Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Στην καρδιά του συμπλέγματος των αθλητικών εγκαταστάσεων “Alvalade XXI” της Λισσαβόνας είχε ήδη συμπληρωθεί μια ώρα αγώνα στον προημιτελικό αγώνα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004.

Ο Άγγελος Μπασινάς, παρότι είχε πρόσωπο στραμμένο στην περιοχή του Νικοπολίδη, έστριψε το κορμί του και με ένα περίτεχνο χτύπημα στη μπάλα άνοιξε το παιχνίδι στο δεξί άκρο της επίθεσης της Εθνικής Ελλάδος.

Ο Ρομπέρ Πιρές, ο οποίος θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει το Θοδωρή Ζαγοράκη που ερχόταν από τα δεξιά σαν trailer, ήταν εκτός θέσης. Ο Ρομπέρ είχε το νου του στην επίθεση, η Γαλλία πίεζε και αναζητούσε απεγνωσμένα το γκολ, το οποίο θα την πήγαινε στον ημιτελικό.

Σε εκείνο ακριβώς το σημείο του αγώνα, ο αριστερός μπακ των “μπλε”, Μπισέντε Λιζαραζού, φρουρούσε, ως όφειλε, τον δεξιό ακραίο της Ελλάδας, τον Βασίλη Λάκη.

Η τακτική του παιδεία και η τεράστια εμπειρία του, τον οδήγησαν να πάρει τη διαγώνιο, να αφήσει τον Λάκη και να πάει επάνω στον Ζαγοράκη. Τί ήταν, άλλωστε, ο Ζαγοράκης; Ένας αμυντικός χαφ, ο οποίος είχε βρεθεί σε θέση εξτρέμ κατά τύχη.

Ο Θοδωρής ούτε βιρτουόζος ήταν ποτέ, ούτε τον θυμάται οποιοσδήποτε για την τεχνική και τις τρίπλες του. Εκτός από μία. Αυτή που έκανε εκείνο το βράδυ στο “Ζοσέ Αλβαλάδε”, στο 65ο λεπτό του προημιτελικού, σε έναν από τους καλύτερους αριστερούς μπακ του κόσμου: τον Μπισέντε Λιζαραζού.

Ο Ζαγοράκης πέρασε τη μπάλα πάνω από το κεφάλι του Γάλλου, ο οποίος τρεκλίζοντας κατέληξε εκτός γηπέδου, να προσπαθεί να ισορροπήσει στο ταρτάν, στηριζόμενος στο διερχόμενο ball boy, για να μην γλιστρήσει με τις τάπες και γελοιοποιηθεί πλήρως.

Η συνέχεια γνωστή. Ο Ζαγοράκης ολοκλήρωσε την απίστευτη ενέργεια με μια άψογη σέντρα στο κεφάλι του Χαριστέα και ο Άγγελος με στυλ έστειλε τη μπάλα στο βάθος των δικτύων του Μπαρτέζ.

Παρεμπιπτόντως, με αυτό το γκολ έστειλε και την Ελλάδα στα ημιτελικά του ευλογημένου μας Euro 2004.

Αυτή είναι η φάση, η στιγμή, η οποία κράτησε και κρατάει στην αιωνιότητα της ελληνικής κοινής αθλητικής γνώμης τον Μπισέντε Λιζαραζού.

Είναι άδικο και δίκαιο μαζί. ανάγεται στη σφαίρα του μεταφυσικού, του υπέρλογου. αποτελεί θεμελίωση της διαπίστωσης πως τη μοίρα μας δεν την ορίζουν όσα κάνουμε, αλλά εκείνα που δεν καταφέραμε να κάνουμε.

Ο Λιζαραζού σε εκείνο το Euro ήταν 35 χρονών. Ήταν η τελευταία του μεγάλη διοργάνωση, μια ευκαιρία να ολοκληρώσει μια μεγαλειώδη καριέρα με ένα ακόμη τρόπαιο.

