ποτέ.

Με τα χρόνια ο Φαμπρίτσιο έμαθε να το διασκεδάζει, πρώτα φρόντισε να υποδείξει στον πατέρα ότι «μπορεί μόνος του». Όντως βρήκε τον τρόπο και προσπέρασε τον πρώτο σκόπελο. Στα 17 επεδίωξε -και κατάφερε- να γίνει testimonial μιας τράπεζας για διαφήμιση επενδυτικών κεφαλαίων. Ήταν ο γκριζομάλλης γοητευτικός “40άρης” που “πείθει” τον υποψήφιο πελάτη, “εμπνέει σιγουριά” και τον παρακινεί να επενδύσει.

Κάπως έτσι πειστικός ήταν και μέσα στο γήπεδο. Η Περούτζια τότε στη σκληρή Serie C2, στην αντίστοιχη δική μας Δ’ Εθνική κατηγορία. Ο προπονητής του, ο Μάριο Κολαούτι, τον πίστεψε σχεδόν από την πρώτη προπόνηση στην ομάδα, 26 συμμετοχές και πέντε γκολ “έγραψε” στην παρθενική του χρονιά. Κεντρικός επιθετικός, «Πύργο» το έλεγαν τότε.

Υπομονή, επιμονή και σκληρή δουλειά ήταν το τρίπτυχο της επιτυχίας του. Ακόμη αυτή ισχυρίζεται ότι είναι η συνταγή προκειμένου να προκόψει κάποιος στο ποδόσφαιρο.

Στα 19, μετά την πρώτη του πλήρη καλοκαιρινή προετοιμασία, πήρε φανέλα βασικού. Ήταν τυχερός, γιατί στο πλάι είχε έναν άλλον του ίδιου φυράματος, τον Άντζελο Ντι Λίβιο, έναν επίσης υπέροχο τύπο, με τον οποίον ξανασυναντήθηκαν μετά από πολλά χρόνια στο Πιεμόντε. Πρώτος σκόρερ ο Φαμπρίτσιο, πρώτος πασέρ ο Άντζελο. Το αχτύπητο δίδυμο της Περούτζια, το κοινό μυστικό των μικρών κατηγοριών. 23 γκολ σε 32 ματς έβαλε ο Ραβανέλι, θεωρήθηκε ο ακρογωνιαίος λίθος της ανόδου στη Serie C1. Ακόμα πιο δύσκολη κατηγορία, ακόμα περισσότερες απαιτήσεις. Στάθηκε και στη Γ’ Εθνική, σκόραρε αρκετά, ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά και θεώρησε εαυτόν έτοιμο.

Όλοι του έλεγαν να περιμένει, να ζυγίσει την κατάσταση, να “δει”, να “μη βιαστεί”. Δεν άκουγε ποτέ τους υπολοίπους ο Ραβανέλι, είναι από τους ανθρώπους που επιμένουν στο λάθος κι ας το έχουν αναγνωρίσει.

Πήγε στο Αβελίνο, η ομάδα μόλις είχε υποβιβαστεί από τη Serie A και οι υπεύθυνοι σχεδίαζαν πορεία πρωταθλητισμού και άμεσης επανόδου.

Δύσκολη πόλη το Αβελίνο. Πιο πολύ έμοιαζε με μεγάλο χωριό 55.000 κατοίκων, μια μικρογραφία του ιστορικού κέντρου της Νάπολι. Τότε ήταν η άτυπη πρωτεύουσα της Nuova Camorra Organizzata του τρομακτικού Ραφαέλε Κούτολο.

Η ομάδα πνιγμένη στα οικονομικά και τα διοικητικά προβλήματα, εναλλαγές διοικήσεων, αμαρτωλές ιστορίες με χρέη, χαμένα τιμολόγια, σκοτεινές διαδρομές ενταλμάτων πληρωμής. Πρόλαβε κι έκανε επτά παιχνίδια, πριν τον στείλουν στην Καζερτάνα της Γ’ Εθνικής. Ξαναβρήκε τον εαυτό του, σκόραρε πάλι κατά ριπάς, με το στιλ του, το παλιομοδίτικο “κυρτό” παιχνίδι με τα χέρια και το ξεπέταγμα. Χάρισε λεφτά για να φύγει από το Αβελίνο, ο Ιταλικός Νότος δεν αποδείχτηκε φιλικός για τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, όπως υπολόγιζε, κόντρα σε όλους και όλα.