Και στη διαδρομή του κατέκτησε πολλά, περισσότερα απ’ όσα ονειρεύεται κάθε μεγάλος ποδοσφαιριστής ανεξαρτήτως γενιάς, πιο πολλά απ’ όσα περίμενε κι ο ίδιος ως επαγγελματίας και άνθρωπος.

Έζησε και εξακολουθεί να ζει μια “γεμάτη” ζωή, χορταστική, πολυεπίπεδη.

Για ένα παιδί γεννημένο την τελευταία χρονιά της δεκαετίας του ’60 στα Ατλαντικά Πυρηναία, στη βασκική περιοχή της Γαλλίας στη Νέα Ακουιτανία, είναι μια ζωή ανάλογη του 007.

Η στενή σχέση με την κουλτούρα και την εν γένει φιλοσοφία της Χώρας των Βάσκων διαμόρφωσαν και το χαρακτήρα και τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπισε τα πράγματα.

Τα μόλις 14 χιλιόμετρα που χωρίζουν το χωριό του, το Saint Jean de Luz, με τα σύνορα Γαλλίας – Ισπανίας, διευκόλυναν την τάση και τη ροπή του να μένει γοητευτικά μετέωρος, να είναι από λίγο “μέσα σ’ όλα”.

Προερχόμενος από αθλητική οικογένεια, διέθετε την τύχη να δοκιμάσει σε όλα τα σπορ.

Θαλάσσιο σκι, ράγκμπι, τένις. Μεγαλώνοντας λάτρεψε την πελότα, ένα παραδοσιακό παιχνίδι των ντόπιων που μοιάζει κάπως με τένις, αλλά παίζεται με διαφορετικούς τρόπους. Όταν δεν είχε στο χέρι την τσιστέρα (ένα ειδικό όργανο τύπου ρακέτας, με το οποίο παίζεται η πελότα), χανόταν στη θάλασσα πάνω σε μια σανίδα ή κλωτσούσε μια μπάλα.

Όταν πρωτοπήγε στο παλιό στάδιο Atocha, στο Σαν Σεμπαστιάν, αποφάσισε ότι θα γίνει ποδοσφαιριστής.

Στην περιοχή η ερασιτεχνική ομάδα Eglantins d’Hendaye είναι το καμάρι των ντόπιων. Όταν τον δοκίμασαν κι έβγαλε το δελτίο του, δεν έβγαζε τη φανέλα από επάνω του.

Παρά το γεγονός ότι ήταν μικρός το δέμας, κέρδισε όλους τους παιδαγωγούς και τους προπονητές με το πείσμα και την αφοσίωσή του. Σε συνδυασμό με το έμφυτο ταλέντο και την ταχύτητά του, η επιλογή να συνεχίσει σε αθλητικό σχολείο ήταν περίπου μονόδρομος.

Οι scouts της Μπορντό τον πρωτοείδαν σε ένα σχολικό τουρνουά με το γυμνάσιο του Mérignac τον Σεπτέμβρη του ’83 και έδωσαν πραγματικό αγώνα να πείσουν τους γονείς του, ώστε να συναινέσουν και να εγγραφεί στις ακαδημίες της.

Ήταν 15 χρονών, όταν εντάχθηκε στους Γιρονδίνους.

Οι προπονητές περίμεναν να δουν ένα φαινόμενο, μια σφαίρα που είναι πολύ μπροστά σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά και θα καταπλήξει τους πάντες. Αντιθέτως αντίκρυσαν ένα παιδί που είχε μείνει πολύ πίσω στην ανάπτυξή του και δυσκολευόταν αφάνταστα με τα μεγάλα κορμιά των συνομήλικών του στο χορτάρι.

Στο Μπορντό τον φώναζαν ακόμα «Βενσάν» (Vincent είναι το «γαλλικό» του όνομα).

Ήταν κάτι σαν μασκότ, η οποία απλώς αθλείτο, χωρίς την παραμικρή ελπίδα καριέρας. Έπαιζε και προπονείτο με τους λιγότερο καλούς, με τα παιδιά που -αργά ή γρήγορα- επρόκειτο να βαρεθούν και να εγκαταλείψουν το όνειρο μιας ποδοσφαιρικής καριέρας.

«Είναι μικρός, είναι πολύ αδύναμος, είναι επικίνδυνο να τον βάλουμε να παίξει» ήταν η μόνιμη δικαιολογία, την οποία άκουγαν οι γονείς κάθε που τον επισκέπτονταν για να τον δουν.

Ο «Βενσάν», όμως, δεν ήταν (μόνο) Γάλλος. Μέσα του έρεε βάσκικο αίμα, αυτό το ανυπότακτο γονιδίωμα υπερηφάνειας που δεν δέχεται την ήττα.

Τη βρήκε τη λύση ο Μπισέντε. Έπαψε να παίζει στην επίθεση, γύρισε πίσω στην πτέρυγα, μετατοπίστηκε στο πλάι, όπου μπορούσε να εκμεταλλευτεί στο ακέραιο την ταχύτητα και την έκρηξή του.

Και τότε ξαφνικά οι προπονητές ξεκίνησαν να τον “βλέπουν”. Από την ομάδα με τις τελευταίες επιλογές, πέρασε στο τρίτο επίπεδο. Μετά στο δεύτερο, μετά στο πρώτο, στο τέλος έφτασε να προπονείται με τους ημιεπαγγελματίες.

Για τη διοίκηση εξακολουθούσε να θεωρείται ένα χαμένο prospect, ένα «κοντό παιδί που δεν θα τα καταφέρει». Ήθελαν να τον στείλουν στο Πο, να απαλλαγούν από τα τροφεία.

Επέμεναν να παραμείνει μόνο ο σπουδαίος παιδαγωγός Πιερό Λαμπά και ένας Γιουγκοσλάβος λεγεωνάριος, ο Άντε Μλάντινιτς, ένας εξειδικευμένος προπονητής, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από την πάσα και την τεχνική του μικρόσωμου Βάσκου.

Έγινε επαγγελματίας, πήρε την ευκαιρία και ξεκίνησε το ταξίδι.

Με την ενηλικίωσή του, είχε την τύχη να πέσει στα χέρια του Αιμέ Ζακέ και του Ντιντιέ Κουεκού.

Στο πρώτο του συμβόλαιο ήταν ήδη φοιτητής στο UEREPS του Μπορντό και είχε ήδη τα εχέγγυα για ένα πτυχίο καθηγητή Φυσικής Αγωγής. Αργότερα, ξεκίνησε και ένα μεταπτυχιακό στη διαχείριση αθλημάτων, αλλά οι απαιτήσεις της επαγγελματικής του καριέρας στο ποδόσφαιρο ήταν τόσο υψηλές, οπότε υποχρεώθηκε να το αφήσει για αργότερα.

Αυτό το αργότερα αποδείχθηκε… πολύ αργότερα, διότι η καριέρα του Λιζαραζού απογειώθηκε.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, συγκαταλέγετο ήδη στους καλύτερους αριστερούς μπακ στην Ευρώπη. Δεν είναι σχήμα λόγου ούτε υπερβολή.

Ο Λιζαραζού είναι ο πρώτος μοντέρνος Ευρωπαίος full back, ο πρώτος αριστερός μπακ που πλησίασε στο σύγχρονο πρότυπο των κορυφαίων μπακ που ανταποκρίνονται στις υψηλότατες απαιτήσεις της θέσης τόσο στο επιθετικό, όσο και στο αμυντικό κομμάτι του παιχνιδιού.

Η Μπορντό των ημερών του ήταν χάρμα ιδέσθαι, το δίδυμο που συνέθεσε την τετραετία 1992-96 με τον Ζινεντίν Ζιντάν, ήταν και παραμένει από τα καλύτερα όλων των εποχών στην ιστορία του γαλλικού ποδοσφαίρου.