Παρά τις πολύ συμφέρουσες προσφορές από το Σαλέρνο, επέλεξε τη Ρετζιάνα στο Βορρά. Γύρευε να βελτιωθεί τεχνικά, να γνωρίσει έναν ακόμα τόπο, να “σταθεί” σε υψηλότερο επίπεδο από τη Serie C. Στη Ρετζιάνα έγινε επαγγελματίας ο Ραβανέλι. Όχι επειδή έκανε την καταπληκτική σεζόν που χάρισε την ιστορική άνοδο στη Serie A, πιο πολύ επειδή κατάλαβε ότι στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν στέκεσαι όρθιος χωρίς μπάλο στο κατάστρωμα.

Από τα μέσα της δεύτερης σεζόν τού είχε τηλεφωνήσει ο Μπονιπέρτι. Τον ήθελε στη Γιουβέντους, τον είχαν προσέξει μαζί με τον Ρομπέρτο Μπέτεγκα και τον υπέδειξαν ως την καταλληλότερη ρεζέρβα για τον Σκιλάτσι και τον Καζιράγκι που ήταν τότε το βασικό δίδυμο φορ της «Κυρίας».

Είναι η μοναδική φορά στην καριέρα του Ραβανέλι που τα χρήματα δεν διαδραμάτισαν τον παραμικρό ρόλο.

Οπαδός της «Γιούβε» από παιδί, με τεράστιο σεβασμό για το club και τους θρύλους του, ανέβηκε στο παγωμένο Τορίνο αποφασισμένος να διεκδικήσει όσα του αναλογούν, όντας μέλος ενός ρόστερ αστέρων. Είναι η “τελευταία”, η πιο υποβαθμισμένη μεταγραφή, με κόστος λίγο κάτω από 3 δισεκατ. λιρέτες (περί το 1.5 εκατ. ευρώ).

Ο Τραπατόνι, όταν τον είδε, τον είπε άτεχνο, άγουρο, τακτικά ημιμαθή.

Είχε μεγάλη ανηφόρα να ανέβει, αλλά το στόμα του δεν το κράτησε κλειστό: «Άλλοι είναι φτιαγμένοι να γίνουν αρχιτέκτονες, άλλοι πολιτικοί μηχανικοί, άλλοι οικοδόμοι. Εγώ ανήκω στην τρίτη κατηγορία και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Όσοι γουστάρετε μόνο αρχιτέκτονες, να ξέρετε ότι σπίτι δεν θα φτιάξετε ποτέ».

Σύξυλοι όλοι στην παρουσίασή του, αλλά, με δεδομένο ότι στο πλάι του ήταν ο φανταχτερός Τζανλούκα Βιάλι και ο ακριβοθώρητος Ντέιβιντ Πλατ, έμεινε μονόστηλο στην αυριανή εφημερίδα.

Χαμάλης πολυτελείας στην επίθεση της Γιουβέντους παρέμεινε καθ’ όλη τη διετία του Τραπατόνι στην ομάδα. Δούλευε σαν το σκυλί στις προπονήσεις, έδειχνε με κάθε τρόπο ότι αξίζει να πάρει περισσότερο χρόνο, έβγαινε μπροστά στις αποτυχίες σαν να ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας. Οι φανταχτερές μεταγραφές του συλλόγου δεν αποδείχτηκαν ποτέ επιτυχείς, ο Αντρέας Μέλερ δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, ο Πλατ δεν προσαρμόστηκε ποτέ, ο Ντίνο Μπάτζο δεν “κόλλησε” με τον οργανισμό. Ο μοναδικός που επέμενε να μάχεται σε μια «Γιούβε» αποκλεισμένη από όλους τους στόχους ήταν ο Ραβανέλι.

Ο κόσμος της «Vecchia Signora» δεν τον αποδέχτηκε ποτέ. «Λίγος»«χαμηλού επιπέδου»«άμπαλος και αναιδής». Τα ήξερε όλα αυτά ο Φαμπρίτσιο, άκουγε τη μουρμούρα στο γήπεδο, όταν σηκωνόταν για ζέσταμα με την ομάδα πίσω, ήξερε να διαβάζει και να νιώθει από πολύ μικρός τα βλέμματα επάνω του.