Το απαύγασμα εκείνης της θρυλικής ομάδας της Μπορντό, ήταν η καταπληκτική πορεία μέχρι τον (διπλό εκείνα τα χρόνια) Τελικό του Κυπέλλου UEFA, με το τρόπαιο να χάνεται, επειδή μπροστά στους Γιρονδίνους υψώθηκε το απροσπέλαστο τείχος της Μπάγερν.

Οι συμπαίκτες του κεφαλαιοποίησαν απόλυτα την απόλυτη επιτυχία. Ο Ζιζού πήρε τη μεγάλη μεταγραφή στη Γιουβέντους, ο Ντιγκαρί μετά βαΐων και κλάδων μετακόμισε στο Μιλάνο για τη σπουδαία Μίλαν, ο Λιζαραζού, παρά την πλειάδα των μνηστήρων, και πάλι επέλεξε το “μη ορθόδοξο”.

Η ένταξή του στην Αθλέτικ Μπιλμπάο δεν ήταν επιλογή καριέρας. Ήταν επιλογή καρδιάς.

Υπό άλλας συνθήκας θα του κατέστρεφε την καριέρα, πιθανότατα θα του στερούσε ακόμα-ακόμα και τους τίτλους του Πρωταθλητή Ευρώπης και Κόσμου, αλλά για τον Λιζαραζού ήταν ζήτημα τιμής και αποπλήρωσης ενός βαθύτατα εσωτερικού χρέους στον εαυτό του.

Από το 1995, ο «Vincent» είχε γίνει «Bixente». Ο «Βενσάν» είχε γίνει «Μπισέντε»Οι πανηγυρισμοί του με την ikurriña, τα στιγμιότυπα με τη σημαία της Χώρας των Βάσκων δεν είχαν περάσει ποτέ απαρατήρητα από τη Μπιλμπάο.

Το San Mamés ήταν το πεπρωμένο του, η κορυφαία ομάδα της Βασκονίας το όνειρό του. Όχι με την έννοια του εθνικιστή, επ’ ουδενί συμπλέοντας με τον ακατανόητο φανατισμό της ΕΤΑ.  Αγνός τοπικισμός, βαθύτατος εθνοτισμός, οικογενειακοί δεσμοί.

Όλα αυτά ισορροπούν στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι σε ένα πολύ λεπτό στρώμα πάγου που σπάει και διαλύεται με το παραμικρό. Για τη διοίκηση της Αθλέτικ Μπιλμπάο, ο Λιζαραζού ήταν μια κίνηση “υποχρεωτικότητας”, μια μεταγραφή που “έπρεπε να γίνει”.

Παρά τη συμπάθεια του κοινού, ο οργανισμός απαιτούσε τις αποδείξεις της “βασκοσύνης” του σε κάθε δραστηριότητα εντός κι εκτός γηπέδου. Δεν ταυτοποίησε, όμως, ποτέ τον εαυτό του με τις επιταγές τού οργανισμούδεν αντιλαμβάνετο, εάν καλείτο να παίξει ποδόσφαιρο ή να υπηρετήσει πολιτική.

Τα χρήματα του συμβολαίου του και ένας τραυματισμός που τον άφησε να αγωνιστεί σε μόλις 18 παιχνίδια, εξελίχθηκαν σε πρωτογενείς παράγοντες διαρραγής της σχέσης του με την Αθλέτικ.

Κατηγορήθηκε σαν φιλοχρήματος λεγεωνάριος από τη διοίκηση της Μπιλμπάο.

Στην ανακοίνωση του οριστικού «αντίο» από το San Mamés εμπεριέχετο και η “απογοήτευση” της διοίκησης και βαρύτατες αιχμές για πίεση του ίδιου του ποδοσφαιριστή, προκειμένου να μεταγραφεί στη Μπάγερν Μονάχου, η οποία του πρόσφερε περισσότερα χρήματα και βρισκόταν σε μια άλλη ανταγωνιστική διάσταση.

Είναι η πρώτη φορά που το όνομα του Λιζαραζού συνδέθηκε με την Euskadi Ta Askatasuna, τη γνωστή ETA, η οποία λειτουργούσε επί δεκαετίες στη Χώρα των Βάσκων.

Η ΕΤΑ, παρότι ξεκίνησε ως οργάνωση για τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς των Βάσκων ενάντια στο φρανκικό καθεστώς, εξελίχθηκε σε παραστρατιωτική ένοπλη οργάνωση ακραίας μαρξιστικής ιδεολογίας, με στόχο την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία των Βάσκων, και μετήλθε πολλάκις βίαιες μεθόδους, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση.

Η ΕΤΑ είχε πολλά ερείσματα στον αθλητισμό και δη στο ποδόσφαιρο που ήταν και το πιο προσφιλές στην “παραγωγή” πολιτικής. Δεδομένου ότι στο ποδόσφαιρο κυκλοφορούν πολλά χρήματα, η οργάνωση πολλές φορές “έψαξε” χρηματοδότηση διά του ποδοσφαίρου.

Οι εκβιασμοί σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1993. Η ΕΤΑ διέθετε τράπεζα πληροφοριών, σχετικά με τους πιο διάσημους, πλούσιους και -στην προκειμένη περίπτωση- ποδοσφαιριστές με “επιρροή”, οι οποίοι ήταν κατάλληλοι στόχοι εκβιασμού.

Ο Μπισέντε Λιζαραζού έπεσε θύμα εκβιασμού από την ΕΤΑ τη Δευτέρα 11 Δεκεβρίου 2000, όταν στο σπίτι των γονιών του στο Hendaye, κατέφθασε η επιστολή με το ναβαρρέζικο έμβλημα του μαυραετού σε κίτρινο φόντο, διά της οποίας του ζητείτο ο λεγόμενος «επαναστατικός φόρος».

Στην επιστολή κατηγορείτο ότι ήταν προδότης, ότι δήλωνε Βάσκος αλλά δεν δίσταζε να φοράει τη φανέλα της Εθνικής Γαλλίας και να τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα με το χέρι στο στήθος.

«Υπερασπίζεσαι τα χρώματα ενός εχθρικού κράτους. Αισθανόμαστε οργή και θυμό που φοράς τη φανέλα ενός καταπιεστικού κράτους που έχει καταληστέψει τα χρήματα του βασκικού λαού και αμείβεσαι από εκείνους που ευθύνονται για τα δεινά του λαού μας. Λαμβάνοντας υπόψη τις υπέρογκες απολαβές σου από τον εχθρό, η ΕΤΑ σου δίνει μια τελευταία ευκαιρία και στρέφεται σε εσένα. Εάν δεν ανταποκριθείς, αυτόματα θέτεις τον εαυτό σου απέναντί μας και ενδεχόμενη αρνητική σου απάντηση συνεπάγεται επιβολή κυρώσεων και προσωπικά και εναντίον της περιουσίας σου».

Ο παραπάνω είναι ο πρώτος εκβιασμός αθλητή που δημοσιοποιήθηκε, επειδή αρνήθηκε να πληρώσει και το κατήγγειλε στις Αρχές.

Το θέμα απέκτησε τεράστια διάσταση και στην Ισπανία και στη Γαλλία. Ο Ισπανός υπουργός Χουάν Αλμπέρτο Μπέλοτς μίλησε στη Βουλή για δεκάδες περιπτώσεις αθλητών, οι οποίοι είχαν υποπέσει θύματα εκβιασμού από την ΕΤΑ και πλήρωσαν για να προστατεύσουν τη ζωή τους.

Ο Λιζαραζού ήταν ο πρώτος που κατέθεσε την επιστολή στο Αρχηγείο της γαλλικής αντιτρομοκρατικής αστυνομίας.