Στο πρώτο του παιχνίδι ως βασικός, 7 Μαρτίου του 1993, επινόησε και τον πανηγυρισμό με τη φανέλα να κρύβει το πρόσωπο και τα χέρια ορθάνοικτα. Είχε σκοράρει ένα καθοριστικό γκολ σε ένα αγχωτικό 4-3 με τη Νάπολι, του βγήκε αυθόρμητα, πίστεψε ότι οι ιαχές θα ακουστούν πιο δυνατά, εάν ο κόσμος δεν βλέπει το πρόσωπό του.

Δεν είναι ξεκάθαρο εάν υπήρξε όντως παρεξηγημένος, υποτιμημένος ή αν ο κόσμος της Γιουβέντους είχε εν τέλει δίκιο να τον κρίνει (πολύ) σκληρά. Το βέβαιο είναι ότι με τη συμπεριφορά του δεν άφησε κανέναν να τον “γραφικοποιήσει”, να τον χρησιμοποιήσει ως αντιπαράδειγμα ή περίπτωση προς αποφυγή.

Η ομάδα ήταν ούτως ή άλλως σε περίοδο επαναπροσδιορισμού status και στόχων, η ανοικοδόμησή της είχε τεράστια ανάγκη από «οικοδόμους».

Όταν συμφώνησε ο Λίπι και κατέληξε στην αναπόφευκτη λύση της τριάδας στην επίθεση, οι διαθέσιμες επιλογές ήταν ο Βιάλι, ο Ραβανέλι και ο Μπάτζο ή ο Ντελ Πιέρο. Ο Καζιράγκι και ο Πλατ είχαν αποχωρήσει, τα οικονομικά ήταν συγκεκριμένα, η «Γιούβε» έπρεπε να στηριχθεί σε πολλούς «οικοδόμους» για να ορθοποδήσει. Ραβανέλι, Πεσότο, Τοριτσέλι, όλοι τους μη διαφημισμένες λύσεις που δεν ικανοποιούσαν με τίποτα το θυμικό του οπαδού.

Το μοτίβο του Λίπι λειτούργησε, ο τραυματισμός του Ρομπέρτο Μπάτζο έστειλε τον Ραβανέλι αριστερά και εκεί αναδείχθηκαν οι αρετές του. Αδιάκοπο πρέσινγκ, βοήθειες στην άμυνα, συνεργασίες με τους χαφ και τον κεντρικό φορ.

Είναι ο καιρός όπου το ποδόσφαιρο αλλάζει, τα φυσικά προσόντα αρχίζουν να παίζουν σπουδαίο ρόλο, η ταχύτητα του παιχνιδιού και η ένταση μεταβάλλονται.

Ο Ραβανέλι ξαφνικά από ασχημόπαπο γίνεται κύκνος. Το κοινό ξεκινά να αντιλαμβάνεται τη χρησιμότητά του, από τα μίζερα έξι γκολ σε δύο χρονιές, εκτοξεύεται στα 30 γκολ, πάνω απ’ όλα είναι το πιο καλά κρυμμένο μυστικό της σπουδαίας πορείας της Γιουβέντους στο Champions League.

Στη “χρυσή” διετία καταφθάνει και η πρώτη κλήση από τη «Squadra Azzurra», μέχρι τότε δεν είχε απασχολήσει ποτέ, δεν ήταν καν στις προεπιλογές. Ο Αρίγκο Σάκι τον αποθεώνει, κάνει λόγο για ό,τι εγγύτερο σε μοντέρνο επιθετικό, για τον καταλληλότερο ποδοσφαιριστή να υπηρετήσει το μοντέλο του.

Στον Τελικό της Ρώμης, 22 Μαΐου του 1996, θα γράψει τη δική του σελίδα στη Βίβλο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Το γκολ του “συμβαίνει” από μια απίθανη θέση, με αντίθετη φορά σώματος, κατόπιν εντελώς δικής του, ξεχωριστής ανάγνωσης της φάσης.