Ήταν ήδη πολυνίκης με τη φανέλα της Μπάγερν στη Γερμανία, Παγκόσμιος Πρωταθλητής με τη Γαλλία στο Μουντιάλ του 1998 και Πρωταθλητής Ευρώπης στο Euro του 2000. Ήταν ένας όχι απλά φτασμένος, αλλά παγκοσμίως αναγνωρισμένος σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου με ήδη διαμορφωμένη σπουδαία καριέρα.

Η γενναία του κίνηση σήμανε συναγερμό κινητοποιήσεων.

Στη Γερμανία, κατόπιν επίσημου αιτήματος της Μπάγερν Μονάχου και του ίδιου του ποδοσφαιριστή, ο υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία δύο σωματοφύλακες επρόκειτο να αναλάβουν την προστασία του, μέρα και νύχτα, οπουδήποτε.

Όλη του η ζωή άλλαξε οριστικά, όχι μόνο η καριέρα του.

Έμαθε να συμβιώνει με την ιδέα μιας συνεχούς αόρατης απειλής, να ζει υπό το φόβο τρομοκρατικής επίθεσης.

Σε καθημερινή βάση το πρόγραμμά του ξεκινούσε με δυο σωματοφύλακες έξω από την πόρτα του σπιτιού του, πυροτεχνουργούς να ελέγχουν εξονυχιστικά τα υπάρχοντά του και τελείωνε σε ένα τεθωρακισμένο αυτοκίνητο με οδηγό έναν “επαγγελματία” σε στυλ Τζέησον Στέιθαμ.

Κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ με την Μπάγερν το 2001 και λίγο μετά, με την κατάκτηση και του Διηπειρωτικού, έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που ήταν ταυτόχρονα πρωταθλητής κόσμου και σε συλλογικό και σε εθνικό επίπεδο.

Όταν οι συμπαίκτες του έβγαιναν από τις αίθουσες αφίξεων και τους περίμενε ο κόσμος για μια φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο, ο Λιζαραζού περπατούσε συνοδεία της αντιτρομοκρατικής τις εξόδους αεροδρομίων που προορίζονται για λίγους.

Το διασκέδαζε με το χιούμορ που τον διακρίνει, με αυτή την πολύ γοητευτική πτυχή της προσωπικότητάς του:

«Αισθάνομαι σαν τον Τζέημς Μποντ, ζω το όνειρο του μυστικού πράκτορα 007. Σκέφτομαι μερικές φορές και γελάω ότι στο επόμενο ταξίδι θα με περιμένει μια Άστον Μάρτιν. Αυτό το παραλήρημα αφαιρεί ένα βάρος από όλη αυτή τη διαδικασία που καλούμαι κάθε φορά να περάσω. Θα αντέξω, κάποια στιγμή θα τελειώσει. Ελπίζω…».

Τελείωσε. Γιατί και ΕΤΑ έπαψε να υπάρχει και προϊόντος του χρόνου ο Μπισέντε διαχειρίστηκε μαεστρικά τη ζωή και την καριέρα του.

Παρά το μικρό διάλυμα στο Vélodrome με τα χρώματα της Μαρσέιγ, μετά “την τρίπλα του Ζαγοράκη”, η διαδρομή του είναι συνυφασμένη με τη Μπάγερν.

Όχι επειδή κατέκτησε τα πάντα με τους Βαυαρούς, ούτε επειδή είχε τη σπάνια τύχη να αγωνιστεί με παγκοσμίου φήμης και αξίας συμπαίκτες.

Η Μπάγερν είναι ένας πολύ ξεχωριστός οργανισμός με δικά του αξιώματα και τεράστια επιρροή στις ζωές των ανθρώπων.

Η επιδραστικότητά του σε έναν τόσο κολοσσιαίο οργανισμό, υπήρξε τόσο μεγάλη που στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ τον Αύγουστο του “covid2020” ο Λούκα Ερναντές πανηγύρισε με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο το είχε κάνει και ο Λιζαραζού το 2001. Φορώντας  -κυριολεκτικά- το Κύπελλο στο κεφάλι του. Ήταν ένα “homage” στον Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής, τον άνθρωπο των 15 τίτλων στη Γερμανία, τον ποδοσφαιριστή που έφτασε, όσο πιο ψηλά γινόταν, με όποια φανέλα κι αν φόρεσε.

Θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει την πεπατημένη, να εκμεταλλευθεί το όνομά του, να κεφαλαιοποιήσει τη σπουδαία καριέρα του με μια θέση σε κάποιο προπονητικό επιτελείο. Δεν είναι αυτό ο Λιζαραζού. Ποτέ δεν ήταν κάτι συνηθισμένο.

Ο ίδιος έχει αιτιολογήσει την απομάκρυνσή του από το ποδόσφαιρο, προτάσσοντας την αδυναμία του να αφοσιωθεί σε μια δουλειά ξένη με την ιδιοσυγκρασία του, όπως είναι εκείνη του προπονητή. Δεν επέλεξε καν το “εύκολο”, να βάλει στην ταμπέλα μιας ακαδημίας το όνομά του, να εμφανίζεται μια φορά το χρόνο στα παιδιά για μια φωτογραφία και να περιμένει το μέρισμα.

Είχε ανάγκη για ένα νέο ξεκίνημα, μια καινούρια ζωή. Όχι μακριά από τον αθλητισμό, άλλωστε ο αθλητισμός είναι μέσα του από τα μικράτα του. Συνδύασε το πάθος για τα σπορ με το επικοινωνιακό του χάρισμα και αυτή τη σπάνια φάτσα που γράφει σχεδόν “υποχρεωτικά” στον φακό.

Πολεμικές τέχνες, ζίου ζίτσου, γυμναστική –έχει και σε αυτήν την προχωρημένη ηλικία, όσο πιο “χτιστό” και γραμμωμένο σώμα γίνεται– σερφ, πελότα.

Επιστροφή στις ρίζες, επιστροφή στη χαρά και τη σωματική και ψυχική υγεία.

Συνδυάζει την άθληση άψογα με το χώρο των media και της επικοινωνίας. Ραδιόφωνο, αρθρογραφία, τηλεόραση στο RTL, την Équipe, το TF1. Όχι σαν “γλάστρα”, ούτε συμπληρώνοντας ένα πάνελ. Υψηλής ποιότητας σχόλια, εύστοχα στη γαλλική αθλητική ατζέντα.

Γυρίζει ντοκιμαντέρ, διαβάζει, συμμετέχει σε προσεγμένες παραγωγές, είναι ο ίδιος δημιουργός του “Mes prolongations”, της αυτοβιογραφίας του με αντικείμενο την καριέρα του και επίκεντρο την κατάκτηση του Μουντιάλ του 1998 από τη Γαλλία.

Μια φιλοσοφία εντελώς δική του, όπως οι περιπέτειες, τις οποίες μοιράζεται στο instagram, και η “τρέλα” του για κάθε τι νέο, κάθε τι αναζωογονητικό.

Συχνά προβαίνει και σε εύστοχα πολιτικά σχόλια, στηλιτεύει καταστάσεις και καταθέτει την άποψή του, πάντοτε στο όριο της ευπρέπειας.

Κάποτε τον πίεσαν για τη “βασκοσύνη” του, τον έβαλαν να ψάξει βαθιά, για να θυμηθεί, αν έκανε σωστά ή λάθος που προέταξε τον εθνισμό του. Η απάντησή του ήταν υπέροχη:

«Η ύπαρξή μου σε θεωρητικό επίπεδο θα ήταν καλύτερη, εάν η Χώρα των Βάσκων ήταν ανεξάρτητη. Δεν θα ήταν, όμως, ίδιος ο κόσμος».

Έχει δίκιο κατά πολλές έννοιες. Ο κόσμος μας δεν θα ήταν ο ίδιος, χωρίς τον Μπισέντε Λιζαραζού.

Πηγή: Athletes’ Stories