Το έχει περιγράψει καλύτερα απ’ όλους ο ίδιος: «Παρόλο που ήταν το 13ο λεπτό, είχα καταλάβει ότι οι δίδυμοι Ντε Μπουρ ήταν το λιγότερο απερίσκεπτοι, όταν άλλαζαν την μπάλα με τον Φαν Ντερ Σαρ. Υπερβολική σιγουριά; Υποτίμηση του αντιπάλου; Δεν ξέρω. Όταν είδα την μπάλα στην περιοχή, την πήρα με τη σόλα του αριστερού και γύρισα το δεξί για να πάει μέσα. Έκανε την απέλπιδα προσπάθεια να το σώσει ο Σίλοϊ, αλλά ήταν αργά. Απίθανο συναίσθημα, το σπουδαιότερο γκολ της καριέρας μου είχε ακριβώς τη μορφή που ήθελα να έχει».

Παρά την ισοφάριση του Λιτμάνεν, πριν εκπνεύσει το ημίχρονο, η «Γιούβε» άντεξε το σφυροκόπημα του Άγιαξ και πήρε την κούπα στα πέναλτι. Μια τεράστια, αξέχαστη επιτυχία για όλους τους οπαδούς της, η οποία μνημονεύεται ακόμη ως η πιο «καθαρή» και «γιουβεντίνικη» απ’ όλες, η απαρχή μιας ολόκληρης εποχής.

Το δυστύχημα στο όλον είναι ότι ο Ραβανέλι δεν έγινε ποτέ μέρος αυτής της εποχής. Ένιωσε ότι τον άδειασαν, με την παροιμιώδη του παρρησία έχει τονίσει ότι τον «μαχαίρωσαν». Ήταν ένας ποδοσφαιριστής στα 28, στην κορυφή της καριέρας του, είχε φορέσει ακόμα και το περιβραχιόνιο, είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του με μεγάλο μέρος των φιλάθλων, θεωρούσε ότι με τη διοίκηση αρκούσαν οι σταράτες κουβέντες. Έκανε λάθος.

Μετά το καταστροφικό για την Ιταλία Euro του ’96 στην Αγγλία, τον πλησίασε η Μίντλεσμπρο. Οι Βρετανοί ήταν οι πρώτοι που του συμπεριφέρθηκαν σαν σούπερ σταρ. Δεν το είχε ζήσει ποτέ, δεν το είχε νιώσει ποτέ.

Ο προπονητής της «Μπόρο», Μπράιαν Ρόμπσον, τον θεωρεί αρχή και τέλος του σχεδιασμού της επίθεσης, ο έτερος σταρ της ομάδας, ο Ζουνίνιο Παουλίστα, δηλώνει ότι πρόκειται για τον ιδανικότερο παρτενέρ.

Ο Ραβανέλι ντεμπουτάρει με δυο γκολ. Μόνον 26 άνθρωποι το έχουν καταφέρει αυτό στην Premier League, μιλάμε για ιερά τέρατα, όπως ο Άλαν Σίρερ, ο Κουν Αγουέρο, Ρουντ Φαν Νίστελροϊ, τέτοιου επιπέδου ποδοσφαιριστές.

Η «Penna Bianca» («Λευκή Πέννα»), όπως τον είχε ονοματίσει ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα, γίνεται προφήτης μακριά από τον τόπο του. Σε μια ομάδα mid-table με κοινό διψασμένο για οτιδήποτε προσομοιάζει με επιτυχία και τεράστια ανάγκη δημιουργίας ηρώων.

Το πρώτο μισό της σεζόν είναι ονειρικό. Ο Ραβανέλι μοιάζει να βρήκε τη γη Χαναάν στο Βόρειο Γιορκσάιρ, το Λευκό Τριαντάφυλλο του Αγγλικού Βασιλικού Οίκου της Υόρκης. «Καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος επιθετικός όλων των εποχών στο αγγλικό ποδόσφαιρο» η ετυμηγορία της «Sun». Ο «Λευκός Ιππότης» στο Λευκό Τριαντάφυλλο στην πρώτη χρονιά του τυφώνα Μποσμάν που άλλαξε για πάνα τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Στην πραγματικότητα δεν είχε μάθει λέξη αγγλικά, δεν του άρεσε ο βρετανικός τρόπος ζωής, στη «Μπόρο» τρελαίνονταν με τους λογαριασμούς τηλεφώνου που κατέφθαναν στα γραφεία.

Με την ομάδα να παραπαίει στο Πρωτάθλημα, άρχισε να αιωρείται ότι το σύνδρομο του «Λευκού Ιππότη» αφορούσε μόνο στον εαυτό του. Κι έτσι έγινε.

Η «Μπόρο» υποβιβάστηκε, έχοντας την έκτη καλύτερη επίθεση στο Νησί, έχασε και το Κύπελλο στον Τελικό με την “ιταλική” Τσέλσι και ο Φαμπρίτσιο έφυγε απευθείας για Περούτζια, αφήνοντας φιρμάνι ότι «δεν ξαναγυρίζει να παίξει Β’ Εθνική».

Δεν είναι δύσκολο να βρεθεί μια πρόταση, τα 7.5 εκατ. ευρώ της Μαρσέιγ φαντάζουν λίγα στο σημερινό ποδόσφαιρο, τότε ήταν καθ’ όλα “τίμια” προσφορά για έναν επιθετικό με 17 γκολ σε 35 αγώνες στην Premiership. Κολακευτική ήταν και η παρουσία στο λιμάνι της Μασσαλίας, αλλά ο Ραβανέλι είχε χάσει πια την φλόγα, κυρίως δεν είχε κίνητρο να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Τον έκαιγε ότι ο Τζοφ δεν τον υπολόγιζε για την Εθνική, του έτρωγε τα σωθικά ότι δεν βρέθηκε μια μεγάλη ιταλική ομάδα να τον καλέσει πίσω, τον στεναχώρησε ότι ο Λουτσιάνο Μότζι ή ο ίδιος ο Λίπι δεν του έκαναν ένα τηλεφώνημα για να επιστρέψει στη Γιουβέντους.

Επέστρεψε στην Ιταλία μετά από μια διετία στο «Vélodrome», αλλά η Λάτσιο, όπως και η Ντέρμπι Κάουντι και η Νταντί μετέπειτα, ήταν απλώς στάσεις και όχι σταθμοί στην καριέρα του.

Ξανάνιωσε μονάχα τον χειμώνα του 2004, όταν επέστρεψε στην Περούτζια για να κλείσει το βιβλίο της καριέρας του. Το είχε υποσχεθεί στον πατέρα του ότι εκεί θα έκλεινε, εκεί θα ολοκλήρωνε το ταξίδι, όποιο κι αν ήταν.

Η χρονιά στην Ούμπρια δύσκολη, αλλόκοτη, όπως οι αποφάσεις του θρυλικού Λουτσιάνο Γκαούτσι, ο οποίος, απολύοντας τον Σέρζε Κόσμι, πρότεινε στον Ραβανέλι ακόμα και ένα διπλό πόστο παίκτη-προπονητή, στα αγγλικά πρότυπα της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Ο Ραβανέλι αρνήθηκε, αλλά σαν πιστός «Λευκός Ιππότης» παρέμεινε στην ομάδα και μετά το μπαράζ με τη Φιορεντίνα και τον οδυνηρό υποβιβασμό στη Β’ Εθνική. Φορούσε το περιβραχιόνιο με περηφάνεια, για ελάχιστα δεν έκλεισε την καριέρα του θριαμβευτικά, μιας και η Περούτζια απέτυχε να ξανανέβει αμέσως, χάνοντας στον Τελικό των play off από την Τορίνο.

Στα 36 ανακοίνωσε ότι σταμάτησε, είπε ότι δεν έχει άλλο ποδοσφαιρικό οξυγόνο στα πνευμόνια. Έγινε ποδηλάτης, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το άθλημα. Αποκατέστησε τις σχέσεις του με τη «Γιούβε» το 2011, όταν τον κάλεσαν για προπονητή-υπεύθυνο των μικρών ηλικιών. Δοκίμασε για λίγο και ως πρώτος προπονητής στην Κορσική με την Αζαξιό και στην Ουκρανία με την Άρσεναλ του Κιέβου. Δεν έκανε για αυτόν, δεν είναι προπονητής η φτιαξιά του.

Ο χρόνος τον βοήθησε να αξιολογήσει καλύτερα τα μοτίβα της ζωής του, έκανε τις προβολές των δικών του ευάλωτων σημείων, στάθμισε τις δικές του ανεκπλήρωτες ανάγκες.

Στην πραγματικότητα, κατάλαβε ότι τελικά ήταν ένας «Λευκός Ιππότης» του εαυτού του.

Πηγή: Athletes’ Stories